Ο Πρόεδρος της Δικτατορίας Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης συγχαίρει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αμέσως μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός της Ελλάδος, στις 25 Ιουλίου 1974
Γιώργος Ρωμανός
Συγγραφέας Αναλυτής, Ιστορικός
Ερευνητής
50χρόνια «Μεταπολίτευση»: αντιδημοκρατία και εξαπάτηση του λαού από την πρώτημέρα, 24 Ιουλίου 1974
Για κάθε πραγματικά δημοκρατικό πολίτη αποτελεί
βάναυση πρόκληση το ότι το κόμμα της ΝΔ γιορτάζει φέτος, στις 4 Οκτωβρίου 1974,
τα 50 χρόνια από την ίδρυσή της τα οποία συμπίπτουν με τα πενηντάχρονα της «Μεταπολίτευσης που ξεκινά στις 24 Ιουλίου
1974, ημέρα ανάληψης της εξουσίας από τον ιδρυτή της ΝΔ, Κωνσταντίνο Καραμανλή Α΄.
Ο Καραμανλής και το κόμμα του θεμελίωσαν ένα στην πράξη αντιδημοκρατικό, ολιγαρχικό
και αντιλαϊκό καθεστώς Ενιαίου
Κυβερνητισμού, επαναφέροντας στο πολιτικό προσκήνιο όλα τα παλαιοκομματικά
στελέχη και τους γόνους τους. Δηλαδή, επρόκειτο για την «Παλινόρθωση του Παλαιοκομματισμού» και ξέπλυμα πολιτικών, όπως ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης, (ο «προδότης Εφιάλτης» κατά τον Ανδρέα Παπανδρέου), και άλλων «Αποστατών»,
οι οποίοι με τη φαυλότητά τους οδήγησαν στη Δικτατορία του 1967. Έτσι
χάθηκε μια σπάνια ευκαιρία να αποκτήσει μεταπολιτευτικά η Ελλάδα αληθινή
Δημοκρατία.
Κύριο χαρακτηριστικό του ολέθριου
καθεστώτος της Μεταπολίτευσης είναι η
κυνική περιφρόνηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού με αποτέλεσμα τη
διακυβέρνηση της χώρας να εξασκούν θλιβερές μειοψηφίες σήψης και παρακμής, οι
οποίες ήταν και παραμένουν ενδοτικές στον ξένο παράγοντα. Η θνησιγενής «Γ΄
Ελληνική Δημοκρατία», όπως αυτάρεσκα την αποκαλούν οι ίδιοι οι νεκροθάφτες της,
έχει αντικατασταθεί με μία ψευτοψηφισμένη
Δικτατορική Ολιγαρχία με συνεχείς νόθες εκλογές, τόσο λόγω της τεράστιας
αποχής όσο και λόγω της αδιαφάνειας, με την οποία μία ιδιωτική εταιρεία, στην
οποία έχει ανατεθεί η πρακτική διεκπεραίωση της εκλογικής διαδικασίας χωρίς τις
δέουσες τεχνικές διασφαλίσεις ως προς τη διαφάνεια αυτής, καταμετρά τις ψήφους.
Κατά τον καθηγητή Γ. Κοντογιώργη πρόκειται
για μια «Εκλόγιμη μοναρχία»[1], με δεδομένο ότι πολιτικός
«αφέντης» και απόλυτος κυρίαρχος του κράτους είναι ο Πρωθυπουργός σε αυτήν την πρωθυπουργοκεντρική,
ολιγαρχική αντιδημοκρατία.
Οι αποδείξεις του μεταπολιτευτικού
ζόφου είναι πάρα πολλές, αλλά για λόγους συγγραφικής οικονομίας αναφέρουμε ενδεικτικά
μόνο τις εξής:
1.
Κατάργηση της
δημοκρατικής πλειοψηφίας στις εθνικές εκλογές
Η
Μεταπολίτευση εξευτέλισε το ιερό δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη-ψηφοφόρου
μετατρέποντάς τον σε πελάτη-ψηφοφόρο ενός πελατειακού
κράτους, μέχρι που, αντιδραστικά στη γενικότερη πολιτική κατάπτωση, ο λαός
άρχισε να ψηφίζει τυφλά διαμαρτυρόμενος (βλ.
Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων, ΑΝΕΛ κλπ), ή αγανακτισμένος να απέχει λόγω αηδίας.
Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν πηγαίνει καν να ψηφίσει, με
αποτέλεσμα να σχηματίζονται κυβερνήσεις πρακτικά «μειοψηφίας» (σε απόλυτα
νούμερα ψηφισάντων), επί του συνόλου των 9.780.
000 καταγεγραμμένων που έχουν δικαίωμα ψήφου (δηλ. ψηφοφόρων). Η κυβέρνηση Τσίπρα στις εκλογές 20/9/2015, ψηφίστηκε μόνο από 1.925.904. Δηλαδή επί του συνόλου των
εχόντων δικαίωμα ψήφου έλαβε το
μειοψηφικό 19,25% και σχημάτισε κυβέρνηση με το κόμμα Καμμένου. Ενώ, η ΝΔ,
επί Μητσοτάκη, στις 25/6/2023, έλαβε
2.114.780 ψήφους, δηλαδή 21,14% επί των εχόντων δικαίωμα ψήφου. Στις ευρωεκλογές του 2024, η αποχή ρεκόρ έφτασε
στο 58,76 %!
Έτσι με
συνοπτικές «φασίζουσες» διαδικασίες καταργήθηκαν τα εκλογικά δικαιώματα της
μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων και παγίως πλέον σχηματίζονται αντιδημοκρατικές
κυβερνήσεις μειοψηφίας.
2.
Η De Facto
κατάργηση της βούλησης του λαού
Στο
Δημοψήφισμα ΣΥΡΙΖΑ για «τα Μνημόνια», στις 5 Ιουλίου 2015 (ΦΕΚ Α΄ 63, Βουλή των
Ελλήνων 28/6/2015), η πλειοψηφία των
εχόντων δικαίωμα ψήφου ψήφισε κατά 61,31%, ΟΧΙ στα Μνημόνια, αλλά,
κατόπιν ο Τσίπρας με κυνικά δικτατορικό τρόπο άλλαξε το ΟΧΙ και το έκανε ΝΑΙ!
Η
συντριπτική πλειοψηφία τους λαού, τουλάχιστον 70%, βρίσκεται σε συνεχή αντίθεση
με τις ολιγαρχικές αυτές κυβερνήσεις μειοψηφίας. Στην διεθνώς παράνομη «Συμφωνία των Πρεσπών», ο λαός διατράνωσε
την αντίθεσή του με τεράστιες, πρωτοφανείς, αυθόρμητες διαδηλώσεις εναντίον της
«Συμφωνίας». Ωστόσο η μειοψηφική κυβέρνηση Τσίπρα την απεδέχθη και τελικά την
προσυπέγραψε, παραβιάζοντας εκτός από τη λαϊκή βούληση τόσο το εθνικό-ελληνικό,
όσο και το διεθνές δίκαιο.
Στα 50
χρόνια της ολέθριας Μεταπολίτευσης είναι πλήθος τα παραδείγματα περιφρόνησης
της βούλησης του λαού και της κυνικής εξαπάτησής του σε όλα τα μεγάλα ζητήματα:
Εθνική Άμυνα-Ασφάλεια, Οικονομία, Παιδεία, Θρησκεία, Παραγωγή κλπ. Ενδεικτικά: Ο
Ανδρέας Παπανδρέου, το 1975, προκειμένου να κλέψει την ψήφο του λαού διατράνωνε
τα συνθήματα «Έξω οι Αμερικάνοι» και «Έξω οι βάσεις του θανάτου» και κατόπιν
ενίσχυσε την στρατιωτική αμερικανική παρουσία στην χώρα μας. Ο ίδιος δρώντας κατά
της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας εκστόμισε στις 30 Ιανουαρίου το 1988 το μειοδοτικό «Mea Coulpa»,
επί Οζάλ, και από τότε η ελληνική Εθνική Αιγιαλίτιδα Ζώνη δεν επεκτάθηκε όπως
θα μπορούσε δυνάμει των προβλέψεων της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας
(1982, Μοντέγκο Μπέϋ, Τζαμάϊκα), αλλά παρέμεινε περιοριζόμενη στα 6 ν.μ. με
αποτέλεσμα ουδέποτε μέχρι σήμερα να τολμήσει
η Ελλάς να κάνει εξορύξεις έξω από αυτά. Ακόμη και σε θαλάσσιες περιοχές στη
Νότια ή Δυτική Ελλάδα, που τυπικά τουλάχιστον δεν επηρέαζαν την
ελληνοτουρκική διαμάχη (σε Αιγαίο και κατ’ επέκταση σε Ανατ. Μεσόγειο). Ακολούθησαν
οι μοιραίοι Κων. Μητσοτάκης και ο Κων. Σημίτης, που ανεδείχθη σε κορυφαίο
υπερασπιστή των τουρκικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και υπεύθυνος της εθνικής
ήττας στα Ίμια. Ενδοτικός υπήρξε και ο Κ. Καραμανλής, Β΄, ο οποίος το 2008 στο
Βουκουρέστι αποδέχτηκε για τα Σκόπια το «γεωγραφικό
προσδιορισμό» στο όνομα Μακεδονία. Την συνέχεια της εθνικής καταστροφής
ανέλαβαν οι: Α. Σαμαράς, Α. Τσίπρας, Κυρ. Μητσοτάκης.
3.
Η μοναδική
πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το 1910, εξαιρουμένων των δικτατοριών,
είναι ο Φιλελευθερισμός
Σε όλη τη
Μεταπολίτευση οι αναφορές στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ως (δήθεν) πολιτικό πρότυπο
«δημοκρατικότητος» με δηλώσεις αρχηγών, υπουργών και βουλευτών του Ενιαίου Κυβερνητισμού είναι πιεστικά
συχνές καθώς όλοι ακολουθούν στην ουσία την ίδια φιλελεύθερη πολιτική με μικροδιαφορές.
Χαρακτηριστικές
(συν)κυβερνήσεις του Ενιαίου Κυβερνητισμού ήταν:
Η Κυβέρνηση
Τζαννή Τζαννετάκη, (Ιούλιος–Οκτώβριος
1989), κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ και ΣΥΝασπισμού της Αριστεράς και της
Προόδου με σύμφωνη γνώμη Χ. Φλωράκη (ΚΚΕ) και Λ. Κύρκου (ΚΚΕ εσ.), και,
Η οικουμενική
κυβέρνηση Ξενοφώντος Ζολώτα 1989 (Νοέμβριος
1989 – Απρίλιος 1990), αυτή με την σύμπραξη ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝασπισμού και ΚΚΕ.
Φυσικά το να
εφαρμόζεται στην πράξη ίδια φιλελεύθερη πολιτική δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτές
τις κυβερνήσεις. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ, ως μείζων αντιπολίτευση, υπερψήφισε στην
Βουλή περί το 60% των νομοσχεδίων που έφερε η ακραία φιλελεύθερη ΝΔ.
Το
τετραπλό νομικό και συνταγματικό πραξικόπημα Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 1974,
σε συνεργασία με την δικτατορία Ιωαννίδη
Τα θεμέλια των ανομιών που
επρόκειτο να επακολουθήσουν στα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα ετέθησαν από
κοινού από τον Καραμανλή και τη δικτατορία Ιωαννίδη, στο διάστημα 24 Ιουλίου 1974 με 8 Δεκεμβρίου 1974,
ως εξής:
Ο Καραμανλής ήρθε στην Ελλάδα
στις 02:00 της 24ης Ιουλίου 1974 και ανέλαβε την εξουσία σε τελετή τυπικής και ουσιαστικής «Παράδοσης- Παραλαβής»
από τον τότε «Πρόεδρο Δημοκρατίας» Γκιζίκη, εγκάθετο της δικτατορίας Ιωαννίδη.
Ο Καραμανλής ορκίσθηκε στις 04:00, ως δοτός πρωθυπουργός της νέας Κυβέρνησης
Εθνικός Ενότητας (με νομιμοποίηση όμως
εκ του ύπατου πολιτειακού θεσμού της δικτατορίας). Από τότε ξεκινά η ολέθρια
«Μεταπολίτευση», με πρώτο εθνικό πολιτικό έγκλημα την παράδοση του 33% της Κύπρου στους Τούρκους, μετά τις 15 Αυγούστου
1974, από την κυβέρνηση Καραμανλή. Θα μείνει στην ιστορία η κυνική φράση
του ιδίου: «Η Κύπρος κείται μακράν»
με την οποία εγκατέλειψε την Μεγαλόνησο στους Τούρκους. Αυτή η παράδοση εθνικού
εδάφους έγινε σε συνέχεια της παράδοσης στους Τούρκους του 3,6% της Κύπρου από
την δικτατορία Ιωαννίδη. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ΔΕΝ ανοίγει ο
«Φάκελος της Κύπρου».
Την δικτατορία δεν την
ανέτρεψε ο Καραμανλής ή οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός ή πολιτειακός παράγοντας
ούτε καν ο λαός ο οποίος μέχρι το 1973 δεν αντιδρούσε μαζικά στο καθεστώς. Αποτελεί
αδιαμφησβήτητο γεγονός, ότι η δικτατορία Ιωαννίδη κατέρρευσε από τα εγκληματικά της λάθη και παραιτήθηκε αυτοβούλως, λόγω
της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974. Και τούτο μετά από
το προδοτικού αποτελέσματος πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Αρχιεπισκόπου και
νόμιμου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακαρίου Γ΄, στις 15 Ιουλίου 1974.
Για να σχηματιστεί η ναρκισσιστικά
αυτοαποκληθείσα «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» (24 Ιουλίου 1974-17 Νοεμβρίου 1974) χρειάστηκε η δικτατορία
Ιωαννίδη να επιλέξει, όπως
προαναφέρθηκε έναν δοτό πρωθυπουργό, μεταξύ των Παναγιώτη Κανελλόπουλου
και Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μετά από σκοτεινό παρασκήνιο στο οποίο συμμετείχαν
οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας, επελέγη ο δεύτερος. Αυτή ήταν
η πρώτη πράξη ουσιαστικής αναγνώρισης της δικτατορίας, μετά τις 23 Ιουλίου 1974,
από τον Καραμανλή.
Για να είναι προσχηματικά «νόμιμη και συνταγματική» η ορκωμοσία
Καραμανλή εκδόθηκε ειδικό Προεδρικό Διάταγμα, Π.Δ. 517/1974 με υπογραφή του τότε
ΠτΔ Στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη με
το οποίο παρεδίδετο από την δικτατορία η διακυβέρνηση της χώρας στον Καραμανλή.
Αυτή ήταν η δεύτερη πράξη νομιμοποίησης της δικτατορίας από τον Καραμανλή, μετά
τις 23 Ιουλίου 1974.
Ο Καραμανλής ορκίστηκε «Πίστιν εις το Σύνταγμα και τους Νόμους του
κράτους…», και όπως ελέχθη τότε: βάσει
του άρθρου 43 των Συνταγμάτων 1968/1973.
Όμως αυτά τα Συντάγματα εκτός του ότι δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ από την
ελληνική πολιτεία ως γνήσια είχαν μείνει ανεφάρμοστα στο σύνολό τους και κατά
την πρώτη και κατά την δεύτερη δικτατορία και επομένως ήταν άκυρα. Συνεπώς το
μόνο Σύνταγμα που ήταν αποδεκτό τότε και αποτελούσε βάση νομιμότητος στην χώρα
μας ήταν εκείνο του 1952, το οποίο όμως αναγνώριζε ως πολίτευμα την Βασιλευομένη Δημοκρατία. Απόδειξη, ότι
αυτό το Σύνταγμα αποτελούσε βάση νομιμότητος στη χώρα μας ήταν και το γεγονός
ότι αυτό(!) επανέφερε ο Καραμανλής, αφαιρώντας του αυθαιρέτως τα θεμελιώδη άρθρα
περί Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Από
αυτό το μη αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1952 αναζήτησε και θεώρησε ότι βρήκε την
νομιμότητα και της ορκωμοσίας του ο Καραμανλής, στις 24 Ιουλίου 1974.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον
ότι σύμφωνα με τον Βασίλειο Μαρκεζίνη[2]: «το σύνταγμα του 1973 αντιβαίνει στο
άρθρο 137, παράγραφος 1 του συντάγματος του 1968, που αναφέρει ότι ‘‘οι θεμελιώδεις διατάξεις του
Συντάγματος, καθώς και εκείνες που ορίζουν τη μορφή κυβέρνησης ως Βασιλευόμενη
Δημοκρατία δε μπορούν ποτέ να αναθεωρηθούν’’». Φυσικά με δεδομένο ότι το
Σύνταγμα του 1973 ΔΕΝ ήταν νόμιμο δεν μπορούσε να θέτει όρους περί μη
αναθεώρησής του. Όμως σε ένα καθ’ όλα νόμιμο Σύνταγμα, όπως αυτό του 1952, για
να υπάρξει Αναθεώρηση και δει των θεμελιωδών διατάξεών του περί της μορφής του
πολιτεύματος θα έπρεπε να ορισθεί από την τότε τρέχουσα βουλή η επομένη(!) Βουλή ως «Αναθεωρητική», πράγμα που δεν έγινε.
Ο Καραμανλής δέχθηκε να
ορκιστεί εντός του πλαισίου που όριζε το Σύνταγμα του 1973 και μάλιστα με
Προεδρικό Διάταγμα του Γκιζίκη. Αυτό απετέλεσε το τρίτο συνταγματικό
πραξικόπημα του Καραμανλή, με αποτέλεσμα νομικά
και συνταγματικά, η κυβέρνησή του να
αποτελέσει συνέχεια της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου (Ιωαννίδη), που και αυτή ήταν
συνέχεια των δικτατορικών κυβερνήσεων του Γ. Παπαδόπουλου.
Ο Φαίδων Γκιζίκης υπήρξε
συνταγματικά ο αρχηγός του δικτατορικού καθεστώτος Ιωαννίδη, από τις 25
Νοεμβρίου 1973 μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 1974. Το ότι ο Καραμανλής απεδέχθη τον
διορισμό του από τον Γκιζίκη βάσει του προαναφερθέντος Προεδρικού Διατάγματος 517/1974
σήμαινε αυτομάτως και αναγνώριση του
Γκιζίκη ως νομίμου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τον Καραμανλή όρκισε ο αντικανονικός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ο
οποίος ήταν επιλογή της δικτατορίας Ιωαννίδη και είχε ορκίσει τον Γκιζίκη ως
«Πρόεδρο Δημοκρατίας» πριν από 8 μήνες. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ είχε επιλεγεί αντικανονικά
από την δικτατορία Ιωαννίδη, μετά τις 25 Νοεμβρίου 1973 και κατά την Μεταπολίτευση
παρέμεινε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο μέχρι τον θάνατό του, το 1998! Είναι χαρακτηριστικό ότι η ορκωμοσία Καραμανλή έγινε παρουσία όλης της στρατιωτικής ηγεσίας σαν
να επρόκειτο για στρατιωτική κυβέρνηση. Δηλαδή, ο Καραμανλής ορκίστηκε από έναν
παράνομο Αρχιεπίσκοπο, έναν παράνομο Πρόεδρο Δικτατορίας και σύμπασα
την δοτή ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία μόλις είχε συντελέσει το μέγιστο έγκλημα της Κύπρου.
Ο Γκιζίκης παρέμεινε ως Πρόεδρος μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 1974, οπότε
ανέλαβε προσωρινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ο Μιχαήλ Στασινόπουλος. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι γιατί δεν
αντικαταστάθηκε αμέσως ο Γκιζίκης με έναν άλλον προσωρινό υπηρεσιακό
Πρόεδρο αλλά παρέμεινε επί 5 μήνες στη θέση του εν «πλήρη Δημοκρατία», και
δεύτερον, γιατί δεν του ασκήθηκαν κατόπιν διώξεις για τα πλείστα όσα
εθνοβλαπτικά προσυπέγραψε και όσα συντελέστηκαν κατά την θητεία του;
Σε όλο το διάστημα που παρέμεινε
πρόεδρος ο Γκιζίκης, όπως και μετά, διατήρησε τα προνόμια του «Προέδρου», τα
οποία του εκχώρησε με παρέμβασή του ο ίδιος ο Καραμανλής, και απολάμβανε τιμές
όπως και ισόβια σύνταξη πρώην «Προέδρου Δημοκρατίας».
Χαρακτηριστικό της ανομίας και
της εν γένει ολιγαρχικής και αντιδημοκρατικής αντίληψης του Καραμανλή (με την
έγκριση ή και ανοχή των λοιπών «μεταπολιτευτικών» κομμάτων του τότε δημιουργούμενου
«Ενιαίου Κυβερνητισμού») ήταν το γεγονός ότι οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων
της δικτατορίας Ιωαννίδη διατηρήθηκαν και μετά την 24η Ιουλίου 1974 στις θέσεις
τους! Με αποτέλεσμα αυτοί οι πρωταίτιοι
στρατιωτικοί, με ευθύνη των οποίων διενεργήθηκε το εθνοπροδοτικό πραξικόπημα
Ιωαννίδη στην Κύπρο, όχι μόνο να μη δικαστούν από την «Δημοκρατία της
Μεταπολίτευσης», αλλά, ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, Μπονάνος και ο Αρχηγός Στρατού
Γαλατσάνος παραμέναν στις θέσεις τους μέχρι την 19η Αυγούστου 1974, όταν πια
είχε ολοκληρωθεί το μέγιστο εθνικό έγκλημα της κατοχής του 36,6% του κυπριακού
εδάφους από τους Τούρκους. Ο Αρχηγός Πολεμικού Ναυτικού, Αραπάκης, παρέμεινε
στην θέση μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 1975, ενώ ο Αρχηγός Πολεμικής Αεροπορίας,
Παπανικολάου, παρέμεινε μέχρι την 23η Ιανουαρίου 1975. Τερατώδη πρόκληση αποτελεί το γεγονός, ότι όταν αυτοί αποστρατεύθηκαν
από την κυβέρνηση Καραμανλή αυτός τους απένειμε τον ύψιστο τιμητικό τίτλο του
«Επίτιμου Αρχηγού Κλάδου» και τους παρείχε δια βίου πλήρεις συντάξεις!
Το
Δημοψήφισμα του 1974, κορυφαίο συνταγματικό πραξικόπημα στην αλλαγή του
Πολιτεύματος
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο Καραμανλής επανέφερε σε
δράση όλο το παλαιοκομματικό πολιτικό προσωπικό και σύστημα που υπήρχε πριν από
το 1967. Για να καταστήσει την χώρα υποχείριο της ολιγαρχικής πολιτικής χρησιμοποίησε
ως τέχνασμα την επαναφορά του Συντάγματος του 1952, ήτοι της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Όμως η αυθαίρετη αφαίρεση των διατάξεων της μορφής
του πολιτεύματος απετέλεσε συνταγματικό
πραξικόπημα. Όπως σημειώνει ο Σπ. Β. Μαρκεζίνης σχολιάζοντας την Συντακτική
Πράξη Καραμανλή της 1ης Αυγούστου 1974 με την οποία επαναφέρθηκε κολοβωμένο το Σύνταγμα του 1952, αυτή
είναι «επαναστατική»[3] πράξη, η οποία φυσικά
ουδεμία σχέση έχει με μία ευνομούμενη Δημοκρατία.
Ο Καραμανλής έδρασε De Facto, όπως ακριβώς είχε δράσει και η δικτατορία στα δύο άκυρα
συντάγματά της, του 1968 και 1973. Έτσι, δικαίωσε την δικτατορία Παπαδοπούλου, ο οποίος με τον ίδιο τρόπο, στις 29 Ιουλίου 1973, διεξήγαγε ένα
κυρωτικό δημοψήφισμα που έλαβε «ΝΑΙ» 78,4%, υπέρ της Αβασίλευτης
Δημοκρατίας και «ΟΧΙ» 21,6%, όπως και τον Ιωαννίδη ως προς «Σύνταγμα» του 1973. Η πραξικοπηματική αφαίρεση των άρθρων περί Βασιλευομένης
Δημοκρατίας έγινε αφενός λόγω της άκρατης φιλοδοξίας του Καραμανλή που ήθελε να
μετατραπεί Urbi et Orbi σε ανώτατο άρχοντα της χώρας μας και αφετέρου εξαιτίας
της προσωπικής αντιπάθειάς του προς τον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνο Β΄ και το
Παλάτι γενικότερα παρόλο που αυτό τον επέβαλε και τον στήριξε στην εξουσία. Το
ότι εξαπάτησε τον Κωνσταντίνο και δεν του επέτρεψε ούτε καν να έρθει στην
Ελλάδα για να υπερασπιστή το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, το οποίο
είχε ήδη(!) ανασταλεί πριν από το διενεργηθέν «δημοψήφισμα» της 8ης Δεκεμβρίου
1974, δεν είναι το μεγαλύτερο πολιτικό έγκλημα του Καραμανλή συγκρινόμενο με
όλα τα άλλα που ο ίδιος διέπραξε.
Ειδικότερα, η πράξη του
Καραμανλή να επαναφέρει επιλεκτικά και στα μέτρα του το Σύνταγμα του 1952, χωρίς
τα άρθρα περί Βασιλευομένης Δημοκρατίας, ήταν πράξη εξόχως παράνομη και
αντισυνταγματική και για τους εξής λόγους:
Η προκύψασα δοτή από την
δικτατορία κυβέρνηση Καραμανλή, μετά την 24η Ιουλίου 1974, φυσικά δεν είχε ψηφιστεί και δεν είχε εκλεγεί από
τον λαό και αποτελούσε συνέχεια της δικτατορικής κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου (Ιωαννίδη).
Αυτή η αντικανονική κυβέρνηση Καραμανλή φυσικά και δεν ήταν Αναθεωρητική και
δεν θα μπορούσε να Αναθεωρήσει το όποιο Σύνταγμα. Όμως, και η επόμενη κυβέρνηση
Καραμανλή, αυτή που προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, ΔΕΝ ήταν Αναθεωρητική, ούτε όρισε ως τέτοια εκείνη
που προέκυψε στην επόμενη Βουλή, η οποία ανέλαβε
τα καθήκοντά της στις 28 Νοεμβρίου 1977.
Ο Καραμανλής αναζητώντας μια εκ των υστέρων νομιμοποίηση των
πραξικοπηματικών πράξεών του προκήρυξε ένα απολύτως ελεγχόμενο από τον ίδιον
«δημοψήφισμα» με θέμα την αλλαγή της «μορφής
του πολιτεύματος» στις 8 Δεκεμβρίου
1974, ενώ είχε ήδη επαναφέρει παράνομα
το κολοβωμένο Σύνταγμα του 1952. Ένα «δημοψήφισμα» που μέχρι σήμερα παραμένει
νομικά και συνταγματικά άκυρο καθώς έγινε και αυτό De Facto αποδεκτό (όπως τα «δημοψηφίσματα» και τα «Συντάγματα» της δικτατορίας), από
όλο το σύστημα του Ενιαίου Κυβερνητισμού, το οποίο σιωπηρώς αποδέχθηκε και
αυτήν την θεμελιώδη ανατροπή του πολιτεύματος.
[1] https://contogeorgis.gr/g-kontogiorgis-i-eklogimi-monarchia-sto-elliniko-syntagma-kai-oi-efarmoges-tis/
[2] Markesinis, Basil S. (1973). «Reflections on the Greek
Constitution». ParliamentaryAffairs
27 (1973September): 8-27
[3] Σπ. Β. Μαρκεζίνης,
Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, τόμος τρίτος (1952-1975), σελίς 242, 1η
παράγραφος, 3η σειρά.