Ρωμανός Γιώργος: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ



αυτή τη σελίδα δημοσιεύονται, κατά σειρά ανάρτησης, τα διηγήματα: Το θαύμα, Κινέζικη ιστορία, Όλου του κόσμου το χρυσάφι, Μια μέρα στη Μύκονο, Κάτι δεν έγινε σωστά, Γιάννη, Γιάννη Μακρυγιάννη, Παράπλευρες απώλειες. Όλα, ζητήθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, εφημερίδες και Διαδίκτυο. 


***




  Το θαύμα 

Διήγημα
έλειωνε και το 1999, έφταναν τα Χριστούγεννα, κι ο πατέρας μου δεν έλεγε να έρθει, στη Σαλονίκη. Η θεία μου, αδερφή του πατέρα μου, κι εγώ νοικιάζαμε ένα σπιτάκι, δυο δωμάτια, στις Συκιές, κοντά στα κάστρα. Τα νέα από την Γιουγκοσλαβία όλο και χειρότερα. Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι μας είχαν βομβαρδίσει τον Μάρτιο, μας κατέστρεψαν. Απ’ τον πατέρα μου κανένα νέο· από καιρό. Οι μουσουλμάνοι τον κυνηγούσαν και οι χριστιανοί τον έλεγαν προδότη, επειδή είχε παντρευτεί μουσουλμάνα. Κρυβόταν από τότε που, μέρα μεσημέρι, στη μέση του δρόμου, έκοψε με φαλτσέτα το λαιμό του Ντραγκάντσε, του Βόσνιου –Αρουραίο τον λέγανε. Κι αρχίσανε οι Βόσνιοι να κυνηγάγανε τον πατέρα μου, να τον σκοτώσουν. Ο Ντραγκάντσε ήτανε αδερφός της μάνας μου και την είχε σφάξει ο ίδιος. «Μουσουλμάνα», είπε, «να κλεφτεί με έναν Σέρβο, χριστιανό…». Έτσι άρχισε η βεντέτα. Κι ο πατέρας μου πήρε τα βουνά· εκεί τον βρήκε ο πόλεμος.
Πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Η φιλόλογος, η κυρία Χριστίνα, με αγαπούσε. Την είχα δει να μιλάει, με τις ώρες, με τη θεία Μιλίνκα. Σίγουρα θα της έλεγε πόσο πολύ διάβαζα στο σπίτι, για να με παραδέχονται τα άλλα παιδιά στην τάξη· πόσο ήθελα να νιώσω πατρίδα μου τη Σαλονίκη. Να ανήκω κάπου. Εγώ, ο ξένος. Όλο «Αλέξανδρε» κι «Αλέξανδρε», με είχε η κυρία. Αλλά κι εγώ ήμουνα πρώτος, στα Μαθηματικά, τη Γεωγραφία, τη Ζωγραφική. Έκρυβα την καταγωγή μου απ’ όλα τα παιδιά, εκτός από το φίλο μου τον Σπύρο, σε κανέναν δεν έλεγα πως ήμουν Σέρβος. Έλληνας έλεγα, και πως πριν έρθω, ζούσα με τον πατέρα μου στη Γερμανία. Όταν δυσκόλεψαν, εκεί, τα πράγματα αναγκαστήκαμε να ’ρθουμε στην Ελλάδα, με τη θεία μου. Ο Σπύρος, ήτανε ο μόνος άνθρωπος που υπέφερε για μένα. Ένιωθε για το δικό μου Κόσοβο, όπως εγώ ένιωθα για τη Σαλονίκη του. Μας πλάνταζε κρυφός καημός, θέλαμε να ζούμε αλλού, κάπου μακριά από όλους και όλα.
Η μάνα του Σπύρου είχε στολίσει και φέτος χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μ’ άρεζε το δέντρο. Στο σπίτι μας δεν στολίζαμε, μόνο κάτι κλαριά έφερνε ο πατέρας μου, έτσι για το καλό. Δεν ήθελε να νιώθει άσχημα η μάνα μου, η Μουσουλμάνα. Την αγαπούσε, μου ’χε πει μια φορά, σαν το χώμα της ψυχής του, σαν τη γη του. Ποτέ δεν είχα ζήσει γιορτές, όπως εδώ, στο σπίτι του Σπύρου. Μ’ άρεζε κι όταν ξετυλίγαμε τα στολίδια του δέντρου. Μαζευόμασταν όλοι. Ο Σπύρος, ο πατέρας του, η μικρή του αδερφή, η μάνα του, η θεία Μιλίνκα κι εγώ. Χαρτιά, κουτιά, μπάλες, τούφες από πριονίδια, αγγελάκια, γιρλάντες, λαμπιόνια. Κάτω από το δέντρο, μικρά αγάλματα. Το σπήλαιο, ο Χριστός, ο Ιωσήφ, βοσκοί, μάγοι, πρόβατα, γελάδες στο παχνί. Ένα άγαλμα, το πιο ωραίο, η Παναγία, με γαλάζιο φόρεμα και κόκκινη μαντίλα.
Κάποια στιγμή που είχανε φύγει όλοι και χάζευα τα αγαλματάκια, μου πέφτει κάτω η Παναγία και σπάει το ένα της χέρι. Γύψινη σκόνη στο πάτωμα. Την ξανάβαλα στη θέση της, λίγο στο πλάι, έτσι που να μη φαίνεται το σπασμένο. Έκρυψα τα τρίμματα και το γύψινο χεράκι στην τσέπη του παντελονιού μου. Πήγα στο μπάνιο και κλειδώθηκα. Απελπισμένος. Με πιάσανε τα κλάματα. Είχα σπάσει το χέρι της Παναγίας. Κάτι σαν τότε που είχα χάσει το μπροστινό μου δόντι. Δε θυμόμουν μεγαλύτερη θλίψη για να την παρομοιάσω. Γελοίος, με μια τρύπα στο χαμόγελο. Όλα τα κακά θα πέφτανε πια επάνω μου. Μπορεί να σκότωναν τον πατέρα μου. Να μην τον έβλεπα ποτέ. Κι αν πέθαινε η θεία μου θα ήμουνα για πάντα μόνος μου· σε ξένο τόπο, με ψεύτικη καταγωγή. Στην τσέπη μου, τα τρίματα και το χεράκι της Παναγίας. Αν έβρισκα μια κόλλα και το κόλλαγα; Αλλά, σίγουρα θα ήταν πιο κοντό από τ’ άλλο. Μπορεί όμως, στα παλιατζίδικα, πάνω απ’ τα λεμονάδικα, να έβρισκα ένα ίδιο αγαλματάκι και να το αντικαθιστούσα, πριν καταλάβουν οι άλλοι.
Μα αμέσως σκέφτηκα, γιατί να βάλω το μυαλό μου στο κακό. Γιατί να μην έκανα το χέρι γούρι μου; Το εντελώς δικό μου γούρι. Να με φυλάει απ’ το κακό, να κάνει θαύματα. Ναι, αυτό θα έκανα. Θα το κρατούσα κρυφά πάντοτε μαζί μου. Θα το έλεγα «το Άγιο Χέρι». Ή, καλύτερα, το «Χέρι», για να μην καταλάβει κανένας το μυστικό μου.
Είχα συνέλθει κάπως, όταν άκουσα το Σπύρο να μου γρατζουνάει την πόρτα. Σκούπισα προσεκτικά τα μάτια μου και πήγαμε στο δωμάτιό του. Είχε έναν παλιό Άτλαντα Γεωγραφίας. Του παππού του. «Εν έτει, 1910», έγραφε απ’ έξω. Χάρτες πολύχρωμοι. Διαδρομές των μεγάλων εξερευνητών. Μαζί με τον Σπύρο, κάποτε θα κάναμε μεγάλες εξερευνήσεις. Θα βρίσκαμε την πατρίδα όλων των ανθρώπων.
Την άλλη μέρα το χιόνι έπεσε πολύ και πυκνό. Πάγωσαν τα πάντα. Τα σχολεία κλειστά. Διακοπές. Η καλύτερή μας. Με τον Σπύρο, είπαμε να πάμε μέχρι την Παραλία, να τα δούμε όλα κάτασπρα. Ελπίζαμε να βλέπαμε τη θάλασσα άσπρη, παγωμένη. Θάλασσα του χιονιού. Να περπατάγαμε επάνω της, όπως στο Βόρειο Πόλο. Έτριβα στην τσέπη μου το «Χέρι» κι ευχόμουν να κάνει το θαύμα του. Να παγώσει ο Θερμαϊκός. Να γίνει ένας πάγος σκληρός, και, περπατώντας, να πάω μέχρι εκεί, όπου δεν υπάρχει ορίζοντας, σύνορα. Γιατί, στη Σαλονίκη, τις περισσότερες μέρες, αν κοιτάξεις τη θάλασσα, δεν υπάρχει γραμμή που να τη χωρίζει από τον ουρανό. Αυτό, έλεγα, κάτι θα σημαίνει. Μάλλον από εκεί θα μπω σ’ έναν άλλο τόπο. Στον δικό μου.
Απογοητεύτηκα. Η θάλασσα ήταν ίδια, υγρή, ρευστή, μόνο πιο σκοτεινή. Τα κύματα σαν βαριές κουβέρτες, που τις κουνάει ο αέρας, αλλά επειδή έχουν βραχεί, κουνιούνται μόλις και μετά βίας. Πήραμε να περπατάμε στη χιονισμένη Παραλία. Τα πάντα λευκά. Παχύ άσπρο. Μόνο οι πατημασιές μας, δυο σειρές στίγματα πίσω μας, φανέρωναν ότι είμαστε ζωντανοί. Τριγύρω, για χιλιόμετρα, ψυχή άλλη δεν υπήρχε. Ήμουνα σίγουρος πως, μέσα στην ομίχλη, αν κάποιος μας παρατηρούσε από τον Λευκοπύργο, δεν θα μας έβλεπε. Μόνο δυο αχνές φιγούρες, σχεδόν αόρατες, φαντάσματα, που πίσω τους άφηναν τα ίχνη των ποδιών τους. Πατημασιές, λίμνες μικρές από λιωμένο χιόνι.
Κοντά στο Ντεπό, εκεί όπου σκάβανε για το μέγαρο Μουσικής, υπήρχε ένα απέραντο πλάτωμα, λίμνη από παγωμένο νερό, και χιόνι παντού. Τα παιδιά που συναντήσαμε λέγανε πως είχε τρία μέτρα βάθος. Δεξιά κι αριστερά, τα μηχανήματα εκσκαφής κοκαλωμένα. Κόκκινοι δράκοι, με στόμα μισάνοιχτο. Ως και οι φλόγες που πέταγαν εκείνα τα στόματα είχαν παγώσει από το κρύο. Μερικά παιδιά κάνανε γλίστρες, πάνω στα κρύσταλλα του νερού. Ένας με ποδήλατο προσπάθησε να κάνει μια φιγούρα, κάτι σαν σούζα πάνω στον πάγο, τινάχτηκε στον αέρα, —εγώ έτριψα δυνατά το «Χέρι», μες στην τσέπη μου, για να κοκαλώσουν, παιδί και ποδήλατο, εκεί, στον αέρα—, πετάχτηκε όμως από τη σέλα, τα πόδια πίσω, σαν να μην ανήκαν στο σώμα του, το τιμόνι μπροστά, λες και το ποδήλατο ήθελε να συνεχίσει στον ουρανό, στα σύννεφα, αλλά ο αναβάτης του δεν είχε φτερά· έπεσαν και οι δυο μαζί, με γδούπο. Το γυαλί του πάγου κομμάτια. Στις γύρω όχθες κρατήρες από στρώματα χιονιού, μαραμένα φύλλα, λάσπη που κριτσάνιζε, κάτω από τα παπούτσια μας. Αυτό το χιόνι ήταν όλο γυάλινες βελόνες. Δεν ήταν να το φας, να ξεδιψάσεις. Οι βελόνες θα έσκιζαν τα ούλα σου, θα σου καρφώνονταν στο λαρύγγι. Θα πέθαινες από ασφυξία και αίμα.
«Ξέρεις πόσοι έχουν πνιγεί, σ’ αυτή την Παραλία, όποτε παγώνει;», είπε ένα άγνωστό μου παιδί. Αμέσως φαντάστηκα τα πρόσωπα των πνιγμένων να αιωρούνται στο βυθό, όπως τα φύκια. Αιωρούνταν με σώματα χωρίς κόκαλα. Τα μεγάλα φύκια και τα άλλα θαλάσσια φυτά πάντοτε μου έμοιαζαν σαν να θέλανε διαρκώς να ανεβούνε στην επιφάνεια, και κάτι να τα κρατούσε στον βυθό· σε διαρκή πνιγμό.
Κάποιος έφερε μια μπάλα. Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες και παίζαμε εκεί που είχε λιώσει το χιόνι. Ο Σπύρος, που ήξερε ότι ήμουν γυμνασμένος, λάστιχο, με έβαλε μπροστά. Ήξερε πως και μόνο να έκανα ανάποδο ψαλίδι, οι άλλοι θα κώλωναν. Έτσι και έγινε. Κερδίζαμε. Στο δεύτερο γκολ, πλακωθήκαμε Ένας ψηλός, που έμοιαζε αρχηγός των άλλων, με μακρύ λαιμό γαλοπούλας και καρύδι κόκκινο, ήθελε καβγά. Το πρόσωπό του είχε μαραγκιάσει από το κρύο και τα μάγουλά του ήταν όλο δίπλες, σαν το μέσα του κάστανου. Ούρλιαζε πως ήμουν μπάσταρδος, κι ότι δεν ήταν κανονικό το γκολ που είχα βάλει. Δεν μ’ άρεσε που με είπε μπάσταρδο. Έκανα πίσω και κρυφά έτριψα το «Χέρι» στην τσέπη μου, να σταματήσει ο τσακωμός. Εκείνος, όμως μου όρμηξε με τις γροθιές του. Τις απέφυγα. Σβούριξαν αέρα, μια αριστερά και μια δεξιά από το πρόσωπό μου. Χρειάστηκε να του ρίξω μια αστραπιαία κουτουλιά στη μύτη. Έπεσε ξερός. Το πρόσωπό του γέμισε παγωμένα σάλια, αίμα. Καθώς έτρεχε να φύγει, κλαψουρίζοντας άφηνε κόκκινα στίγματα στο χιόνι. Κουμπιά στη σειρά, μου έμοιαζαν, σε άσπρο πουκάμισο.
Είχα τόσο καλή διάθεση πριν λίγη ώρα και τώρα όλα είχαν χαλάσει. Έβλεπα και το Σπύρο άκεφο. Πήραμε να απομακρυνόμαστε. Τότε, ακούσαμε σκυλιά να γαβγίζουν. Σκαρφάλωσα στην καμπίνα μιας μπουλντόζας και είδα να επιστρέφει εκείνος που είχα χτυπήσει με μεγάλη παρέα. Μπροστά δύο μεγάλοι κρατούσαν απ’ τα λουριά δυο άγρια σκυλιά. Μας έψαχναν. Ήτανε δέκα. Τα πρόσωπά τους κατακόκκινα. Παραμορφωμένα. Τα σκυλιά αφρίζανε. Τα δόντια τους μπορούσαν να κόψουν τα κεφάλια μας στα δύο. «Τρέχα», είπα σφυριχτά στο Σπύρο, και φύγαμε σκυφτά, βολίδα, φροντίζοντας η μπουλντόζα να μας εξαφανίζει απ’ το οπτικό τους πεδίο. Τρέξαμε ώρα πολλή, χωρίς να κοιτάμε πίσω. Φτάσαμε στη γειτονιά μας ξεπνοημένοι. Δεν το πίστευα ότι είχαμε γλιτώσει.
Μπήκαμε από την πόρτα της κουζίνας μας. Είδα σκυμμένη τη θεία Μιλίνκα να κλαίει με λυγμούς, με αναφιλητά χαράς. Δεν μπορούσε να μου μιλήσει. Μόνο μου έδωσε την κάρτα να διαβάσω. Ο πατέρας· μου έγραφε πως ζούσε. Θα ’ρχόταν σε λίγες μέρες.
Πλάνταξα από χαρά, αλλά ένιωσα μπερδεμένος. Δεν μπορεί ‘‘κάτι’’ είχε γίνει, ‘‘κάτι’’…, ‘‘κάπως’’… Όταν είχα τρίψει στην τσέπη μου το «Χέρι», για να παγώσει ο Θερμαϊκός, ή να μείνει ακίνητο στον αέρα το παιδί με το ποδήλατο, ή να σταματήσει ο καβγάς στην Παραλία, ‘‘Κάτι’’ έγινε, ‘‘κάτι’’.
Ακόμη κι αν δεν γίνονται θαύματα, σκέφτηκα, για τόσο φτηνά πράγματα, μπορεί να γίνει ένα θαύμα σε όποιο μέρος θέλει το ίδιο το θαύμα.


***


Κινέζικη ιστορία  
Διήγημα

α δώρα του γάμου ήρθαν σε δυο εβένινα κιβώτια· τυλιγμένα με λεπτές χρυσοπλεγμένες ψάθες. Ίνα με την ίνα ξεχώριζε το ταπεινό λεπτό καλάμι από την αστραφτερή χρυσή κλωστή. 
Ο μεγάλος άρχοντας της ιερής πόλης Τσαγκ, πάντρευε την κόρη του.
Οι υπηρέτες που θα έκαναν την επίδειξη ήταν δύο, ο γηραιότερος και ο νεότερος του παλατιού —ένα παλικαράκι δεκαοχτώ χρονών που τα απλά του ρούχα γίνονταν ακόμα πιο ασήμαντα δίπλα στην πολυτέλεια των δώρων που άνοιγε τελετουργικά. Μόνο τα χέρια και το φιλντισένιο πρόσωπό του έμοιαζαν να φέγγουν περισσότερο από κάθε τι.
Τα μάτια της νύφης, της δεκαπεντάχρονης Χεναόρ μεγάλωσαν, μόνο και μόνο για να τα χωρέσουν όλα εκείνα τα δώρα. Τα δώρα και τίποτε άλλο! Τα ρουθούνια της πλάτυναν να ρουφήξουν δια μιας όλες τις οσμές που ξεπηδούσαν από κάθε περιτύλιγμα. Σάνταλο και κανέλα. Νάρδος και ρετσίνι. Αλόη και καρυόφυλλο. Μπαχαρικά σε μπάλες, όσο η μικρή της χούφτα, τυλιγμένα σε διάφανο ύφασμα, βαλμένα με τάξη ξεχωριστά μέσα σε κάθε δώρο. Μαζί με τις μυρωδιές ξεχύθηκε και η φαντασία της σε εικόνες πόθου.
Ήξερε. Ήξερε να διαβάζει τα σύμβολα. Μέσα από το κάθε πράγμα θα μάντευε τον μεγάλο έρωτα που θα ζούσε από δω και πέρα. Την άφατη ηδονή που στη χώρα της ερχόταν μέσα από μια λεπτεπίλεπτη και πολύσημη τελετουργία.
Πρώτο αντικείμενο, που σηκώθηκε τελετουργικά ψηλά, ήταν ένας λωτός από φίλντισι με ανοιγμένα, αιδοίο, τα πέταλά του. Εκείνη το δέχθηκε σαν ξεκάθαρο μήνυμα, σημάδι του ρόλου της. Γέλασε σφίγγοντας τα χείλια και βάλθηκε να ερμηνέψει σωστά το νόημα και του κάθε άλλου δώρου.
Ακολούθησε μια σπάνια βεντάλια από φτερά στρουθοκαμήλου, δεμένα με λεπτά φύλλα ιτιάς. Ένα μικρό χαλί από δέρμα κόκκινης αλεπούς. Η Χεναόρ σκέφτηκε πως ίσα που θα χώραγαν τα μικρά της πόδια, όταν θα κατέβαιναν ιδρωμένα απ’ το κρεβάτι.
Οι υπηρέτες παρουσίαζαν συνεχώς:
Έναν μεγάλο φιλντισένιο δίσκο, με τα πέντε χρώματα της απόλυτης συζυγικής αρμονίας. Στη μέση είχε το σύμβολο λουανφέγκ, του φασιανού και του φοίνικα που εκφράζανε την τέλεια σαρκική ένωση.
Μια πολύτιμη κασετίνα, που το ξύλο της ήταν βαθιά ποτισμένο με άρωμα λωτού, για να φυλάει τα χτένια της κάθε φορά που θα έλυνε τα μαλλιά της, για να ξαπλώσει δίπλα σ’ εκείνον που η τύχη τής είχε στείλει.
Δυο κούπες από νεφρίτη λίθο, τόσο διάφανες, όσο το φέγγισμα στις άκρες των δακτύλων της, την ώρα που θα άγγιζε τον άντρα της, δυνατό και στητό όσο το χοντρό καλάμι του μπαμπού.
Ένα μεταξωτό μαντίλι ηδονής, που θα δενόταν γύρω στην ολόγυμνη μέση της, την κατάλληλη στιγμή.
Ένα κηροπήγιο στο σχήμα ηφαίστειου, για αρωματικό κερί.
Τέσσερα παραπετάσματα κρεβατιού από λαζούρι και μαύρη μίκα.
Μια ασημένια λεκάνη ηδονής, διακοσμημένη με ολόχρυσα τα φτερά της Αλκυόνας, προορισμένη για να κάθεται επάνω της, ερεθιζόμενη συνεχώς η πρώτη και επίσημη παλλακίδα τους, τις ατέλειωτες ώρες που ο άντρας της θα μπαινόβγαινε αδιάκοπα στον «μυρωμένο κήπο» της Χεναόρ.
Ένα μικρό σκληρό μαξιλάρι, που για φούντες είχε στρογγυλές κεχριμπαρένιες χάντρες. Μ’ αυτό κάτω απ’ τη μέση της, θα πρόβαλλε ορθάνοιχτη «η καρδιά του λουλουδιού της» κάτω από τα «ιδρωμένα χόρτα της αυλής της».
Οι υπηρέτες συνέχιζαν να παρουσιάζουν όλο και πιο γρήγορα τα δώρα. Εκείνη, μέσα από αυτά, προσπαθούσε να φανταστεί τον άντρα της, που για πρώτη φορά θα έβλεπε αμέσως μετά.
Συνέχισε να κοιτάζει με τα μάτια υγρά, όχι μόνο από θαυμασμό αλλά από κύματα διέγερσης.
Στα χέρια των υπηρετών εναλλάσσονταν το ένα μετά το άλλο: Ένα ζευγάρι γιγάντια κοχύλια μυροδοχεία λουτρού, με πλατινένια πώματα, σαν αιδοία φαλλοφόρα. Ένα μικρό άγαλμα της θεάς Κι, από ξύλο μανδραγόρα, που τα ελάχιστα ξύσματά του αρκούσαν να εξουδετερώσουν και το φριχτό δηλητήριο από το κέρατο μαύρου τράγου, αν κάποιος επιβουλευόταν την ευτυχία τους. Τον από πάλλευκο ελεφαντόδοντο φαλλό του θεού Παν Κου, του Πανός των Ελλήνων, προορισμένο να συμπληρώνει τη συζυγική της αρμονία, αθέατο όμως απ’ όλους σε σχήμα και μέγεθος, αφού ήταν τυλιγμένος σε πάπυρο με ιδεογράμματα όπου τα στροβιλιζόμενα σύννεφα και η δυνατή βροχή κατέγραφαν τα σύμβολα της ένωσης του αντρόγυνου.
Για λίγο οι υπηρέτες σταμάτησαν προκειμένου να σηκώσουν και οι δύο ένα μεγάλο χρυσοΰφαντο ύφασμα, με κουμπιά από κέρατο ρινόκερου, προορισμένο να τους τυλίγει σαν αντίσκηνο όταν θα ήθελαν να σμίξουν ερωτικά και γύρω τους υπήρχαν ανέραστα μάτια.
Αργά τελετουργικά συνέχισαν με μικρά αλλά πολύτιμα δώρα: Εικοσιοκτώ, όσες οι μέρες της σελήνης, δαχτυλίδια. Εφτά, όσες οι μέρες της εβδομάδος, φορέματα, διακοσμημένα με κεντητά άνθη βερικοκιάς και άλλα επίχρυσα λουλούδια. Ένας μανδύας σε σχήμα χελιδονιού, σύμβολο του αιωνίου δρόμου Ταό. Μια κάπα με κεντημένους γερανούς, σύμβολο μακροζωίας. Ένα φρεσκοκομμένο κλαρί βερικοκιάς, σύμβολο κάθε πασίγνωστης όμορφης κοπέλας και τέλος το μαργαριτάρι της αιώνιας λάμψης, που όποια το φόραγε κέρδιζε τη λάμψη του για πάντα.
Η μικρή Χεναόρ ένιωθε τρελαμένη. Είχε διεγερθεί τόσο με τις εικόνες που γέμισαν το μυαλό της, που θα ήθελε να χρησιμοποιούσε αμέσως το μεταξωτό μαντίλι και την ασημένια λεκάνη. Είδε όμως τα ανέκφραστα πρόσωπα των δικών της που απαριθμούσαν θαυμάζοντας βουβοί τα δώρα και έμεινε ακίνητη, αμίλητη, όπως ήταν και το τυπικό. Με κόπο συγκρατούσε τον πυρετό των ματιών της που ανέβαινε από χαμηλά.
Την ίδια στιγμή ανήγγειλαν τον γαμπρό. Ήρθε. Μαύρο χιόνι λιωμένο από τις ροδιές των κάρων. Τον βαστούσαν δύο υπηρέτες. Η Χεναόρ πέρασε γρήγορα τη ματιά της από την άσπρη χιλιορυτιδωμένη μάσκα του προσώπου του, σ’ αυτά που ήθελε να βλέπει. Ψηλά στο κεφάλι του, στο υπέροχο καπέλο των μορφωμένων Ταγκ. Στον ολοκόκκινο χρυσοκεντημένο μανδύα της τάξης του, στα πολύτιμα καλύμματα των χεριών του με τα μυτερά μαλαματένια νύχια .
«Πρέπει να είναι απ’ τους πιο πλούσιους της χώρας», σκέφτηκε, «μ’ αυτόν μια γυναίκα θα έχει, όλα όσα χορταίνουν όλες τις γυναίκες του κόσμου μαζί».
Όταν προχώρησε η νύχτα, οι ξένοι έφυγαν. Φανάρια και κεριά έσβησαν. Τα λαζουρένια παραπετάσματα του κρεβατιού έπεσαν. Ξάπλωσαν κι εκείνος έμενε ακίνητος. Αργά αργά η Χεναόρ κύλησε κοντά του. Άπλωσε το χέρι της στο κάτω μέρος της κοιλιάς του. Έπιασε κάτι που είχε το μήκος του κάστανου. Μες στο σκοτάδι για πρώτη φορά, άκουσε καθαρά την ανάσα του. Σφυριχτή. Ένιωσε δίπλα της ένα σχεδόν ψόφιο φίδι, που ετοιμαζόταν να αφήσει την τελευταία του πνοή. Ακίνητος ο γέρος άντρας της, στο τέλος του δρόμου της ζωής. Καλάμι, άχυρο ξεραμένο.
Κι η νύχτα πέρασε έτσι. Κι η επόμενη. Οι ερεθιστικές εικόνες που είχαν ξεπηδήσει από τα μπαούλα μαζί με τα δώρα, είχαν χαθεί για πάντα. Η Χεναόρ δεν καταλάβαινε πιο μήνυμα δώρου είχε διαβάσει λάθος. Πιο κρυμμένο νόημα δεν είχε εννοήσει.
Το μυαλό της, άδειο δωμάτιο πια, πλημμύρισε από μια ψυχή Ε γκι. Ένα περιπλανώμενο φάντασμα, δαιμόνιο της βουδιστικής κόλασης, καταδικασμένο σε αιώνια δίψα. Το δικό της Ε γκι είχε πανέμορφο κορμί. Ωραία χαρακτηριστικά προσώπου. Το στόμα του, όμως, ήταν μικρό. Χίλιες φορές πιο μικρό από την τρύπα της βελόνας. Και γύρω του έτρεχαν ρυάκια, ποτάμια, θάλασσες, γάργαρο γλυκό νερό.
Και ξαφνικά θυμήθηκε. Το πρώτο πράγμα που είχαν δει τα μάτια της, δεν ήταν ο λωτός από φίλντισι με ανοιγμένα, αιδοίο, τα πέταλά του. Ήταν οι ψάθες που τύλιγαν τα μπαούλα των δώρων. Η χρυσοκλωστή ήταν· τής είχε κάνει εντύπωση.
Η χρυσοκλωστή! Που όσο κι αν έστριβε κι αγκάλιαζε σφιχτά το ξεραμένο καλάμι, εκείνο ξερό και πεθαμένο έμενε.

***


Γιώργος Ρωμανός: Μ. Αλέξανδρος, σπουδή για ένα επιθαλάμιο πορτραίτο,
130εκ.Χ 90εκ.
Ζωγραφική με ακρυλικά και κολλάζ. Μικτή τεχνική:σε μουσαμά. Ξυλοκατασκευή, 
και μικρό γλυπτό από γύψο και ακρυλικά, 1987.
Το έργο ανήκει στη σειρά: Παλίμψηστα,  Έρωτες - Νίκες - Άγγελοι.
____________________________________________________


Όλου του κόσμου το χρυσάφι
Διήγημα

α τείχη της Βαβυλώνας ήταν αφύλαχτα· παραδομένα. Οι κρεμαστές γέφυρες κατεβασμένες. Οι εκατό πύλες ορθάνοιχτες. Τις είχε ξεκλειδώσει η φήμη του Αλέξανδρου, η συνεχής φυγή του Δαρείου. Ο Αλέξανδρος, όμως οδηγούσε τους άνδρες του σε τάξη μάχης. Ο ίδιος όπως πάντα στην εμπροσθοφυλακή. Πατούσαν τη Βασιλική οδό προς νότο. Βαβυλώνα, Σούσα, Περσέπολη.
Ο σατράπης της Βαβυλώνας, ο Μαζαίος, είχε τρέξει να τον προϋπαντήσει. Του προσέφερε τα κλειδιά της πόλης, τα χρυσά στεφάνια του νικητή και ομήρους τον εαυτό του και τα παιδιά του. Αργά πέρασαν τις πύλες. Το πάχος των τειχών ήταν όσο ογδόντα άνδρες ο ένας δίπλα στον άλλον. Το ύψος τους, ίσο με το ύψος ενενήντα ανδρών. Μες από τα τείχη, απίστευτες εκτάσεις με καλλιέργειες σιτηρών, λαχανικών. Πόλη που άντεχε σε κάθε πολιορκία, άπαρτη.
Στην υποδοχή μαζί με όλο το λαό, ακόμα και οι ιερείς του θεού Βήλου –Βαάλ. Ο θησαυροφύλακας είχε βάλει να στρώσουν το δρόμο με πυκνό στρώμα λουλουδιών. Δεξιά κι αριστερά καίγανε αρώματα σε τρίποδες. Ευγενικά του ζήτησαν ν’ αφήσει τον Βουκεφάλα. Ν’ ανέβει στο επίσημο άρμα, που ήταν ντυμένο με πλάκες χρυσού ως κάτω στους τροχούς. Τα άλογα λύγιζαν απ’ το βάρος των χρυσοκεντημένων χάμουρων. Λίγο πριν προχωρήσει προς το ιερό –το άβατο που κανένας θνητός δεν είχε ζήσει ώστε να περιγράψει το εσωτερικό του– του ζήτησαν να δεχθεί τα συμβολικά δώρα της δύναμης του «Κυρίαρχου του κόσμου.» Σπάνια ζευγάρια άλογα πέρασαν μπροστά του. Άμαξες που κουβαλούσαν λιοντάρια και λεοπαρδάλεις σε κλουβιά. Ελέφαντες. Μάγοι ζωσμένοι με φίδια τεράστια, ερπετά φολιδωτά που ακινητούσαν υπνωτισμένα. Κάθε παράξενο ζώο από τα πέρατα της γης. Δίπλα του έψαλλαν συνεχώς στρατιές υμνωδών. Το ιππικό των νικημένων παρήλασε ζητωκραυγάζοντας γι’ αυτόν.
Στο τέλος όλα σταμάτησαν. Απόλυτη ησυχία στην αχανή πλατεία. Ο Αρχιερέας είχε σηκώσει τα χέρια. Μπροστά του υψωνόταν ο πύργος της Βαβέλ. Οι πύλες του ιερού του Βήλου άνοιξαν. Με το που μπήκε ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να διακρίνει απέναντι άλλους τοίχους, ο χώρος ήταν αχανής. Βρισκόταν στην κοιλιά του χάους. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και είδε αμέτρητες κυκλικές κλίμακες να ανεβαίνουν, να χάνονται σε ροδαλή ομίχλη. Παντού γύρω παράθυρα, σχήματα φωτός κρεμασμένα στο έρεβος. Μια συμφωνία αχτίδων. Στο θόλο ανείδωτη η οροφή, γεμάτη σύννεφα που κυλούσαν μέσα στο κτίσμα, σπρωγμένα από μυστήρια δύναμη. Βρισκόταν στο βάθος του κόσμου και ταυτόχρονα απ’ έξω. Ένιωθε όπως στο εσωτερικό ενός γιγάντιου κοχυλιού. Όσο ανέβαινε, τόσο το φοβερό Πνεύμα τραβιόταν προς τα πάνω. Πίσω του σε δύο ατελείωτες σειρές, οι ιερείς. Μυριόστομο μάντρα1 δονούσε τον αέρα. Συντόνιζε ο ήχος θεμέλια, τοίχους, κλίμακες. Παλλόταν ο ναός.
Έτσι ανεβαίνοντας κοινώνησε όλων των γνωστών και αγνώστων μυστηρίων του κόσμου, σε μια μέρα μόνο. Άγγιξε και διάβασε τη Ζεντ–Αβέστα2. Είδε σε πάπυρο την πρώτη, ανατολική πορεία του Ντέβα–Ναχούσα3, εφτά χιλιάδες χρόνια πριν. Μυήθηκε στον Κόρδακα, τον ιερό πολεμικό χορό του Διονύσου, που μ’ αυτόν κατακτήθηκε απ’ τον θεό για πρώτη φορά η Ινδική. Εκεί ήταν και η περγαμηνή με τον λόγο του Ερμή, τον νόμο του μεγάλου Μανού. Το μυστικό της φωτιάς του Προμηθέα .Η γέννηση του μεγάλου Άεσκ-χέυλ-χόπα, που στην πατρίδα ακουγόταν Ασκληπιός. Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή του ναού, αλλά όσο πλησίαζαν, τόσο εκείνη απομακρυνόταν. Σ’ ένα πλάτωμα στάθηκαν. Στο βωμό η ιερή φωτιά του Ντέβα–Ναχούσα έκαιγε. Τριγύρω όλα τα θεϊκά σύμβολα της δύναμης. Ξεχώριζαν τα κέρατα του ιερού Κριού. Μέσα σε ειδική κρυστάλλινη χοάνη, έλιωνε χρυσάφι που χανόταν, εξατμιζόταν στον πάτο της.
«Έτσι να σκορπίζεις», του είπαν «ό,τι θεωρούν πολυτιμότερο οι άνθρωποι, αν μ’ αυτό μπορείς να τους κάνεις ευτυχισμένους.»
Την ώρα που μόνο ο Αλέξανδρος άγγιξε τα χέρια του φοβερού Πνεύματος, όλοι πέσανε κάτω με το πρόσωπο προς τη γη. Όταν βγήκε ξανά στο φως του ήλιου, ήταν πια «Κύριος των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα. Γιος θεού, θεός». Την ίδια μέρα του παραδόθηκε και το θησαυροφυλάκιο της πόλης. Εκείνος το ανέθεσε στον Άρπαλο, για τον εαυτό του δεν κράτησε τίποτε.
Σύντομα ο Δαρείος παρέδωσε και τα Σούσα. Τα επισμαλτωμένα κεραμικά πλακάκια του παλατιού έλαμπαν στον ήλιο. Από μακριά μες στην αντηλιά τα μπλε χρώματα σκοτείνιαζαν και τα κίτρινα έκαναν το παλάτι να φαντάζει χρυσό. Μόνο στο θησαυροφυλάκιο αυτής της πόλης, ο Αλέξανδρος βρήκε περισσότερα από σαράντα χιλιάδες τάλαντα ασημένια και εννιά χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς4. Σύμφωνα με τις εντολές του, τα συνεργεία του Άρπαλου δούλευαν μέρα νύχτα. Έλιωναν χρυσό κι ασήμι και κόβανε νομίσματα, που από την μπρος μεριά είχαν την μορφή του Ολυμπίου Διός και από την πίσω τα σύμβολα του λέοντος και τη βασιλική κυρβάσια, το μυτερό σκούφο με την κορδέλα.
Μοίρασε χρήματα σε όλους ο Αλέξανδρος. Όσοι ήταν να φύγουν με άδεια για την πατρίδα, ανέβαλαν το ταξίδι για να τα πάρουν από τα χέρια του. Χιλιάδες οικογένειες χωρίς άντρες, περνούσαν δύσκολα στη Μακεδονία, τους περίμεναν.
Κάποιος του είπε: «Είναι πολλά αυτά που μου δίνεις, πολύ περισσότερα απ’ όσα φανταζόμουν.»
«Μπορεί να είναι πολλά για σένα που τα περίμενες, αλλά όχι για μένα που σου τα δίνω», απάντησε ο Αλέξανδρος, που απ’ το ξεκίνημα στην Πέλλα είχε μείνει ακτήμονας και χωρίς περιουσία. Την είχε μοιράσει στο στρατό, στους συντρόφους του.
Για ένα μήνα στη Βαβυλώνα μοίραζε χρήματα. Το ίδιο και στα Σούσα, ώσπου χάλασαν, έλιωσαν5 οι μήτρες των νομισμάτων από τη χρήση.
Σατράπες, λαός και ιερατείο είχαν αφήσει στα χέρια του όλου του κόσμου το χρυσάφι, αφού από παντού το ‘χε μαζέψει ο Δαρείος. Κι αυτός το μοίραζε. Είχαν μεθύσει από δύναμη στρατηγοί, εταίροι, στρατιώτες. Περισσότερο ο Αλέξανδρος που σ’ όλα είχε μυηθεί, όλα τα γνώριζε, όλα τα μπορούσε. Δεν υπήρχε πρόβλημα που να μη λυνόταν με το χρυσάφι… Κι όπως απλόχερα τους το μοίραζε, όλοι γίνονταν ευτυχισμένοι.
Βαδίζοντας προς την Περσέπολη, ο στρατός του Δαρείου κατέρρεε. Χιλιάδες Έλληνες σκλάβοι των Περσών ξέφυγαν. Έτρεξαν συγκινημένοι να συναντήσουν τον Αλέξανδρο. Ντυμένοι με κουρέλια, εξαθλιωμένοι. Πολλοί ηλικιωμένοι, σκλάβοι παλιότερων εποχών και μαζί οι νεότεροι παντρεμένοι με ντόπιες.
Όταν τους αντίκρισε ένοιωσε φρίκη. Σαν να ‘χε ανοίξει ο Άδης. Μακάβρια η αντιπροσωπεία τους. Οι περισσότεροι με δεκανίκια, πολλούς τους κουβαλούσαν στην πλάτη. Όμως, όλοι ακρωτηριασμένοι. Σε κάποιους έλειπαν χέρια, σε άλλους πόδια, αυτιά, μύτες. Ήταν άντρες που είχαν δεχτεί να μάθουν τέχνες, για να σώσουν τη ζωή τους. Τα είχαν καταφέρει καλά, μα όταν τελείωναν την εκπαίδευση, τους έκοβαν τα άκρα, τους άφηναν μόνο εκείνα από τα οποία εξαρτιόταν η δουλειά τους. Αν χρειάζονταν χέρια και πόδια, τους έκοβαν σύρριζα αυτιά και μύτη, για να τους μαρκάρουν. Όλοι φριχτά σημαδεμένοι στο κούτελο με πυρωμένο σίδερο.
Είπε ο Αλέξανδρος να του ζητήσουν ότι θέλανε, υπήρχε τόσο χρυσάφι που μπορούσε να τους δώσει τα πάντα και πάνω απ’ όλα να γυρίσουν ασφαλείς στην πατρίδα, στους αγαπημένους οι οποίοι τους θεωρούσαν νεκρούς .
Ένας παραμορφωμένος νέος άντρας του μίλησε, απλώνοντας τα χέρια του προς το μέρος του: «Η πατρίδα μας έστειλε στον πόλεμο με την αρετή και την ομορφιά μας. Την αρετή την έχουμε, την ομορφιά μας όμως τίποτε και κανείς δεν μπορεί να μας την ξαναδώσει. Κανείς! Κι έτσι όπως είμαστε…, πώς να γυρίσουμε πίσω; Εσύ όμως, που όλα τα άλλα εξουσιάζεις, δώσε μας γη, εδώ που βρισκόμαστε. Δώσε μας μια καινούρια πατρίδα που να θεωρεί όμορφο αυτό που είμαστε τώρα.»
Βουβός, ο Αλέξανδρος, έσκυψε και του άγγιξε τα αργασμένα χέρια. Κατάλαβε... «Δώστε τους αυτό που ζητούν», είπε στον Άρπαλο, και μπαίνοντας μόνος στη σκηνή του έκλαψε πικρά.
_________________
1. Ιερό τραγούδι –ήχος
2. Η ιερή Βίβλος των Περσών
3. Ο Διόνυσος στα Σανσκριτικά
4. Περισσότερο από ένα εκατομμύριο κιλά ασήμι και διακόσιες χιλιάδες κιλά χρυσάφι, ενώ ο θησαυρός που βρήκαν αργότερα στην Περσέπολη ήταν τριπλάσιος.
5. Τέτοιες μήτρες εκτίθενται σε μουσεία. 

__________________________________________________________
Το διήγημα
 Όλου του κόσμου το χρυσάφι.  
στις Αναγνώσεις, 12 Αυγούστου 2012, Η Αυγή
_________________________________________

***


Μια μέρα στη Μύκονο
Διήγημα

χουν περάσει χρόνια. Θυμάμαι όμως με ακρίβεια τα πάντα από μία συγκεκριμένη ξενάγηση στη Μύκονο. Ήμουν έμπειρος ξεναγός. Τα μάτια μου είχαν δει πολλά ώσπου απέκτησαν δικές τους μνήμες. Μνήμες, αλλεπάλληλα στρώματα επάνω στον κερατοειδή. Έτσι σιγά σιγά αλλοιώθηκε… η όρασή μου καίτοι παραμένει οξεία. Λόγω της τροπής των γεγονότων, αναγκάστηκα να φυλάξω εισιτήρια, έγγραφα κρατήσεων σε ξενοδοχεία, και πάμπολλες φωτοτυπίες. «Πειστήρια» τα χαρακτήρισε τότε η τοπική αστυνομία. Πράγματα δηλαδή που θα βοηθούσαν κάθε είδους μνήμη· ακόμα και υποκριτική. Σαν την δική μου.
Για μένα ξενάγηση σήμαινε μια σειρά από ρόλους ενώπιον του κοινού. Κι αυτό δυστυχώς σπάνια είχα την ευκαιρία να το κάνω. Συνήθως έλεγα, μιλούσα ακατάσχετα γιατί αυτό μου επέβαλαν οι συνθήκες. Όμως ήξερα την αξία του να υποδύομαι· να δείχνω μέσα από έναν ρόλο. Κι ο ρόλος μου, στη Μύκονο, με έχει σημαδέψει. Έκτοτε οι τύψεις και ένας διαρκής υπόγειος φόβος με έκαναν να μην ελπίζω πια σε μια καλύτερη τύχη, ζωή. Γιατί τι είναι η ελπίδα όταν παλιώνει; Όπως έλεγε ο Φράνσις Μπέικον: «η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή είναι ένα καλό πρόγευμα αλλά ένα πολύ κακό δείπνο».
Κάθε μέρα ξυπνούσα, από συνήθεια καθήκοντος, στις 06.00 ακριβώς. Σ’ όλη μου την ζωή κάτι περίμενα. Κάτι. Το ίδιο έκανα κι εκείνες τις, βαθιά χαραγμένες στην μνήμη μου, μέρες. Βρισκόμουν σ’ ένα στούντιο στο υπερπολυτελές συγκρότημα Αμαδριάδες, στα νοτιοδυτικά του νησιού. Απέναντι από τη Δήλο. Ως επιλεγμένος ξεναγός προσωπικοτήτων είχα ανάλογες ανέσεις. Εκείνη τη φορά μου είχαν αναθέσει το θρυλούμενο ως προεδρικό ζεύγος της διαβόητης λέσχης Μπιρντερλέϊκ. Μιας λέσχης που ως γνωστόν, μεταξύ άλλων, ρύθμιζε τις τιμές του πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, και χρησιμοποιούσε κάθε πολιτικό και πολεμικό μέσο για τους σκοπούς της.
Θα πληρωνόμουν τα διπλά, συν την αμοιβή «ειδικών συνθηκών». Το ζεύγος ήταν από πολλούς επιλεγμένος στόχος. Οι εφημερίδες έγραφαν για διαρκή πόλεμο εταιριών, κρατών, και διεθνούς μαφίας. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα πως για λίγο είχα βρεθεί στην αχανή έρημο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Γύρω μου ακρίδες και σκορπιοί αλληλοκατασπαράζονταν.
Το πρόγραμμα καθημερινά ξεκινούσε μετά τις 12.00, αφού η κυρία ξυπνούσε αργά. Στην πραγματικότητα δεν είχα να νοιαστώ για πολλά πράγματα. Όλα ελέγχονταν και εκτελούνταν από αλλεπάλληλες υπηρεσίες ασφαλείας, προμηθειών, επιμελητείας. Ελεγχόμενα και τα μέσα κίνησης, επίγεια, ιπτάμενα, υποβρύχια, αφού στο πρόγραμμα περιλαμβάνονταν και υποθαλάσσιες δραστηριότητες. Ένα πολύβουο σμάρι από ανθρώπους πετάριζαν σαν σκνίπες, γύρω από τους δύο επίσημους. Μου φαινόταν αστείο ότι το ζευγάρι βαυκαλιζόταν με την έννοια του ιδιωτικού χαρακτήρα της επίσκεψής τους στο νησί. Ντυνόντουσαν με επιμελώς ατημέλητα ρούχα, φορούσαν καπέλα, μεγάλα γυαλιά. Δεν καταλάβαινα πώς με τόση φρουρά γύρω τους ήθελαν να περάσουν και απαρατήρητοι.
Εγώ όμως ζούσα το δικό μου όνειρο. Επιτέλους είχα επιλέγει για τις ιδιαίτερες ικανότητές μου. Για το ότι μπορούσα να δραματοποιήσω μια ξενάγηση σαν αληθινός ηθοποιός. Για τη μοναδική ικανότητά μου στην αναπαράσταση, στην εμψύχωση, στην αισθητοποίηση των πραγμάτων όπως έλεγε ο Καβάφης. Ήμουνα ικανός να επινοήσω γεγονότα σε σχέση με τόπους ακόμα και αρχαιολογικούς. Έπειθα γιατί φρόντιζα να είμαι πολύ κοντά στην αλήθεια· όχι βέβαια ακριβώς επάνω· απλώς πολύ κοντά.
Ο πρόεδρος Μπιρντερλέϊκ, ας τον ονομάσω έτσι, ήταν ένας στυφός 75άρης, ασπριδερός, με άφυλη τσιτωμένη μούρη, κι εκείνη το πολύ 30 χρονών· η ενσάρκωση της Μόνικα Μπελούτσι, πολλά χρόνια πριν. Έδειχνε αφάνταστα συγκρατημένη, με λεπτά αισθήματα. Τον κοίταζε στα μάτια. Περίμενε ένα νεύμα του για να μιλήσει. Απόλυτα αθώα. Υποταγμένη.
Όποτε τύχαινε να βρίσκομαι στην καμπάνα τους, με κόπο συγκρατούσα το βλέμμα μου, ώστε να μην δείχνω ότι περιεργάζομαι το απίστευτα όμορφο πρόσωπό της. Ενώ, ήταν αληθινή δοκιμασία κάθε φορά που βαριεστημένη γύριζε την πλάτη της και βημάτιζε λικνιστικά. Το να την βλέπει κανείς από πίσω ήθελε μεγάλη ψυχραιμία.

*

Τότε, κάθε φιλόδοξος παραθεριστής της Μυκόνου, απέπλεε από τον Πειραιά με Καταμαράν. Παράλληλο οι πλούσιοι κατέφθαναν με δικά τους ελικόπτερα σε ιδιωτικά ελικοδρόμια, και σκάφη σε απρόσιτες μαρίνες. Εγώ είχα πάρει το Δελφίνι της γραμμής. Έφτασα στο νησί μια μέρα πριν από τους επιφανείς ξένους. Μποφόρ στη διαδρομή, το σκάφος χανόταν στα υπόγεια της θάλασσας και ξανάβγαινε στον αφρό. Γύρω μου στρίγκλιζαν κυρίες με Louis Vuitton, και κρέμα ημέρας που μύριζε καρύδα.
Όταν ξεπρόβαλλε το λιμάνι των μελτεμιών τα άσπρα και μπλε χρώματα στα σπίτια αντανακλούσαν εκτυφλωτικά τον ήλιο. Μπαλκόνια και σκάλες στολισμένα με πολύχρωμα γεράνια και κόκκινες βοκαμβίλιες. Δεκάδες περιστασιακοί ταξιδιωτικοί πράκτορες με πρόχειρες πινακίδες, «Rooms to let», τρίκυκλα, σανδάλια σε καλλίγραμμα πόδια, σινιέ αντιανεμικά, κορμιά περισσότερο έξω παρά μέσα στα ρούχα τους. Τα μικρά στενά που καταλήγουν στην παραλία κατέβαζαν φιδίσιους ανέμους και σε λίγη ώρα σκόρπισαν το ετερόκλητο πλήθος από το Ματογιάννι ως την Ψαρρού και από τον Αγ. Σώστη ως την Ελιά και τον Πάνορμο.
Ο ρυθμός της ζωής του νησιού ταίριαζε περισσότερο σε Νεοϋορκέζους και ίσως γι’ αυτό το είχε προτιμήσει το ζεύγος Μπιρντερλέϊκ. Το πρόγραμμά τους φορτώθηκε με ξενύχτια, λουκούλλεια γεύματα, σφηνάκια, εξουθενωτικές ηλιοθεραπείες, ατελείωτα ιδιωτικά ραντεβού με κάποιους που συμπέραινα τη δύναμή τους από τον αριθμό των φρουρών τους.
Το πρόγραμμα που είχα καταστρώσει ήταν ευέλικτο και με πολλές εναλλακτικές. Έκτός από τα μπάνια σε επιλεγμένες παραλίες, και εκδρομές με το σκάφος τους στη Δήλο και στα γύρω νησάκια, τους πήγαινα οπουδήποτε υπέθετα πως θα τους τραβούσε το ενδιαφέρον. Πρωινό στο Tiffanys, σύντομο πέρασμα από το «Super», τους μύλους και το «Caprice» της Μικρής Βενετίας, την Αλευκάντρα δηλαδή, απεριτίφ στη «Βεγκέρα», αχινοσαλάτα στου «Φιλιππή», βραδιές στο «1900» και στον «Κάβο Μούσες», κι άλλα πολλά.
Σε κάθε έξοδό μας έπρεπε να απλωθεί γύρω τους ένα αόρατο δίχτυ πρακτόρων και ασφαλιτών. Όλοι αυτοί οι τύποι με γνώριζαν καλά και έτσι ένιωθα σαν το μικρό ψάρι που μπαινοβγαίνει στο δίχτυ μέσα από τα «μάτια». Παρ’ όλα αυτά όμως είχα την αίσθηση, πως κάποιος μας παρακολουθούσε. Το ’νιωθα σαν κηλίδα στην άκρη του βλέμματος, σαν σκιά που ερχόταν και χανόταν πριν προλάβει να την κρατήσει το μάτι μου. Λες και παιζόταν κάτι επάνω από το δίχτυ προστασίας.
Συχνά νόμιζα πως έβλεπα τη σύζυγο να μένει πίσω. Μου φαινόταν σαν να μιλούσε με έναν από τους ειδικούς πράκτορες. Υπέθεσα πως το έκανε για να ρυθμίσει κάποια άγνωστα σε μένα θέματα ή ότι ήταν η ιδέα μου. Εύκολο πράγμα οι φαντασιώσεις σε κάποιον που έκρυβε μέσα του έναν καταπιεσμένο ηθοποιό.

*

Την τελευταία μέρα της παραμονής των Μπιρντερλέϊκ στη Μύκονο ξέσπασε ένα μπουρίνι από τα λίγα. Είχαμε κατέβει νωρίς στο μεγάλο γιοτ που χρησιμοποιούσαν για κοντινές κρουαζιέρες. Μάταια περιμέναμε να πέσει ο καιρός. Ο σύζυγος κοιτούσε συνεπαρμένος από την γέφυρα τη θαλασσοταραχή που μάνιαζε έξω από το λιμάνι του συγκροτήματος Αμαδριάδες.
Ο απογευματινός ήλιος χαμένος στα σύννεφα σχημάτιζε στη θάλασσα έναν ασημένιο καθρέφτη που έμοιαζε να απορροφά το σκάφος και σιγά σιγά όλο το νησί.
Το ένα είδωλο ρουφούσε το άλλο.
Εκείνη, άφαντη από ώρες, έπρεπε να βρισκόταν στην καμπίνα τους. Θα κοιμόταν. Κάποια στιγμή ο σύζυγός της μου ζήτησε να πεταχτώ στην καμπάνα τους και να του φέρω εφημερίδες και αλληλογραφία. Σπάνια μου ζητούσε να κάνω κάποια τέτοια δουλειά αλλά τη δέχτηκα με ανακούφιση. Θα απομακρυνόμουν για λίγο από ένα πλεούμενο που, δεμένο στον ντόκο, κουνιόταν μονότονα.
Η έκρηξη ήταν εκκωφαντική. Πετάχτηκα έξω από την καμπάνα, και πρόλαβα να δω μια στήλη μαύρου καπνού να υψώνεται στον ουρανό, κομμάτια του γιοτ σε περιδίνηση προς τα πάνω μέσα σε σίφουνα νερού και φωτιάς.
Πίσω μου άκουσα την φωνή εκείνης. Δεν έδειχνε καμία έκπληξη για το γεγονός, παρά μόνο με ρώτησε τι δουλειά είχα έξω από το σκάφος αυτή τη στιγμή. Πάγωσα με το νόημα που έκρυβε η ερώτησή της. Το μυαλό μου πήγαινε κι ερχόταν. Την έβλεπα εκεί μπροστά μου ενώ ήμουν σίγουρος πως κοιμόταν στο σκάφος.
Πήγα να τρέξω προς την προβλήτα αλλά με σταμάτησε. Η φωνή της έκρυβε απειλή. Είχε μεταμορφωθεί.
Έβλεπα στο μόλο τους φρουρούς. Έτρεχαν πανικόβλητοι σε κάθε μεριά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μετέωρος.
Την είδα να κάθεται αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα. Απέναντί της με κάδρο το πλαίσιο της μεγάλης μπαλκονόπορτας η πυρκαγιά αποτέλειωνε το σκάφος. Σιγά σιγά έπαιρνε κλίση. Βούλιαζε. Μου ζήτησε ένα ποτό. Καταλάβαινα πως επινοούσε κάποιο σχέδιο της στιγμής.
Μέχρι να την σερβίρω μου είπε πως δεν θα με χρειαζότανε πλέον. Εκτός βέβαια από κάτι τελευταίο. Το ότι θα έπρεπε να επινοήσω μια πειστική περιγραφή των αντιδράσεων, του θρήνου της, όπως τόνισε, αυτές τις λίγες στιγμές που την είχα δει εκεί αμέσως μετά την έκρηξη. Ήταν σίγουρη, όπως κι εγώ, ότι θα με ανέκρινε η αστυνομία.
«Είναι χρήσιμη η μαρτυρία σου», μου είπε, «και δεν έχεις να χάσεις. Αλλιώς…»
Εκείνο το αλλιώς προτίμησα να το ξεχάσω. Το μόνο που όφειλα να πω ήταν ότι την είχα δει συντετριμμένη. Εκεί… Μακριά από το σκάφος. Έπρεπε να διαγράψω από την μνήμη μου μόνο μερικά δευτερόλεπτα από την συμπεριφορά της.
Βοηθούσε σ’ αυτό η εικόνα της. Ανεξίτηλα χαραγμένη στα μάτια μου.
Μία σκηνή όλη κι όλη μου ζήτησε να παίξω.

***

Κάτι δεν έγινε σωστά
Διήγημα

Τζιμπάχ είχε σπάσει από νωρίς, όπως του είχανε πει, τις τελευταίες λάμπες φωτισμού στις δυο κολώνες που βρίσκονταν στην άκρη της μικρής πλατείας. Λίγο πιο πάνω, η Κεντρική Αγορά νεκρή, από ώρες. Στα σκοτεινά, οι σκιές των μελαψών ανθρώπων αραιώνανε σιγά σιγά, ξεθύμαιναν βουβές, σαν ένα μαύρο κρέπι που αργά το εξαΰλωνε η νύχτα. Κάποιοι κινήθηκαν προς τα πεζοδρόμια της Μενάνδρου, και άλλοι πιο μακριά, πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας. Όμως, μια ομάδα από αυτούς έμενε συγκεντρωμένη σε κύκλο, μιλούσανε ψιθυριστά με κοφτές φράσεις και έντονες χειρονομίες.
Γύρω τους ένα αλώνι από μια ξέπνοη ησυχία απλωνόταν ανάλαφρα, όπως όταν γλιστράει η υγρασία στο σκοτάδι –αν κάποιος μπορεί να ακούσει αυτό το γλίστρημα. Ένα ημιφορτηγό, με τελάρα και σίδερα δεμένα χαλαρά στη καρότσα του, πέρασε βολίδα στο διπλανό δρόμο, και ξαφνικά αντιβούισε ο τόπος από εκκωφαντικούς κρότους. Ο στρόβιλος του αέρα, που ξέσπασε απότομα, έκανε τις τσαλακωμένες εφημερίδες να πεταρίσουν, σήκωσε ανάλαφρα τις μπάλες με τα χάρτινα «άχυρα», που είχαν φτάσει εκεί από τα καφάσια των κοντινών μανάβικων. Αμέσως μετά, η ίδια με πριν, νεκρική σιγή.
Ο Τζιμπάχ ήξερε πως όλα είχαν τελειώσει κι έκανε να απομακρυνθεί. Τα μπράτσα του καθημερνά, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, σήκωναν πέντε πέντε τα τελάρα των φρούτων, μα τώρα τα ένιωθε ξεφουσκωμένα, άδεια. Μια χαλάρωση τον γέμιζε, όπως μετά από μια καλή «φούντα», αλλά δεν είχε φουμάρει. Κοντοστάθηκε, σα να απορούσε για κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί και για δευτερόλεπτα κοίταξε αφηρημένα την ομάδα των μελαψών αντρών. Στέκονταν κοντά σε ένα έρημο σπίτι, γύρω από το πτώμα μιας γυναίκας που κείτονταν στο πεζοδρόμιο· ανάμεσα τους ξεχώριζαν ολόγυμνα τα καλογραμμένα πόδια της νεκρής.
Ένας ψηλόλιγνος νοτιαφρικάνος, με γκρίζα κελεμπία, έσκυψε με τον αναπτήρα να βάλει φωτιά στα μακριά μαλιά της που ήταν τυλιγμένα ράστα, λέγοντας: ιντικαζάνα λομλούνγκου, λε!, ηλίθια, μαλακισμένη.
Ο Τζιμπάχ, με αποφασιστικά βήματα, γύρισε πίσω κι έπιασε στον αέρα το χέρι που κρατούσε τον αναπτήρα, «κόφτο, δεν έχει νόημα», είπε, στη δική του γλώσσα. Τα μαλλιά της γυναίκας, για δευτερόλεπτα, τσιτσίρισαν χωρίς να ανάβουν. Ο νοτιοαφρικάνος ένιωσε το χέρι του να λιώνει από το σφίξιμο· φοβήθηκε, κατάλαβε.
Όσο περνούσε η ώρα, το σώμα της πεθαμένης μαύρης έδειχνε γκρίζο, σταχτί, ίσως από το ελάχιστο φως των άστρων της αφέγγαρης νύχτας που έφτανε σ’ εκείνη τη γωνία· μπορεί, όμως, κι επειδή το πλάκωναν οι σκιές των ανθρώπων που το περιτριγύριζαν. Ήταν ένα ψηλόσωμο κορίτσι, γύρω στα δεκαεφτά. Τα πέδιλά της, χρυσαφένιες πλατφόρμες με φελλό, είχαν ξεφύγει από τα πόδια της –γυάλιζαν αλλόκοτα τα βαμμένα κατακόκκινα νύχια της.
Λίγο πιο πέρα ήταν πεταμένη η μακριά, σα χιτώνας, καμπαρτίνα της από γυαλιστερό νάιλον που, με το κεραμιδί χρώμα της, φάνταζε παράξενα. Φορούσε ένα κολλητό, πράσινο παπαγαλί σορτς, μικρό όσο ένα εσώρουχο, ενώ το πορτοκαλί μπούστο στο στήθος της, πέντε δάχτυλα φαρδύ, ήταν ανεβασμένο στο λαιμό και οι μεγάλοι μαστοί της έδειχναν παράξενα ζωντανοί ακόμη· οι μελανές θηλές τους έμοιαζαν υγρές.
Λίγο πιο μακριά, ένας άλλος άναψε κι αυτός τον αναπτήρα, τον σήκωσε πάνω από το κεφάλι του κι έτσι, όπως φώτιζε σαν πυρσός, άρχισε να καίει το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Γελούσε. Ήταν ένας Ουγκαντέζος και μίλαγε στους άλλους, που κατάγονταν από διάφορες χώρες της Αφρικής και της Ασίας, λες και περίμενε να τον καταλάβουν.
Ο Τζιμπάχ εκνευρίστηκε μ’ όλη αυτή την ασυνεννοησία, «σβήσ’ το, ρε», του είπε, με χειρονομίες που σήμαιναν πως, «αν δεν το κάνεις θα έρθω εκεί…» Κι αμέσως, γυρνώντας στους άλλους, «πάμε να φύγουμε, τελείωσε…». Η επέμβασή του, αυτή τη φορά, έγινε κατανοητή από όλους. Με τα πελώρια χέρια του έκανε μια κίνηση, σα να τους έδιωχνε από κάποια αόρατη αίθουσα, «τελείωσε, φύγετε, τώρα! Τώρα, είπα!»
Κάνα δυο, αναμέτρησαν τις δυνάμεις τους, για να προβάλλουν αντίρρηση στον Τζιμπάχ, αλλά αμέσως το μετάνιωσαν· πολύ θα ήθελαν να βρεθεί το πτώμα με καμένα μαλλιά. Ούτε νεκρή δεν έπρεπε να είναι όμορφη αυτή η γυναίκα. Θα ήταν ένα μήνυμα, για τις άλλες που έκαναν ‘‘πεζοδρόμιο’’, εκεί γύρω, αλλά και για κάποιον στην αστυνομία.
«Καλή δουλειά», είπε, με δουλοπρέπεια, σε σπαστά Σουαχίλι, ο Ουγκαντέζος που είχε ανάψει δεύτερος τον αναπτήρα και αναγκάστηκε να τον σβήσει.
«Αυτό λέω κι εγώ, και πάμε να φύγουμε», απάντησε ο Τζιμπάχ, όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε, «δεν χρειάζεται να μπλέξουμε...»
Για δευτερόλεπτα, τα μάτια του χάιδεψαν με αδιέξοδη νοσταλγία το μισόγυμνο κορμί που κείτονταν στο πεζοδρόμιο. Ο μακρύς, λεπτός λαιμός, κρατούσε ακόμη το πανέμορφο κεφάλι, αλλά κρεμόταν αλλόκοτα, με άψυχη επιμήκυνση. Μια βαθιά πληγή τον χώριζε, σχεδόν, στα δύο. Η μαχαιριά είχε κόψει πέρα για πέρα και τις δυο καρωτίδες. Το φρέσκο αίμα, μεγάλο, σκουρόχρωμο σεντόνι γύρω από το σώμα, γυάλιζε· έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να παρατείνει τη ζωή σε κάτι παράλογο, που επέμενε να είναι ακόμη ζωντανό, πάνω στο πλακόστρωτο.
Στο μυαλό όλων, εκείνο το αίμα θύμιζε σφαχτό ζώο, όπως όταν φύσαγε αέρας από τη κρεαταγορά. Αλλά, δε φυσούσε.
Στην άπνοια κυριαρχούσε η μυρωδιά της αμμωνίας, των ούρων. Η αποφορά ερχόταν από το μεγάλο διώροφο, μισογκρεμισμένο νεοκλασικό, μπροστά στο οποίο υπήρχε η νεκρή.
Αν κάποιος πλησίαζε πολύ θα διέκρινε, στο κομψό κοίλωμα του εξωτερικού τοίχου, που υπήρχε ανάμεσα από τα δύο παράθυρα της πρόσοψης, μια αχνή ξεθωριασμένη, σχεδόν κοκκινωπή, τοιχογραφία. Ο χρόνος και οι βροχές είχαν ξεβάψει τα χρώματα, εκτός από το βασικό, τώρα μουντό, χρώμα που είχε απομείνει· το κεραμιδί. Μ’ αυτό απεικονιζόταν μια ψηλόλιγνη, αρχαϊκή κόρη των Αθηνών, με μακρύ χιτώνα. Είχε μια στάση υποδοχής και προσφοράς σε κάθε επισκέπτη που έφτανε εκεί. Στα κοντυλογραμμένα της δάχτυλα κρατούσε, μια ταινία που, με το ίδιο κεραμιδί χρώμα, έγραφε:
«Αιέν ευ ζην».
Σ’ αυτό το σπίτι, πριν μισή ώρα, καμιά δεκαριά μελαψές γυναίκες είχαν κρυφτεί πανικόβλητες, φωνάζοντας αφρικάνικα η μία στην άλλη: Οκα-έι, οκα-έι, μπες μέσα, μπες μέσα. Κλεισμένες πίσω από τα ξεδοντιασμένα ξύλινα πατζούρια, έβλεπαν με τρόμο ό,τι γινόταν στο δρόμο. Τρεις από αυτές είχαν προλάβει να κυλήσουν μια βαριά πέτρα από την μέσα μεριά της εξώπορτας του ισογείου. Κι αυτό το έκαναν μόλις έφυγαν οι δύο Σουδανοί, που είχαν εισβάλει, με μια κλωτσιά, κρατώντας μαχαίρια.
Οι δύο, έβριζαν κι έψαχναν να βρουν, ανάμεσα σε όλες, κάποια συγκεκριμένη γυναίκα. Την αναζητούσαν φωνάζοντας με ένταση το όνομά της· δεν ήθελαν να κάνουν λάθος μες στο σκοτάδι. Τότε, πετάχτηκε μπροστά τους μια πολύ κοντή και μικροκαμωμένη μαύρη, που είχε το ίδιο όνομα με αυτήν που καταζητούσαν, και τους παρακαλούσε να μη πάρουν λάθος άνθρωπο, να μη σφάξουν άλλη γυναίκα αντί άλλης. Εκείνη, τους έλεγε, δεν έφταιγε σε τίποτε. Κι ο ένας από τους δύο την έσπρωξε τόσο δυνατά, που έπεσε πάνω σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο και την πλάκωσαν οι σοβάδες. Ζαλισμένη, τους άκουσε να συνεχίζουν να τρέχουν μέσα στα ρημαγμένα δωμάτια, σπάζοντας τη μία πόρτα μετά την άλλη, να κατεβαίνουν στον κήπο. Σχεδόν αμέσως, κάποιες έτρεξαν και ‘‘αμπάρωσαν’’ την εξώπορτα με την πέτρα και, από τις χαραμάδες, είδαν έξω στο δρόμο να πιάνουν τη γυναίκα, που φορούσε μια κεραμιδί νάιλον καμπαρτίνα και ούρλιαζε προσπαθώντας να ξεφύγει.
Ο Τζιμπάχ, έκανε, για μια ακόμη φορά, νόημα στους περίεργους να πάρουν δρόμο. Αμέσως. Όλοι! Ένιωθε κι ο ίδιος παράξενα που στεκόταν ακόμη εκεί. Είχε κάνει όσα του είπαν οι δύο Σουδανοί, και είχε πληρωθεί καλά. Στην αρχή έπρεπε να κρατήσει τσίλιες, μαζί με άλλον έναν, που ήταν ακροβολισμένος πιο μακριά, στο τρίστρατο της Αριστογείτονος, κάτω από τα μανάβικα. Και μετά έκανε και το άλλο που του είχαν πει.
Ναι, μέχρι πριν λίγο, αυτά τα θυμόταν καθαρά. Μα τώρα, μια ξαφνική κούραση έμοιαζε να θολώνει τελείως τη κρίση του. Το ένστικτό του τον έσπρωχνε να φύγει. Κάτι σημαντικό και επικίνδυνο είχε γίνει εκεί κι όπως συχνά το πάθαινε, για λίγα δευτερόλεπτα, δε θυμόταν όλα τα γεγονότα ξεκάθαρα. Κι όμως, κάτι δεν είχε γίνει σωστά, αλλά τι;
Όταν ήταν στα καλά του, σκεφτόταν με το δικό του τρόπο. Άσπρο ή μαύρο. Σωστό ή όχι σωστό. Και σ’ αυτό δεν εύρισκε να διαφέρει απ’ τους ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή του. Εξάλλου, μόνο έτσι μπορούσε να ταχτοποιεί λίγο τα πράγματα, σ’ αυτόν τον παράξενο τόπο όπου τον είχε ρίξει η ανάγκη. Από την άλλη, υπήρχαν στιγμές που το μυαλό του σταματούσε σε κάποια λεπτομέρεια την οποία, όταν αργότερα την ξαναθυμόταν, ακόμη κι ο ίδιος απορούσε πώς την είχε σκεφτεί. Είχε μια περίεργη, ενστικτώδη αντίληψη, σχεδόν εξυπνάδα. Όμως, όταν κόλλαγε σε κάτι και οι άλλοι δεν τον καταλάβαιναν, μπορούσε στα νεύρα του επάνω να τσακίσει άνθρωπο.
Μα, κι όταν μπλοκάριζε το μυαλό του, είχε τον τρόπο του. Όλα τα αισθανόταν λες και ήταν αέρας γύρω του. Τα μύριζε όπως ένα σκυλί. Έτσι καταλάβαινε. Κι απόψε η μυρωδιά του αίματος υπήρχε γερά σκαλωμένη στα ρουθούνια του· μυρωδιά βαριά, μεταλλική, όπως ο αχνός από το λιωμένο υγρό σίδερο στο καμίνι. Όμως, δεν του άρεσε να τον ξεγελάνε. Όποιος του έλεγε πως θα κάνουν κάτι, αυτό έπρεπε να γίνει σωστά. Απότομα, ένα μούδιασμα στο δεξί του μπράτσο, του απέσπασε την προσοχή. Δυσκολευόταν να ανοιγοκλείσει τον αγκώνα του και για λίγο έκανε μηχανικά αυτή την κίνηση.
Ξανακοίταξε τους άλλους. Εκείνη τη στιγμή, επιτέλους, έφευγαν όλοι. Στη σκοτεινή γωνία τα πάντα έμοιαζαν εξωπραγματικά. Μια γυναίκα ξαπλωμένη ακίνητη, που το φως των άστρων, τώρα, την έκανε να μοιάζει ασημένια, και γύρω μαύρες φιγούρες να μετακινούνται λες και είχαν ξύλινα, άκαμπτα πόδια· μαριονέτες.
Το μπράτσο του Τζιμπάχ είχε μουδιάσει τελείως. Άκαμπτο. Κάποιο νεύρο θα είχε χτυπηθεί. Αλλά, και μέσα του επικρατούσε η ίδια ακαμψία. Αυτό λειτούργησε σαν σύνθημα φόβου, ανασφάλειας κι αμέσως άρχισε να απομακρύνεται με μεγάλα, λαστιχένια βήματα.
Περπατούσε στη Σωκράτους κι ο αέρας που ανέπνεε του φαινόταν πυκνός, όσο η μοναξιά του. Και τον έπνιγε. Όπως τον έπνιγε, από παιδί, ο θυμός του για όλα και για όλους, μια θηλιά αυταρχισμού στο λαιμό, για έναν κόσμο που άλλα έλεγε και άλλα έκανε. Στο βάθος διέκρινε σκόρπιες αντανακλάσεις από τις φωτεινές επιγραφές της Ομόνοιας, τα αυτοκίνητα που έτρεχαν, το σκληρό γκρίζο, σχεδόν ατσάλινο, χρώμα που είχε, εκείνη την ώρα, η άσφαλτος της Πειραιώς.
Δεν έπρεπε να ρισκάρει μια βόλτα μέχρι εκεί. Θα ήταν σα να πέρναγε τα σύνορα της χώρας του –που κάποιοι την είχαν μεταφέρει στην Αθήνα, μαζί με τον εμφύλιό της– και να έμπαινε σε εχθρικό έδαφος, σε εμπόλεμη ζώνη… Γιατί, ο Τζιμπάχ ήταν άνθρωπος των δύο Σουδανών, που ανήκαν σε μια σέχτα της φυλής των Ανασάρ, του βόρειου Σουδάν, και η δικαιοδοσία της έφτανε μέχρι το αριστερό πεζοδρόμιο της Πειραιώς. Αντίθετα, το δεξί πεζοδρόμιο το ελέγχανε Νιγηριανοί, αλλά και οι σύμμαχοί τους Σουδανοί, του νότιου Σουδάν, από τις φυλές Σέιλκλ, και Ντινκανγιά που ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι των βορείων.
Δυο σκυλιά πέρασαν δίπλα του τρίβοντας τη μουσούδα τους, το ένα κάτω από την ουρά του άλλου. Απότομα, σήκωσαν τα κεφάλια τους, έπιασαν τη μυρωδιά του αίματος, που ερχόταν από το πίσω μέρος της Αγοράς και ξεχύθηκαν προς τα εκεί.
Ο Τζιμπάχ ήθελε, επειγόντως, με κάποιον να μιλήσει.
Φτάνοντας στο μικρό καφέ-ουζερί «Ο ωραίος Νείλος», που βρισκόταν σφηνωμένο στην είσοδο μιας άθλιας πολυκατοικίας με στοά, είδε τον καφετζή να σκουπίζει βιαστικά για να κλείσει. Το σιδερένιο ρολό του μαγαζιού ήταν μισοκατεβασμένο, έτσι που δεν φαίνονταν καλά αυτά που ήταν ζωγραφισμένα στο τζάμι της πρόσοψης. Διαβάζονταν μισά τα χρυσά αραβικά γράμματα, κόβονταν –στέρευαν οι πηγές του Νείλου, αποκεφαλίζονταν οι τρεις πυραμίδες, φαλακρές και οι φοινικιές, ενός υπέροχου νοσταλγικού τοπίου. Ενός τόπου με αγάπες λάγνες και νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες.
Την ώρα που έσκυβε το τεράστιο κορμί του, για να περάσει κάτω από το ρολό, ο πόνος στο μπράτσο του έγινε σουβλιά. Θυμήθηκε. Την στιγμή που οι δύο με τα μαχαίρια έσερναν τη μαύρη για να της κόψουν τον λαιμό, εκείνος είχε αρπάξει τον Αλβανό προστάτη της και σηκωτό τον πήγε μέχρι την απέναντι γωνία. Όπως του είχαν πει να κάνει… Έτσι, τον αγκάλιασε αιφνιδιαστικά από πίσω, ακινητοποιώντας και τα χέρια του πάνω στο κορμί του, και να τον έσφιξε μέχρι να του κόψει την ανάσα. Αυτό, «το αγκάλιασμα της αρκούδας», ήταν κάτι που έκανε φημισμένη τη δύναμή του σε όλες τις γύρω γειτονιές. Ο Αλβανός, μην μπορώντας να ξεφύγει από την τανάλια εκείνων των χεριών και προσπαθώντας να αναπνεύσει, τα δάγκωνε με λύσσα όπου έβρισκε, όπου μπορούσε –μέχρι που τον δάγκωσε ψηλά στο μπράτσο. Ο Τζιμπάχ αισθάνθηκε το χέρι του να παραλύει, αλλά τρίζοντας τα δόντια έσφιξε κι άλλο τον Αλβανό, μέχρι που τον ένιωσε να λιποθυμάει στα χέρια του. Λες και κουβάλαγε φτερό, τον έσυρε στην είσοδο μιας αποθήκης και τον άφησε ανάμεσα στα άδεια καφάσια, σα να κοιμόταν.
Ο καφετζής, ένας κοντόχοντρος Αιγύπτιος με κοκκινόμαυρο πρόσωπο, πέταξε το λερωμένο πανί πάνω στον αλουμινένιο πάγκο και είπε, «κλείνω φίλε, αλλά αν κατεβάσεις το ρολό, παίρνουμε δυο μπίρες και τις πίνουμε επάνω…»
Ο Αιγύπτιος τελείωνε βιαστικά τις δουλειές του και μιλούσε νευρικά, ρωτούσε απανωτά:
«Ήσουν εκεί; Κοντά…, θέλω να πω. Είδες τι έγινε; Ζαλισμένο σε βλέπω. Άσε…, αν πονάει το χέρι σου, κατεβάζω εγώ το ρολό.» Όσο έλεγε αυτά, κοιτούσε τη γιγάντια φιγούρα του Τζιμπάχ, προσπαθώντας από τις κινήσεις του να μαντέψει κάτι. Αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν το σχήμα ενός βουνού από σάρκες, το τετράγωνο κεφάλι κολλημένο στο θώρακα, χωρίς σβέρκο, τα χοντροκομμένα χέρια και τα πόδια φυτεμένα άτσαλα, σα δέντρα, επάνω σ’ εκείνο το βουνό· μόνο τα μάτια του πετάριζαν πονηρά, όταν είπε:
«Είμαι λίγο ζαλισμένος… Μύριζε…, μύριζε πολύ… Ναι, μια μπύρα. Πάμε επάνω…»
«Τη σφάξανε, τελικά;», επέμεινε ο καφετζής.
«Δε νομίζω πως…», είπε ο Τζιμπάχ και κοίταξε αφηρημένος τον μεσόκοπο Αιγύπτιο με το ψιλοκομμένο μουστάκι, και την έκφραση ενός αναμαλλιασμένου, υπερτροφικού ποντικού. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, στο κάτω μέρος του κοκκινόμαυρου προσώπου του, πετάγονταν τα δύο μπροστινά, πλατιά δόντια του, με το μεγάλο κενό ανάμεσά τους. Δόντια, που μπορούσαν να καταβροχθίσουν την πόλη, αν αυτή ήταν, ολόκληρη, ένα κεφάλι τυρί.
Με το που άκουσε εκείνο το «δε νομίζω πως…», ο καφετζής τινάχτηκε, λες και ήθελε να πεταχτεί έξω από τη μυρωδιά του χλωρίου που ανέδυε ο πάγκος του εκείνη τη στιγμή. «Τι, δε νομίζεις, Τζιμπάχ; Αφού περάσανε τα ‘‘παιδιά’’ από δω και μου είπανε να κλείσω, γιατί όπου να ’ναι θα πλακώσει η αστυνομία.»
Όσο έλεγε αυτά κατέβασε τελείως τα ρολά και κλείδωσε το μαγαζί του. Βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα που οδηγούσε στη στοά, στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, κρατώντας τις μπύρες στα χέρια. Πέρασε μπροστά από το μονίμως χαλασμένο ασανσέρ, με την ανορθόγραφη χαρτονένια πινακίδα που έγραφε «Βλάβι», χώθηκε σα κυνηγημένος στο κλιμακοστάσιο κι άρχισε να ανεβαίνει. Πίσω του άκουγε τα βαριά βήματα του άλλου να τον ακολουθούν.
Φτάνοντας στον τρίτο όροφο, συνάντησαν μια ηλικιωμένη γυναίκα που σκυφτή στην κλειδαρότρυπα της πόρτας της προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεκλειδώσει. Τους είχε ακούσει στη σκάλα και έτρεμε. Ήτανε μία από τους τέσσερις τελευταίους ντόπιους, παλιά Αθηναία, που κατοικούσε ακόμη σ’ εκείνη την πολυκατοικία. Η τεράστια σκιά του Τζιμπάχ έπεσε επάνω της. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, κίτρινη λεμόνι. Τα κλειδιά της γλίστρησαν από τα χέρια. Ήταν στο απόλυτο έλεός του. Μια να της έδινε με το τεράστιο χέρι του θα την έλιωνε. Αλλά εκείνος την προσπέρασε. Ακολούθησε τον καφετζή που συνέχισε να ανεβαίνει.
Στην ταράτσα υπήρχε ένα αυθαίρετο καμαράκι από τσιμεντόλιθους και Ελενίτ στη σκεπή, που το νοίκιαζε ο Αιγύπτιος.
Ο Τζιμπάχ, λαχανιασμένος, άδειασε το βάρος του κορμιού του σε μια φαρδιά, ξεκοιλιασμένη ψάθινη πολυθρόνα με στραβά πόδια, που έτριξε στα όριά της, κι άνοιξε τη μπύρα του με τα δόντια. Ρούφηξε λαίμαργα. Κόμπιαζε να μιλήσει. Προσπαθούσε να σκεφτεί. Το ασπράδι των ματιών του αντιφέγγισε φιλντισένιο καθώς τους φώτισε το κόκκινο Νέον από μια διαφήμιση, που αναβόσβηνε, σε διπλανή ταράτσα.
Εκεί, πάνω από την πόλη και τους ανθρώπους, ένιωθε αλλιώς· σχεδόν ελεύθερος. Του ’μοιαζε δροσερός ο αέρας που ανέπνεε· του άρεσε. Κοίταξε ψηλά. Γαλήνια η νύχτα, μυριάδες αστέρια τρεμόσβηναν στο δικό τους αλάνθαστο ρυθμό. Όλα εκεί του έμοιαζαν ότι έγιναν σωστά. Εντελώς σωστά.
Ο καφετζής, που όση ώρα ανέβαιναν δεν είχε πάρει απάντηση στα ερωτήματά του, έβγαλε τσιγάρο, άναψε, και σέρνοντας ένα άδειο κασόνι από πορτοκαλάδες, κάθισε και ξαναρώτησε, τονίζοντας μία μία τις λέξεις: «Έλα λέγε, τελικά τη σφάξανε, ε;»
«Τη σφάξανε αν και, σου είπα, δεν…», απάντησε μιλώντας αργά ο Τζιμπάχ, σαν να έψαχνε αυτό που ήθελε να πει.
Η αδημονία του καφετζή είχε χτυπήσει κόκκινο, «τι ‘‘δεν’’, ρε συ; Τι ’ναι αυτά που μου λες τώρα; Θα μιλήσεις ή όχι;»
«Θέλω να πω», συνέχισε ο Τζιμπάχ, «όταν εγώ άρπαξα τον Αλβανό και οι άλλοι δύο τη μαύρη, εκείνη χτυπιότανε σαν τρελή. Ίσα που προλάβανε και της έκλεισαν μ’ ένα στουπί το στόμα. Δύο την παλεύανε κι όμως τους γλίστρησε μέσα από τα χέρια. Στραβοπάτησε στα ψηλά παπούτσια που φορούσε, την τράβηξαν οι άλλοι από τη νάιλον καμπαρτίνα της που γλίστρησε, τους έμεινε στα χέρια, και με τη φόρα που είχε, η μαύρη, τους έφυγε, και μετά…»
Ο καφετζής τον κοιτούσε ακίνητος. Είχε ένα ύφος σαν του τρωκτικού που καιροφυλακτεί στην τρύπα του και προβληματίζεται να βγει ή να μη βγει. Αδημονούσε έντονα. Μόνο τα μάτια του λαμπίριζαν σ’ εκείνο το ξαφνικό σκοτάδι που είχε χυθεί πάνω στο πρόσωπό του. Τελικά, αποφάσισε να διακόψει τον Τζιμπάχ και να σχολιάσει, μονολογώντας πάνω σε όσα νόμισε πως κατάλαβε:
«Το θέμα είναι ότι τιμωρήθηκε η σκύλα… Να το μάθουν αυτό και οι άλλες, να μην κουνιούνται… Αυτή, η μαύρη, φίλε, δεν έλεγε να σταθεί πουθενά. Δεν ήθελε να κάτσει με κανέναν. Ούτε με τον αστυνόμο. Πού θα έβρισκε καλύτερο προστάτη; Καλά της κάνανε, σου λέω. Νόμισε πως, όταν ξεχρέωσε θα μπορούσε να κάνει ό,τι γουστάριζε. Πού πας μωρή;…».
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπύρα του και σκούπισε τον αφρό με την ανάστροφη του χεριού του ευχαριστημένος. Ο καπνός από το τσιγάρο του μύριζε περίεργα, ντουμάνιαζε και τον τύλιγε, σαν να είχε μόλις τρίψει το δικό του μαγικό λυχνάρι. Ανοιγόκλεισε το στόμα του μερικές φορές, αλλά δεν είπε τίποτε. Είχε μια έκφραση ευδαιμονίας και στηρίζοντας με το ένα χέρι το σαγόνι του, έριξε το βλέμμα του ψηλά, στη νύχτα, χωρίς να βλέπει κάπου συγκεκριμένα. 
Ο Τζιμπάχ αισθάνθηκε να του φεύγει λίγο λίγο το μούδιασμα από το χέρι του. Έμενε σιωπηλός. Σκεφτόταν τα δικά του. Δεν ήταν πολύς καιρός που βρισκόταν στην Κεντρική Αγορά. Πριν έρθει εδώ, είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να πιάσει γωνιά σε καλύτερη πιάτσα. Κι είχε πληρώσει γερά για μία θέση. Έτσι, την έστηνε στα πάνω σκαλιά της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, προς την Ακρόπολη. Έβαζε την πλάτη του στο παρκάκι με τις ελιές, ώστε να μπορεί να ξεφεύγει από εκεί μέσα, όταν πλάκωνε η αστυνομία. Είχε την πραμάτεια του σε δυο χαρτόκουτα. Έστηνε το ένα επάνω στο άλλο και προσπαθούσε να πουλήσει: γυαλιά ηλίου, αναπτήρες, Σι Ντι, ρολόγια. Λίγο πριν σκοτεινιάσει, τα μάζευε. Οι τουρίστες πολλοί, μα ελάχιστοι αγοράζανε.
«Τέλει γκυαλί μαυλό γκια έλιο;… Πάλε γκυαλί, καλό γκυαλί!… Γκια μάτι σου. Τέλει; Τέλει λολόγκι; Σι Ντι τέλει;»
Άκουγε τι φωνή του κι ο ίδιος. Καταλάβαινε… Δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει αυτό που ένιωθε αλλά το ένστικτό του του έλεγε πως η γλώσσα δεν είναι ένα πράγμα ανεξάρτητο από τις καταστάσεις.
Κι όλοι γύρω του, οδηγοί πούλμαν, φωτογράφοι, πλανόδιοι που πουλάγανε ζώνες, μαντήλια, λέγανε «Θου» «θέλει», «Γου» «Γυαλί», «Ρο», «μαύρο», «ρολόι»· κι αυτός δεν τα μπορούσε. Ήθελε να πει, «ήλιο» κι έλεγε «έλιο», με έναν γελοίο ήχο στο λάμδα, σαν το σύρσιμο του σάλιαγκα στην πέτρα. Δεν έστριβε η λαλιά του. Αλλιώς μιλάγανε οι ντόπιοι. Αλλιώς. Κι ο Τζιμπάχ αντιλαμβανότανε τη διαφορά από τους ήχους. Ήξερε πώς τον βλέπανε. Ήτανε και ο όγκος του, το μελαψό χρώμα του. Ένιωθε κάπως… Αλλά η γλώσσα, η γλώσσα ήταν που του έκοβε τα πόδια. Δεν του άρεσε που δεν μπορούσε να την μιλήσει όπως οι ντόπιοι, σωστά. Και κάτι τέτοια δεν τα επέτρεπε στον εαυτό του. Ή θα έκανε κάτι σωστά ή όχι.
Κι όμως ήξερε να μιλάει καλά. Από παιδί στο Ασουάν έμαθε αραβικά του Νείλου και τα άλλα, της Σαχάρας, συνεννοούνταν άνετα με Άραβες και Σουδανούς. Τα κατάφερνε αρκετά και με τα Σουαχίλι. Αυτές οι όμορφες γλώσσες ήταν η πατρίδα του κι όχι ετούτος εδώ ο τόπος, που του φαινόταν χωρίς αρχή και τέλος.   
Αλλά εκεί, στην Ακρόπολη, σιγά σιγά βουβάθηκε, κατάπιε τη γλώσσα του. Έρχονταν και οι ξεναγοί και λέγανε κάτι λέξεις, σαν κινέζικα του μοιάζανε: «αρχαίο πνεύμα αθάνατο…», έτσι λέγανε. Τα ’γραφε, αυτά τα λόγια, για λίγο η μνήμη του, τους ήχους, ρχ…, πν…, αθ…, κι αμέσως έφευγαν, όπως το νερό που κυλάει στο φτερό της πάπιας. Μια μέρα που είχε πλησιάσει πιο κοντά στο μνημείο, άκουσε κι εκείνο το: «εδώ είναι τα Προπύλαια του Μνησικλέους», πρ…, πλ…, μν..., σκλ… Τι άσχημη γλώσσα ήταν αυτή; Πώς μπορούν και τη μιλάνε άνθρωποι;»
Αλλά υπήρχαν και οι παλιοί μετανάστες, που ζούσανε πολλά χρόνια εδώ. Αυτοί που είχανε χάσει την πατρίδα που γεννήθηκαν αλλά τους απέμενε η μία, η μοναδική και η τελευταία…, η προφορά τους, το ιδιαίτερο χρώμα της ομιλίας τους. Ώρες ώρες ο Τζιμπάχ ένιωθε απόγνωση με τη γλώσσα που φώλιαζε στο στόμα του. Κάποιες στιγμές που περίμενε μες στο κατακαλόκαιρο τους τουρίστες κάτω από την Ακρόπολη και πύρωνε το πλακόστρωτο, ο τόπος όλος, ναρκωνόταν για λίγο, κολύμπαγε στη ζέστη. Όπως τότε που ήταν παιδί και βούταγε με το κεφάλι στα νερά του Νείλου. Γιατί κόρωνε το χώμα στο χωριό του, άνοιγε η γη. Πεθαίνανε οι άνθρωποι, σαν τις μύγες, από την ξηρασία. Και τότε φώναζαν τον μάγο βροχοποιό. Να πιάσει το κεφάλι του σφάγιου και με μια λεπίδα, ξυράφι, να του κόψει τα μάγουλα, να ξεριζώσει τη γλώσσα βαθιά απ’ το λαρύγγι και να τη ρίξει στη φωτιά, μαζί με τα μυστικά μαντζούνια της τέχνης του, για να έρθει η βροχή.
Απέμενε νεκρό, άλαλο στο θάνατό του το ζώο.
Και η βροχή σπάνια ερχόταν.
Με τα πολλά το πήρε απόφαση. Δεν ταίριαζε σ’ ετούτη την πιάτσα. Δεν του πήγαινε ούτε αυτή η δουλειά. Ποτέ δεν θα μπορούσε να την κάνει όπως έπρεπε. Χώρια το εμπόρευμα που το πλήρωνε χρυσό στον προμηθευτή, ακόμη κι όταν ήξερε ότι ήταν κλεμμένο. Πώς να τα βγάλει πέρα με 20 – 30 ευρώ, που κέρδιζε τη μέρα. Πώς θα ξεχρέωνε; Έπρεπε να βρει μια δουλειά που δε θα χρειαζόταν να μιλάει. Κι αυτή θα την έκανε σωστά.
Από την άλλη, έβλεπε τους άλλους έγχρωμους και τους λυπόταν. Στα φανάρια, με ένα σφουγγάρι για τα τζάμια των αυτοκινήτων, στις καφετέριες με τα πλαστά Σι Ντι, έξω από σταθμούς του μετρό και σε πλατείες με κάθε λογής πραμάτεια φτηνιάρικου ρουχισμού και άθλιων διακοσμητικών. Όλοι, κάτι ισχνά ανθρωπάκια από Ασία και Αφρική, ζούσαν όπως όπως, κουτσά στραβά. Συνεννοούνταν, πουλούσαν, πήγαιναν, έρχονταν σα σκιές μέσα στη πόλη. Οι περισσότεροι διακριτικοί, να μην ενοχλήσουν, να μην ακουστούν, αλαφροπατούσαν σαν τα πουλιά, έτοιμοι κάθε στιγμή να χτυπήσουν φτερό για αλλού. Όμως ο ίδιος δεν ήθελε να ζει έτσι. Γι’ αυτό και έφυγε από το Ασουάν. Γιατί κι εκεί, αν κάποια πράγματα γίνονταν σωστά…

Το δουλεμπορικό, ένα μότορσιπ από τη Λιβύη, τους είχε αφήσει ανατολικά από τον Λέντα, στη νότια Κρήτη. Με το που βγήκανε από το σαπιοκάραβο, τρέξανε στα φαράγγια, κρυφτήκανε για λίγες μέρες. Φαΐ τους πήγαινε ένας βοσκός που είχε το αυτόματο όπλο κρεμασμένο στη ζώνη του. «Μούγκα μαύρε», του ’λεγε, κι έφερνε το δάχτυλο στο στόμα. «Μούγκα, να φύγουν οι χωροφυλάκοι από γύρω. Σας ψάχνουν.» Κι ύστερα έβγαζε ένα κρητικό μαχαίρι, κοφτερό σα φαλτσέτα, τον κοίταζε σα να υπονοούσε κάτι, κι έκοβε τα καρβέλια, φέτα φέτα, για να φάνε οι καραβοτσακισμένοι. Τους έδωσε πιλάφι και τυρί. Όλα με το αζημίωτο.
Δέκα τέσσερα άτομα από Σουδάν, Ουγκάντα, Σενεγάλη. Δυόμισι χιλιάδες δολάρια το κεφάλι. Αυτά θα ήταν όλα κι όλα, τους είχαν πει. Αλλά δεν ήταν αυτά... Τίποτε δεν έγινε σωστά. Σε όλους πληρώσανε παραπάνω: καπετάνιο, δουλέμπορο, βοσκούς, και ξανά καπετάνιο, για το καΐκι που τους πήγε έξω από τα Βάτικα, στην Πελοπόννησο και από κει στο Λαύριο. Και στο τέλος είχαν τους οδηγούς φορτηγών. Πληρώνανε. Κι όταν δεν είχανε, πλήρωνε γι’ αυτούς ο Αμπντούλ, που τους παρέλαβε πακέτο από τον Λέντα. «Εγώ αναλαμβάνω», τους έλεγε, «και με μένα θα έχετε να κάνετε.»
Στην Αθήνα ο Αμπντούλ τού το ξεκαθάρισε. Χίλια πεντακόσια τα παραπανίσια, που υπολόγισε ότι του χρώσταγε από Κρήτη μέχρι εδώ, τετρακόσια το εξάμηνο για το κρεβάτι που κοιμόταν, πεντακόσια πενήντα το εμπόρευμα. Κι ακόμη, άλλα χίλια η προστασία, για να του δίνουνε χώρο στις πιάτσες οι Σουδανοί, οι Νιγηριανοί και οι άλλες φυλές που σφάζονταν μεταξύ τους, σύνολο τρεις χιλιάδες τετρακόσια πενήντα ευρώ για φέτος. Του χρόνου θα βλέπανε…
Αλλά με αυτά που έβγαζε, δεν του περίσσευε ευρώ. Κι έτσι όπως πήγαινε, ούτε σε δέκα χρόνια δε θα ξεχρέωνε. Κι αν δεν είχε να πληρώσει, ο Αμπντούλ, θα τον ‘‘έδινε’’ για απέλαση. Γιατί, κάθε λίγο και λιγάκι, κάρφωνε δυο τρεις στην αστυνομία, αφ’ ενός για να τα έχει καλά μαζί της και αφετέρου για να ξέρουν όλοι οι λαθρομετανάστες ποιος κάνει κουμάντο στην πιάτσα. Κι αυτό για τον Τζιμπάχ, δεν ήτανε σωστό.
Όμως, χρώσταγε, χρώσταγε, κι αυτό τον τρέλαινε, κινδύνευε να τον καρφώσουν, να τον απελάσουν· αυτό κυρίως! Έπρεπε να κάνει κάτι. Αμέσως! Ζήτησε βοήθεια απ’ τον Αμπντούλ· αυτός τον κράταγε... Κι εκείνος του είπε πως θα τον εξυπηρετούσε. Χάρη θα του έκανε. Θα του έβρισκε δουλειά που να του ταιριάζει.
Και του βρήκε. Στην Αγορά, και στην περιοχή πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας, Πλατεία Θεάτρου, Μενάνδρου, Σωκράτους, μέχρι Κουμουνδούρου. Είχε καλά λεφτά· άλλα την ημέρα και άλλα τη νύχτα. Από το πρωί στα τελάρα και όταν βράδιαζε στις δουλειές που στήνανε οι δύο Σουδανοί. Μ’ αυτούς θα ξεχρέωνε. Μ’ αυτούς, κανένας δεν θα τον έστελνε πίσω…

Ο καφετζής στράγγιξε το μπουκάλι της μπύρας και έβρισε την τύχη του. Οι φάροι των περιπολικών έριχναν κόκκινες και μπλε αντανακλάσεις στις απέναντι πολυκατοικίες. «Πού να κατέβω τώρα να πάρω δυο μπίρες ακόμη. Ώρες θα τριγυρνούν οι αστυνόμοι στους δρόμους. Μπορεί, αυτή τη στιγμή, να περνούν κι απ’ έξω από το μαγαζί. Εδώ θα τη βγάλουμε. Στεγνοί.»
Κι απότομα, σαν κάτι να σκεφτόταν από ώρα, γύρισε και κοίταξε τον Τζιμπάχ. «Για πες μου, ρε συ; Πώς… είναι; Ποτέ μου δεν έχω βρεθεί μπροστά… Να, όταν καθαρίζουν κάποιον. Πώς είναι; Τι νιώθεις;»
«Εγώ», είπε ο Τζιμπάχ, «το πήρα, σα να βρισκόμουνα αλλού. Σα να μην ήμουν εκεί. Εξάλλου, μακριά στεκόμουνα… Στην απέναντι γωνία. Κρατούσα εκείνον τον μπάσταρδο τον νταβατζή της. Μα όταν κατάλαβα ότι την τελειώσανε, κούραση ένιωσα. Λες και δούλευα στα τελάρα δεκάωρο. Αλλά ήμουν και ξαλαφρωμένος. Είχε σηκώσει κεφάλι η σκύλα.
»Από τη μέρα που τη ‘‘σβέρκωσε’’ ο μπάτσος, κάθε φορά που ερχόταν να τη δει, κι αυτό γινόταν συχνά, έπεφτε πανικός στη πιάτσα. Πάγωναν οι δουλειές. Κουβάλαγε μαζί του και περιπολικά· δήθεν για έλεγχο.
»Οι Σουδανοί λέγανε πως, κόντευαν να χάσουν τα πάντα. Δεν μπορούσανε να βγουν ούτε καν για ‘‘άρμεγμα’’. Γιατί, οι γυναίκες βρήσκαν ευκαιρία να κρύψουν τα λεφτά ή να τα πασάρουν αλλού, μόνο για πάρτη τους.»
«Έχεις δίκιο φίλε», είπε ο καφετζής, «τη δουλειά τους κάνανε οι δύο, κι εσύ τη δικιά σου –μια καθαρή δουλειά», και κοίταγε τον Τζιμπάχ που έδειχνε ξεκομμένος, κουρασμένος μα και ικανοποιημένος κιόλας.
Για μια στιγμή το κόκκινο φως του Νέον τού θάμπωσε τα μάτια. Και τότε ρώτησε: «Ήταν, όμως, κούκλα, σε είχε ‘‘πάρει’’ ποτέ;»
«Ποτέ, η ρουφιάνα», είπε, ο Τζιμπάχ. «Μεγαλοπιανότανε. Με το που την ρίξανε στη πιάτσα, σήκωσε κεφάλι. Ήξερε πως ήταν όμορφη. Τις έχεις δει τις άλλες; Πώς είναι; Αυτή μόνο με τους ‘‘ματσό’’ πήγαινε. Αλλά, από τη μέρα που έμπλεξε με τον μπάτσο χάλασε τελείως. Λέγανε πως της τά ’παιρνε όλα και διαρκώς της ζήταγε περισσότερα. Αυτός της ανέβαζε και την ταρίφα.»
«Αχόρταγος κόσμος, φίλε», είπε ο καφετζής, «αχόρταγος, όσα και να βγάζει δε μπουκώνει…»
Ο Τζιμπάχ, συνέχισε σα να μη τον άκουσε:
«Μόνο όταν την είδα κάτω, πίστεψα πως θα ξαναστρώσουν οι δουλειές. Κι όχι τίποτε άλλο…, μόλις είχα αρχίσει να βγάζω καλά λεφτά με τους Σουδανούς· να ξεχρεώνω, λίγο λίγο, ήρθε η ηλίθια και τα χάλασε όλα. Όχι, το καταλαβαίνεις; Μας έβαλε στις τσέπες μας, συνέταιρο, την αστυνομία. Άσε που όταν έρχονταν αυτοί φεύγαμε εμείς, από δρόμους και στενά. Όχι πες μου είναι σωστό να κάνει τον νταβατζή ο αστυνόμος; Είναι σωστό που αμέσως μετά τα έφτιαξε μ’ αυτόν τον Αλβανό;»
Ο καφετζής σήκωσε το άδειο μπουκάλι και ρούφηξε μια φανταστική σταγόνα μπύρα. Τα μάτια του τρωκτικού είχαν πεταχτεί και πάλι έξω από την ποντικότρυπα:
«Θα μου πεις τελικά, πώς ακριβώς έγινε…; Αλλά, λέμε, ακριβώς...»
Ο Τζιμπάχ τον κοίταξε σα να έψαχνε με δυσκολία μέσα στις σκέψεις του. Λίγο ήθελε να γλιστρήσει σ’ εκείνο τον τόπο του μυαλού του, όπου όλα ήταν θολά από θυμό από μανία, ούτε κι ο ίδιος ήξερε από τι... Αμέσως όμως συνήλθε. Κάτι τον κέντριζε. Κάτι τον ενοχλούσε. Μια λεπτομέρεια… Και την είχε βρει. Ήξερε…
«Τι να σου πω», είπε στον καφετζή, «δεν έγινε όπως έπρεπε…»
Ο Αιγύπτιος έδειχνε να τρελαίνεται: «Πάλι τα ίδια άρχισες; Πας καλά; Τι ‘‘δεν’’ έγινε;»
Ο Τζιμπάχ του ’ριξε, μια περιφρονητική ματιά: «Θυμάσαι που σου είπα πως την τράβαγαν από την καμπαρτίνα που τους έμεινε στα χέρια; Ε, τότε, ξέφυγε η μαύρη και με τη φόρα που είχε έπεσε και χτύπησε –ακούστηκε το κεφάλι της, ξερά– με δύναμη στη κώχη του πεζοδρομίου. Κι έμεινε εκεί. Στον τόπο. Μπορεί τότε και να πέθανε. Γιατί, όταν πήγαν να την σηκώσουν όρθια, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, δε σπαρτάραγε, τίποτε, τίποτε... Μάλλον τη σφάξανε πεθαμένη.»
Ο καφετζής εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει: «Ε, και;», πετάχτηκε, «το ίδιο δε κάνει;…»
Στα δευτερόλεπτα που έσβησε το φως του Νέον βυθίστηκαν και οι δύο στη σκιά.
Με την πρώτη κόκκινη αναλαμπή, το πρόσωπο του Τζιμπάχ, έδειχνε δυο φορές πιο νευριασμένο:
«Όχι, ρε φίλε», είπε, «δεν κάνει το ίδιο. Καθόλου δεν είναι το ίδιο. Κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται σωστά!
»Της άξιζε αυτό που έπαθε, αλλά δεν το ένιωσε.
»Καταλαβαίνεις;
»Δεν το ένιωσε!»

***

Γιάννη, Γιάννη, Μακρυγιάννη
Διήγημα

ριν το χάραμα, ξεκίνησα για το σπίτι του. Κατέβαινα απ’ τ’ Αναφιώτικα, κι ακόμη η πόλη βούλιαζε στη νύχτα. Στη δροσιά του Απρίλη, ήθελα ν’ ανοίξω τα χέρια να πετάξω, να φύγω απ’ όλα. Κάτι τέτοια του έλεγα  και με θεωρούσε αλαφροΐσκιωτο, που ο Θεός έβαλε δίπλα του για να τον δοκιμάζει. Ήμασταν αδελφοποιτοί. Μ’ έσωζε, τον έσωζα. Ζωές χρωστάγαμε.
Απ’ το κατώφλι του είδα το βράχο, κόντρα στο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Πιο μαύρος από ποτέ· βόγκαγε σκοτάδι. Μόνο, ψηλά, οι κολώνες του Παρθενώνα φέγγριζαν φως.
Τον βρήκα στα στρωσίδια. Πρόσωπο κερί σβηστό, μαλλιά, μουστάκια, γένια μακριά, ξασμένο χιόνι. Τι κάνεις, είπα πειραχτικά, Γιάννη Τριανταφύλλου· μου χαμογέλασε αχνά, ψόφο δεν έχω, Γιώργη.
Βούρκωσα, σπάνια έλεγε τ’ όνομά μου. Όλο Γιούδα Ισκαριώτη, με φώναζε, επειδή σκεφτόμουν σαν όλους τους γραμματιζούμενους και του πήγαινα κόντρα. Ούτε γιατρό ούτε φίλο του.
Από το παράθυρο ξεχώριζε αχνά ο Σερπετζές, το ρωμαϊκό θέατρο του Ηρώδη, όπου κόντεψε να χαθεί για τα καλά. Το σπαθί του Τούρκου τον βρήκε, τρεις ή τέσσερις φορές, στο ξερό του κεφάλι. Γούβα έκανε το καύκαλό του.
«μπήκε του φεσιού το μπάλωμα, στα κόκαλα στην πέτσα του μυαλού…»
Κατρακύλησε στο χαντάκι της ντάπιας· πλημμυρισμένον στο αίμα –πάταγαν επάνω του–, τον έσυρα σε μια ζωή που ακόμη, λέει, μου χρωστάει.
Τελευταία, στις 20 Απρίλη 1869, τον έκαναν αντιστράτηγο. Μετά αρρώστησε. Κάθομαι δίπλα του καθημερνά. Από αχάραγα, μέχρι να μη με βαστάν τα πόδια μου. Είμαι και μεγαλύτερος. Τα γιατρικά μου, ανώφελα. Του σκουπίζω τον ιδρώτα, πιάνουμε κουβέντα. Ωραία κουβέντα δηλαδή· δυο που κουβεντιάζουν ή διαφωνούν χωρίς ειρμό και χρόνο. Το χτες, το σήμερα, οι άνθρωποι, οι άγιοί του, ο Θεός του πάνω απ’ όλα. Μιλάει, παραμιλάει, καταλαβαίνει, με κοροϊδεύει; Αλλά, κι εγώ κάποια του λέω, κάποια τα σκέφτομαι.
Σηκώνει τα κοκαλιάρικα δάχτυλα, ασπρίζουν οι κόμποι, και μου δείχνει, έξω από το άλλο παράθυρο. Χαράζει. Στο βάθος, μπορεί η θάλασσα· αχλή ο ορίζοντας της πατρίδας.
Χαλάλι τα ’καμα όλα, Γιώργη, όλα για τον ξεσηκωμό, λέει, και με διαολίζει. Πόσο καθαρός ήταν ο ξεσηκωμός; Ένας χρόνος όλος κι όλος. Κι από το επόμενο έτος, οι Εμφύλιοι. Κι εσύ τι έκανες, Γιάννη; Πήγες κι έγινες μπροστάρης των κυβερνητικών, του Κουντουριώτη, ενάντια στους αντάρτες καπεταναίους. Κι όταν δεν μπόρεσες να τους κάνεις καλά, έφερες από την Αθήνα τον Γκούρα και άλλους. Τον Γκούρα, που τον έφτυνες δυο χρόνια πριν, γιατί έκλεβε και σώρευε το χρήμα, όταν εσύ το δικό σου το μοίραζες στον αγώνα. Και τους τσακίσατε τους αντάρτες, στη Δαλαμανάρα, το Μάη του ’24, λέω. Γι’ αυτό ο Κουντουριώτης σ’ έκανε αρχιστράτηγο. Ναι…
Και σ’ έφαγαν οι τύψεις μετά, Γιάννη. Και βάλθηκες, τριαντατριών χρονών, να μάθεις γραφή, κολλυβογραφή δηλαδή. Γιατί, ξύπνιος ήσουνα, ήξερες πως τα γραφτά μένουν. Έφταιγα κι εγώ βέβαια. Τόσα χρόνια σου διάβαζα βιβλία, βυζαντινά, ρωμέικα, ακόμα και αρχαία, αντιγραμμένα από καλογέρους. Έβλεπες ζωγραφιές, τις ζήλευες. Εγώ σου έφερα τις λαϊκές φυλλάδες, που γράφαν για το μεγάλο του γένους –ανύπαρκτο– βασιλιά Ιωάννη, που θα ανάσταινε, τάχα, την αυτοκρατορία του δικέφαλου αετού. Κι έτσι, πέντε χρόνια μετά, από τότε που μπήκες μπροστάρης στον Εμφύλιο, σου ’ρθε η ιδέα να γράψεις. Για μένα, είναι σα να ζητάς συγνώμη, Γιάννη, όταν εσύ ο ίδιος λες για τα γεγονότα του αλληλοσπαραγμού:
«Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία,» […] «…δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια…» […] «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ‘να και τ’ άλλο μέρος.»
Κι αφού ήσουν άμαθος, γιατί πήγαινες πότε με το ’να και πότε με τ’ άλλο μέρος;
Τι με κοιτάς και γουρλώνεις τα μάτια; Ακούς, καταλαβαίνεις; Μιλάς! Ναι, κι αυτό εσύ το είπες! «αξία έχει το εμείς, όχι το εγώ». Σωστό. Κι όλα τα λεφτά σου τα ξόδεψες στον ξεσηκωμό. Σωστό. Ότι πολέμησες σε όλες τις κρίσιμες μάχες. Σωστό. Αλλά, μια ζωή, παρμένος ήσουνα με το μεγάλο βασιλιά, το Θεό. Βασιλιά – Θεό ήθελες, όταν καλοδεχόσουν τον Όθωνα.
Μια ζωή, περισσότερο μιλούσες με τους αγίους, παρά με τους ανθρώπους. Κι όταν σε κυνήγησε ο Όθωνας, έκατσες και έγραψες, στον ίδιο το Θεό!, προσωπικά, εσύ…:
«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχισμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου[...]. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει να μας ιδεί. [...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...].»
Απότομα, το δεξί του πόδι τρέμει και μένει σε σπασμό. Με νιώθει που σηκώνομαι να τον σκεπάσω· σωπαίνει.
Έξω, το πρώτο φως της αυγής φέγγει σα δεύτερο φεγγάρι· μια ορφανή γραμμή στον τοίχο της κάμαρας. Σβήνω το κερί. Κλείνει τα μάτια. Πολλές φορές έκανε τον πεθαμένο και γλίτωσε. Μπορεί και τώρα…
…Σ’ έφαγε το συναίσθημα, Γιάννη. Ή ποιητής ή πολέμαρχος. Και τα δυο μαζί γέννησαν εσένα. Άνθρωπος που μπλέκει σε πόλεμο και πολιτικές, δεν μπορεί να κουβαλάει –χελώνα το καβούκι της–, τόσο συναίσθημα και κουβεντολόι με το Θεό.
Ναι, σ’ ακούω, σ’ ακούω… Ποτέ δεν ξέχασες εκείνο τον ξυλοδαρμό, στα δεκατέσσερά σου, στην Άρτα, το 1811. Στο πανηγύρι του Α’γιαννιού, όπου τσάκισες το καριοφίλι του αδερφού του Θανάση Λιδωρίκη. Κι ο αδερφός του Λιδωρίκη σε σάπισε στο ξύλο, σε ξευτέλισε μπροστά σε όλους! Θεώρησες πως ό,τι έγινε, έγινε στο «σπίτι» του Άη Γιάννη, ένεκα το πανηγύρι. Πήγες στην εκκλησία του και με κλάματα γοερά, ορκίστηκες στον άγιο, έταξες να του πας μαλαματένιο καντήλι, αρκεί να καζάντιζες με άρματα ασημένια και δεκαπέντε πουγκιά... Λίγα χρόνια μετά, το πήγες το καντήλι. Από τότε κόλλησες…, με αγίους και Θεό.
Αλλά, εγώ αναρωτιόμουνα, πώς έβγαλες τα γρόσια που ’δωσες στον αγώνα; Τα ’χουμε πει... Το γράφεις στα χαρτιά σου, πούλησες βρώμη κι αραποσίτι, τέσσερις φορές ακριβότερα από όσο τα αγόρασες. Και καλά, αν ήταν καθαρό εμπόριο. Αλλά, εκείνες τις χρονιές, είχε πέσει πανούκλα, κι εσύ πλούτισες από την αρρώστια των άλλων. Μ’ αυτά τα λεφτά έκαμες μαλαματένιο το καντήλι του άγιου. Σύμφωνοι, έδωσες κι άλλα στην πατρίδα. Πολλά! Μέχρι που στα πήραν όλα, διαγούμισαν το σπίτι σου, το έκαψαν, οι σύντροφοι και συναγωνιστές σου.
Ναι, σ’ ακούω, σε όλους πρόσφερες! Αλλά με κανέναν δεν στέριωσες, σκέφτομαι. Τον πρώτο σου καπετάνιο, τον Μπακόλα, τον άφησες, σκάλωσες λίγο στα Σάλωνα, μετά Αθήνα, με Καραϊσκάκη, Οδυσσέα και Γκούρα. Σ’ εξόργισε ο άρπαγας ο Γκούρας, τους παράτησες, πήγες με Κολοκοτρώνη, σ’ έστειλε στους Μοραΐτες να φιλιώσεις. Τα βρόντηξες και πήγες στον Κουντουριώτη, έγινες μπροστάρης του Εμφύλιου. Ο τόπος δεν σε χώραγε, Γιάννη, ο τόπος. Σβούρα γύρναγες και μεγαλοκαπετάνιος δεν έγινες· πάντα δεύτερος ήσουνα.
Τι; Σ’ έκανε χιλίαρχο ο Καποδίστριας; Ε, και; Μήπως στέριωσες και μ’ αυτόν; Τουλάχιστον έδωκα στους Έλληνες το Σύνταγμα, ψιθύρισες κάποια στιγμή, και μ’ ανέβηκε το αίμα… Ποιο Σύνταγμα, αναλογίστηκα, η ιδέα και το κείμενο ήταν του Καποδίστρια, που όταν σου ζήτησε να ορκιστείς, αρνήθηκες· εχθρό τον έκαμες.
Ύστερα, όπως πάντα, άλλαξες μυαλά. Και καλοδέχτηκες τον Όθωνα. Του ’δωσες κιόλας να σου βαφτίσει το παιδί σου, που πήρε τ’ όνομά του. Και μετά θυμήθηκες το Σύνταγμα, αυτό που παλιότερα δεν το ήθελες με όρκο. Αλλά, κι όταν τον παράτησες τον Όθωνα, ποτέ δεν στάθηκες ξεκάθαρα εναντίον του. Κι άντε να εξηγήσω το ότι, όταν έπεσε ο Βαυαρός, το βαφτιστήρι του, ο γιος σου, ο Όθωνας, μπήκε στο παλάτι, πήρε τη σπασμένη ξύλινη κορώνα του θρόνου και την έφερε στα πόδια σου.
Καλά έκανε;! Γιατί, Γιάννη; Εσύ, για βασιλιάς πήγαινες και σου ’φερε την κορώνα; Ήταν τότε, που σε πήρε στα χέρια ο λαός, να σου κάνει θρίαμβο στην Αθήνα, ο λαός, που λίγα χρόνια πριν:
«Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’ αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού 'δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...»
Είχε και πάλι κλείσει τα μάτια.
Α, ρε Γιάννη… Αφήνεις πίσω σου τα χειρόγραφα, όπου μέσα τους πήρες να χωρέσεις τα πάντα. Θεό, αγίους, ανθρώπους, πατρίδα, καλό, κακό. Αλλά, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. Κι έγραψες πολλά, πάρα πολλά. Μόνο που σ’ αυτά, ο καθένας βρίσκει και φτιάχνει το δικό του όνειρο. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Τον κοιτάζω. Αναπνέει, δεν αναπνέει;
Μ’ ακούς, Γιάννη; Γιάννη, Μακρυγιάννη.


____________________________________________________

Δ η μ ο σ ι ε ύ σ ε ι ς  / Α ν α ρ τ ή σ ε ι ς
____________________________________________________

1. Εφημερίδα Η Αυγή, Ένθετο Αναγνώσεις, σελ. 36, 26-3-2011

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=606811
2. Translatum forum
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=128175.0


***


Παράπλευρες απώλειες*
Διήγημα

ο τρίτο ανθρώπινο σφάγιο βρέθηκε γωνία Φυλής και Φιλιππίδου. Είχε ένα μεγάλο χαμόγελο από μαχαιριά· στο λαιμό. Σειρά οι θρόμβοι έλαμπαν –σπόροι από ρόδι. Το πτώμα μπροστά από ένα ρημαγμένο μαγαζί, παλιό χασάπικο. Κι ο ένοχος, λέγαν, τρελός· αλλά γιατί;
Χλωμός ο ήλιος, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, έδειχνε το σημάδι του αίματος στο πεζοδρόμιο· το ξεθώριαζε, το έσβηνε. Τις νύχτες ζωντάνευαν σκιές –ο κόσμος όλος– στο άδειο χασάπικο. Κόσμος γεμάτος τσιγκέλια, τεμαχισμένα σώματα, παΐδια, μπούτια γδαρμένα, δόντια που δάγκωναν αιματοβαμμένες γλώσσες, μάτια παγωμένα· μαχαίρια στη σειρά, κούτσουρα που ξερνούσαν από τους πόρους τού ξύλου, αίμα.
Μέρες πριν την τρίτη σφαγή, το σώμα του εννιάχρονου Αχρέμ είχε ανατιναχτεί. Νόμισε ξεχασμένη την τσάντα μπροστά από το Υπουργείο Ασφάλειας. Την πήρε. Τα χέρια του απέμειναν στο κατώφλι, το σώμα πολτός καρφώθηκε στους πυράκανθους της μάντρας του Υπουργείου, τα πόδια άθικτα, σε στάση φυγής που δεν έγινε ποτέ.
Οι τρομοκράτες χαρακτήρισαν τον μετανάστη «παράπλευρη απώλεια».
Ο Αχρέμ ήξερε από σφαγές. Είχε έρθει με τον πατέρα του, για να γλιτώσουν. Στη Σρί Λάνκα τον τρόμαζαν όλα, ως και ο Σαμάνος τους. Τον έβλεπε να ξεκοιλιάζει το σφάγιο, να εξαγνίζει τα έντερα στο φεγγαρόφωτο, πριν την θυσία στη πυρά· για καλή σοδειά. Αντί γι’ αυτήν τους ήρθαν οι αντάρτες Ταμίλ· οι σφαγές.
Περιπλανιόταν η ψυχή του Αχρέμ, δεν έλεγε να ησυχάσει. Δεν έβρισκε την καρδιά, τα σπλάχνα του, ανάμεσα στους πυράκανθους, να τα νιώσει όλα σώμα του και μετά να φύγει. Ανήσυχος τις νύχτες τριγυρνούσε κοντά στους ζωντανούς, πάνω κάτω σε δρόμους και πλατείες· από Βικτορίας σε Φυλής και Φώκαιας μέχρι Αγκύρας, Κυζίκου, Αμφιλοχίας.
Την ώρα που ο τρελαμένος σφάχτης ορμούσε στο τέταρτο θύμα του, βγήκαν απ’ τις σκιές οι αστυνόμοι. Άρχισε το πιστολίδι· τον άφησαν στον τόπο.
Ο Αχρέμ, είδε από ψηλά –ψυχή ακόμη χωρίς σώμα– τον πατέρα του να πέφτει· με τη φαλτσέτα στο χέρι.


_________
*Το διήγημα Παράπλευρες απώλειες, ζητήθηκε από τα μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων, με όριο τις 300 λέξεις, και δημοσιεύθηκε στο, «Βία και λογοτεχνία», Ημερολόγιο 2011, Εταιρεία Συγγραφέων, Αθήνα 2011.