Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ρωμανός Γιώργος / Διήγημα / Το θαύμα



Γιώργος Ρωμανός

Το θαύμα

έλειωνε και το 1999, έφταναν τα Χριστούγεννα, κι ο πατέρας μου δεν έλεγε να έρθει, στη Σαλονίκη. Η θεία μου, αδερφή του πατέρα μου, κι εγώ νοικιάζαμε ένα σπιτάκι, δυο δωμάτια, στις Συκιές, κοντά στα κάστρα. Τα νέα από την Γιουγκοσλαβία όλο και χειρότερα. Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι μας είχαν βομβαρδίσει τον Μάρτιο, μας κατέστρεψαν. Απ’ τον πατέρα μου κανένα νέο· από καιρό. Οι μουσουλμάνοι τον κυνηγούσαν και οι χριστιανοί τον έλεγαν προδότη, επειδή είχε παντρευτεί μουσουλμάνα. Κρυβόταν από τότε που, μέρα μεσημέρι, στη μέση του δρόμου, έκοψε με φαλτσέτα το λαιμό του Ντραγκάντσε, του Βόσνιου –Αρουραίο τον λέγανε. Κι αρχίσανε οι Βόσνιοι να κυνηγάγανε τον πατέρα μου, να τον σκοτώσουν. Ο Ντραγκάντσε ήτανε αδερφός της μάνας μου και την είχε σφάξει ο ίδιος. «Μουσουλμάνα», είπε, «να κλεφτεί με έναν Σέρβο, χριστιανό…». Έτσι άρχισε η βεντέτα. Κι ο πατέρας μου πήρε τα βουνά· εκεί τον βρήκε ο πόλεμος.
Πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Η φιλόλογος, η κυρία Χριστίνα, με αγαπούσε. Την είχα δει να μιλάει, με τις ώρες, με τη θεία Μιλίνκα. Σίγουρα θα της έλεγε πόσο πολύ διάβαζα στο σπίτι, για να με παραδέχονται τα άλλα παιδιά στην τάξη· πόσο ήθελα να νιώσω πατρίδα μου τη Σαλονίκη. Να ανήκω κάπου. Εγώ, ο ξένος. Όλο «Αλέξανδρε» κι «Αλέξανδρε», με είχε η κυρία. Αλλά κι εγώ ήμουνα πρώτος, στα Μαθηματικά, τη Γεωγραφία, τη Ζωγραφική. Έκρυβα την καταγωγή μου απ’ όλα τα παιδιά, εκτός από το φίλο μου τον Σπύρο, σε κανέναν δεν έλεγα πως ήμουν Σέρβος. Έλληνας έλεγα, και πως πριν έρθω, ζούσα με τον πατέρα μου στη Γερμανία. Όταν δυσκόλεψαν, εκεί, τα πράγματα αναγκαστήκαμε να ’ρθουμε στην Ελλάδα, με τη θεία μου. Ο Σπύρος, ήτανε ο μόνος άνθρωπος που υπέφερε για μένα. Ένιωθε για το δικό μου Κόσοβο, όπως εγώ ένιωθα για τη Σαλονίκη του. Μας πλάνταζε κρυφός καημός, θέλαμε να ζούμε αλλού, κάπου μακριά από όλους και όλα.
Η μάνα του Σπύρου είχε στολίσει και φέτος χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μ’ άρεζε το δέντρο. Στο σπίτι μας δεν στολίζαμε, μόνο κάτι κλαριά έφερνε ο πατέρας μου, έτσι για το καλό. Δεν ήθελε να νιώθει άσχημα η μάνα μου, η Μουσουλμάνα. Την αγαπούσε, μου ’χε πει μια φορά, σαν το χώμα της ψυχής του, σαν τη γη του. Ποτέ δεν είχα ζήσει γιορτές, όπως εδώ, στο σπίτι του Σπύρου. Μ’ άρεζε κι όταν ξετυλίγαμε τα στολίδια του δέντρου. Μαζευόμασταν όλοι. Ο Σπύρος, ο πατέρας του, η μικρή του αδερφή, η μάνα του, η θεία Μιλίνκα κι εγώ. Χαρτιά, κουτιά, μπάλες, τούφες από πριονίδια, αγγελάκια, γιρλάντες, λαμπιόνια. Κάτω από το δέντρο, μικρά αγάλματα. Το σπήλαιο, ο Χριστός, ο Ιωσήφ, βοσκοί, μάγοι, πρόβατα, γελάδες στο παχνί. Ένα άγαλμα, το πιο ωραίο, η Παναγία, με γαλάζιο φόρεμα και κόκκινη μαντίλα.
Κάποια στιγμή που είχανε φύγει όλοι και χάζευα τα αγαλματάκια, μου πέφτει κάτω η Παναγία και σπάει το ένα της χέρι. Γύψινη σκόνη στο πάτωμα. Την ξανάβαλα στη θέση της, λίγο στο πλάι, έτσι που να μη φαίνεται το σπασμένο. Έκρυψα τα τρίμματα και το γύψινο χεράκι στην τσέπη του παντελονιού μου. Πήγα στο μπάνιο και κλειδώθηκα. Απελπισμένος. Με πιάσανε τα κλάματα. Είχα σπάσει το χέρι της Παναγίας. Κάτι σαν τότε που είχα χάσει το μπροστινό μου δόντι. Δε θυμόμουν μεγαλύτερη θλίψη για να την παρομοιάσω. Γελοίος, με μια τρύπα στο χαμόγελο. Όλα τα κακά θα πέφτανε πια επάνω μου. Μπορεί να σκότωναν τον πατέρα μου. Να μην τον έβλεπα ποτέ. Κι αν πέθαινε η θεία μου θα ήμουνα για πάντα μόνος μου· σε ξένο τόπο, με ψεύτικη καταγωγή. Στην τσέπη μου, τα τρίματα και το χεράκι της Παναγίας. Αν έβρισκα μια κόλλα και το κόλλαγα; Αλλά, σίγουρα θα ήταν πιο κοντό από τ’ άλλο. Μπορεί όμως, στα παλιατζίδικα, πάνω απ’ τα λεμονάδικα, να έβρισκα ένα ίδιο αγαλματάκι και να το αντικαθιστούσα, πριν καταλάβουν οι άλλοι.
Μα αμέσως σκέφτηκα, γιατί να βάλω το μυαλό μου στο κακό. Γιατί να μην έκανα το χέρι γούρι μου; Το εντελώς δικό μου γούρι. Να με φυλάει απ’ το κακό, να κάνει θαύματα. Ναι, αυτό θα έκανα. Θα το κρατούσα κρυφά πάντοτε μαζί μου. Θα το έλεγα «το Άγιο Χέρι». Ή, καλύτερα, το «Χέρι», για να μην καταλάβει κανένας το μυστικό μου.
Είχα συνέλθει κάπως, όταν άκουσα το Σπύρο να μου γρατζουνάει την πόρτα. Σκούπισα προσεκτικά τα μάτια μου και πήγαμε στο δωμάτιό του. Είχε έναν παλιό Άτλαντα Γεωγραφίας. Του παππού του. «Εν έτει, 1910», έγραφε απ’ έξω. Χάρτες πολύχρωμοι. Διαδρομές των μεγάλων εξερευνητών. Μαζί με τον Σπύρο, κάποτε θα κάναμε μεγάλες εξερευνήσεις. Θα βρίσκαμε την πατρίδα όλων των ανθρώπων.
Την άλλη μέρα το χιόνι έπεσε πολύ και πυκνό. Πάγωσαν τα πάντα. Τα σχολεία κλειστά. Διακοπές. Η καλύτερή μας. Με τον Σπύρο, είπαμε να πάμε μέχρι την Παραλία, να τα δούμε όλα κάτασπρα. Ελπίζαμε να βλέπαμε τη θάλασσα άσπρη, παγωμένη. Θάλασσα του χιονιού. Να περπατάγαμε επάνω της, όπως στο Βόρειο Πόλο. Έτριβα στην τσέπη μου το «Χέρι» κι ευχόμουν να κάνει το θαύμα του. Να παγώσει ο Θερμαϊκός. Να γίνει ένας πάγος σκληρός, και, περπατώντας, να πάω μέχρι εκεί, όπου δεν υπάρχει ορίζοντας, σύνορα. Γιατί, στη Σαλονίκη, τις περισσότερες μέρες, αν κοιτάξεις τη θάλασσα, δεν υπάρχει γραμμή που να τη χωρίζει από τον ουρανό. Αυτό, έλεγα, κάτι θα σημαίνει. Μάλλον από εκεί θα μπω σ’ έναν άλλο τόπο. Στον δικό μου.
Απογοητεύτηκα. Η θάλασσα ήταν ίδια, υγρή, ρευστή, μόνο πιο σκοτεινή. Τα κύματα σαν βαριές κουβέρτες, που τις κουνάει ο αέρας, αλλά επειδή έχουν βραχεί, κουνιούνται μόλις και μετά βίας. Πήραμε να περπατάμε στη χιονισμένη Παραλία. Τα πάντα λευκά. Παχύ άσπρο. Μόνο οι πατημασιές μας, δυο σειρές στίγματα πίσω μας, φανέρωναν ότι είμαστε ζωντανοί. Τριγύρω, για χιλιόμετρα, ψυχή άλλη δεν υπήρχε. Ήμουνα σίγουρος πως, μέσα στην ομίχλη, αν κάποιος μας παρατηρούσε από τον Λευκοπύργο, δεν θα μας έβλεπε. Μόνο δυο αχνές φιγούρες, σχεδόν αόρατες, φαντάσματα, που πίσω τους άφηναν τα ίχνη των ποδιών τους. Πατημασιές, λίμνες μικρές από λιωμένο χιόνι.
Κοντά στο Ντεπό, εκεί όπου σκάβανε για το μέγαρο Μουσικής, υπήρχε ένα απέραντο πλάτωμα, λίμνη από παγωμένο νερό, και χιόνι παντού. Τα παιδιά που συναντήσαμε λέγανε πως είχε τρία μέτρα βάθος. Δεξιά κι αριστερά, τα μηχανήματα εκσκαφής κοκαλωμένα. Κόκκινοι δράκοι, με στόμα μισάνοιχτο. Ως και οι φλόγες που πέταγαν εκείνα τα στόματα είχαν παγώσει από το κρύο. Μερικά παιδιά κάνανε γλίστρες, πάνω στα κρύσταλλα του νερού. Ένας με ποδήλατο προσπάθησε να κάνει μια φιγούρα, κάτι σαν σούζα πάνω στον πάγο, τινάχτηκε στον αέρα, —εγώ έτριψα δυνατά το «Χέρι», μες στην τσέπη μου, για να κοκαλώσουν, παιδί και ποδήλατο, εκεί, στον αέρα—, πετάχτηκε όμως από τη σέλα, τα πόδια πίσω, σαν να μην ανήκαν στο σώμα του, το τιμόνι μπροστά, λες και το ποδήλατο ήθελε να συνεχίσει στον ουρανό, στα σύννεφα, αλλά ο αναβάτης του δεν είχε φτερά· έπεσαν και οι δυο μαζί, με γδούπο. Το γυαλί του πάγου κομμάτια. Στις γύρω όχθες κρατήρες από στρώματα χιονιού, μαραμένα φύλλα, λάσπη που κριτσάνιζε, κάτω από τα παπούτσια μας. Αυτό το χιόνι ήταν όλο γυάλινες βελόνες. Δεν ήταν να το φας, να ξεδιψάσεις. Οι βελόνες θα έσκιζαν τα ούλα σου, θα σου καρφώνονταν στο λαρύγγι. Θα πέθαινες από ασφυξία και αίμα.
«Ξέρεις πόσοι έχουν πνιγεί, σ’ αυτή την Παραλία, όποτε παγώνει;», είπε ένα άγνωστό μου παιδί. Αμέσως φαντάστηκα τα πρόσωπα των πνιγμένων να αιωρούνται στο βυθό, όπως τα φύκια. Αιωρούνταν με σώματα χωρίς κόκαλα. Τα μεγάλα φύκια και τα άλλα θαλάσσια φυτά πάντοτε μου έμοιαζαν σαν να θέλανε διαρκώς να ανεβούνε στην επιφάνεια, και κάτι να τα κρατούσε στον βυθό· σε διαρκή πνιγμό.
Κάποιος έφερε μια μπάλα. Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες και παίζαμε εκεί που είχε λιώσει το χιόνι. Ο Σπύρος, που ήξερε ότι ήμουν γυμνασμένος, λάστιχο, με έβαλε μπροστά. Ήξερε πως και μόνο να έκανα ανάποδο ψαλίδι, οι άλλοι θα κώλωναν. Έτσι και έγινε. Κερδίζαμε. Στο δεύτερο γκολ, πλακωθήκαμε Ένας ψηλός, που έμοιαζε αρχηγός των άλλων, με μακρύ λαιμό γαλοπούλας και καρύδι κόκκινο, ήθελε καβγά. Το πρόσωπό του είχε μαραγκιάσει από το κρύο και τα μάγουλά του ήταν όλο δίπλες, σαν το μέσα του κάστανου. Ούρλιαζε πως ήμουν μπάσταρδος, κι ότι δεν ήταν κανονικό το γκολ που είχα βάλει. Δεν μ’ άρεσε που με είπε μπάσταρδο. Έκανα πίσω και κρυφά έτριψα το «Χέρι» στην τσέπη μου, να σταματήσει ο τσακωμός. Εκείνος, όμως μου όρμηξε με τις γροθιές του. Τις απέφυγα. Σβούριξαν αέρα, μια αριστερά και μια δεξιά από το πρόσωπό μου. Χρειάστηκε να του ρίξω μια αστραπιαία κουτουλιά στη μύτη. Έπεσε ξερός. Το πρόσωπό του γέμισε παγωμένα σάλια, αίμα. Καθώς έτρεχε να φύγει, κλαψουρίζοντας άφηνε κόκκινα στίγματα στο χιόνι. Κουμπιά στη σειρά, μου έμοιαζαν, σε άσπρο πουκάμισο.
Είχα τόσο καλή διάθεση πριν λίγη ώρα και τώρα όλα είχαν χαλάσει. Έβλεπα και το Σπύρο άκεφο. Πήραμε να απομακρυνόμαστε. Τότε, ακούσαμε σκυλιά να γαβγίζουν. Σκαρφάλωσα στην καμπίνα μιας μπουλντόζας και είδα να επιστρέφει εκείνος που είχα χτυπήσει με μεγάλη παρέα. Μπροστά δύο μεγάλοι κρατούσαν απ’ τα λουριά δυο άγρια σκυλιά. Μας έψαχναν. Ήτανε δέκα. Τα πρόσωπά τους κατακόκκινα. Παραμορφωμένα. Τα σκυλιά αφρίζανε. Τα δόντια τους μπορούσαν να κόψουν τα κεφάλια μας στα δύο. «Τρέχα», είπα σφυριχτά στο Σπύρο, και φύγαμε σκυφτά, βολίδα, φροντίζοντας η μπουλντόζα να μας εξαφανίζει απ’ το οπτικό τους πεδίο. Τρέξαμε ώρα πολλή, χωρίς να κοιτάμε πίσω. Φτάσαμε στη γειτονιά μας ξεπνοημένοι. Δεν το πίστευα ότι είχαμε γλιτώσει.
Μπήκαμε από την πόρτα της κουζίνας μας. Είδα σκυμμένη τη θεία Μιλίνκα να κλαίει με λυγμούς, με αναφιλητά χαράς. Δεν μπορούσε να μου μιλήσει. Μόνο μου έδωσε την κάρτα να διαβάσω. Ο πατέρας· μου έγραφε πως ζούσε. Θα ’ρχόταν σε λίγες μέρες.
Πλάνταξα από χαρά, αλλά ένιωσα μπερδεμένος. Δεν μπορεί ‘‘κάτι’’ είχε γίνει, ‘‘κάτι’’…, ‘‘κάπως’’… Όταν είχα τρίψει στην τσέπη μου το «Χέρι», για να παγώσει ο Θερμαϊκός, ή να μείνει ακίνητο στον αέρα το παιδί με το ποδήλατο, ή να σταματήσει ο καβγάς στην Παραλία, ‘‘Κάτι’’ έγινε, ‘‘κάτι’’.
Ακόμη κι αν δεν γίνονται θαύματα, σκέφτηκα, για τόσο φτηνά πράγματα, μπορεί να γίνει ένα θαύμα σε όποιο μέρος θέλει το ίδιο το θαύμα.


***

_____________________________________

Τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού:

Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη
μυθιστόρημα
 Εκδόσεις Άγκυρα


 ***



Δεκαεννέα κριτικές, εισηγήσεις, μελέτες
 (Αποσπασμάτα)
 




«…διαβάζω το μυθιστόρημα, Γιούντιν, του Γιώργου Ρωμανού όχι απροκατάληπτα: αλλά ως ένας Θεσσαλονικιός (και με τριγύρισε σε δρόμους και σε πλατείες που τις ήξερα –όπως δεν τις ήξερα) και ως φιλόλογος (και με περιδιάβασε σε γωνίες και κατατόπια της αφηγηματικής τέχνης–όπως τα ήξερα και δεν τα ήξερα).»
Εισήγηση από τον Ιωάννη Καζάζη, καθηγητή Φιλολογίας Α.Π.Θ., κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 19.4.2013, στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στην Εφημ., Ελληνική Γνώμη, Βερολίνο, Ιούλιος 2013, αφ. φ. 160,
και στο diapolitismos.net,

**

«Ο Γιώργος Ρωμανός αξιοποιεί πληθώρα ντοκουμέντων (ακόμα και επινοημένες φωτογραφίες) και αποκρυπτογραφεί με επιδέξιο μοντάζ το ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να συνθέσει ένα συναρπαστικό αφήγημα…», «Γνώστης της τοπιογραφίας της πόλης, ο Γ. Ρ. διηγείται με διεισδυτική ματιά και ευαισθησία τις ιστορίες των ηρώων του, που  έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τη λαίλαπα της ιστορίας, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει μερικά από τα κρυμμένα μυστικά της Θεσσαλονίκης…», «Παράλληλα, ο σ. αρθρώνει έναν ενδιαφέροντα αναστοχασμό για την ιστορία.»
Γιώργος Αναστασιάδης, Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας, Νομικής σχολής, Α.Π.Θ., Περιοδικό: Θεσσαλονικέων Πόλις, τ.21, σ. 84, 2013.

**

«Το βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού, Γιούντιν, διαφέρει από τα άλλα της μυθιστορηματικής υφής που διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη γιατί περιέχει με ακρίβεια επίσημα στοιχεία, όπως επίσης πτυχές του δράματος (κυρίως προδοσίες) που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωτικά ολοκληρωθεί.»
Περιοδικό Χρονικά, Έκδοση Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος, τόμος 36, αρ. φύλλου 241, σελ. 21, Ιούλ.–Σεπτ. 2013.

**

«Αν δεν είχε μυθιστορηματική φόρμα θα μπορούσε να είναι η σύνοψη μιας διδακτορικής διατριβής για το ζήτημα της εξόντωσης των Ελλήνων εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, με άξονα τη μελέτη των ψυχικών επιπτώσεων και του ανεξίτηλου τραυματικού αποτυπώματος»…« Ο Γ. Ρωμανός έγραψε μετά από πολύχρονη εξαντλητική έρευνα. Γι’ αυτό το μυθιστόρημά του έχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον.»…«οι λογοτεχνικές αρετές της γραφής του Ρωμανού είναι διακριτές σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Χ. Θεοχάρη, ποιητή και εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού «Εμβόλιμον», στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, στο εντευκτήριο του περιοδικού Εμβόλιμον, στις 9.12.2013, και στο BOOOKPRESS, 11.12.2013.

**

«…Συγχαίρω τον συγγραφέα για το πόνημα του λαμβάνοντας υπόψη πως ο κύριος Ρωμανός δεν ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα, αλλά αντιμετωπίζει στο βιβλίο του την ιστορία με σύνεση, σοβαρότητα, ειλικρίνεια, και σεβασμό συνδυάζοντας αριστοτεχνικά την ιστορική γνώση με τη λογοτεχνική τέρψη…»
Εισήγηση από τον Μαρσέλ Σολομών, πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Βόλου, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Βόλο, και στο βιβλιοπωλείο «Χάρτα», στις 11.11.2013.

**

«…θα αδικούσα το μυθιστόρημα, αν παρέλειπα να μιλήσω για το πώς, για τους ευφυείς τρόπους δηλαδή, με τους οποίους ο Ρωμανός συνθέτει το μύθο του παίζοντας κυρίως με τα επίπεδα του χρόνου. Πιστεύω ότι οι τρόποι αυτοί μαζί με τη γλώσσα και τη γραφή προσδίνουν ιδιαίτερη ποιότητα στο βιβλίο.»...«Ευφυέστατη είναι και η εμπλοκή των αφηγητών.»…«Η ποιότητα του λόγου, η λέξη και η σύνθεση του λόγου αξίζουν περισσότερο από καθετί. Ο Ρωμανός θα έλεγα ότι γράφει “με λογισμό και μ’ όνειρο”, για θυμηθούμε τον Σολωμό. Υπάρχει ο στοχαστικός λόγος, ο προσγειωμένος, ο δοκιμιακός, υπάρχει και ο ονειρικός, ο ποιητικός, σε σημεία που απαιτείται η υπέρβαση του συμβατικού.»
Εισήγηση από τον Νίκο Βαρμάζη, καθηγητή κλασσικής φιλολογίας Α.Π.Θ., και συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 23.10.2013, στην Κατερίνη, και στο βιβλιοπωλείο «Ηλιάτορας».

**

«…οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι σφαιρικοί, η ιδιοσυγκρασία και τα κίνητρα είναι σύνθετα και αναπαρίστανται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι δύσκολο να περιγραφούν με επάρκεια στην πραγματική ζωή, πόσο μάλλον στις σελίδες ενός βιβλίου. Εδώ έγκειται όμως και η μαεστρία του συγγραφέα, ο οποίος καταφέρνει με την αφηγηματική του δεινότητα να μας εκπλήξει.»…« το βιβλίο του Ρωμανού δεν είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα σαν αυτά που πουλιούνται κατά χιλιάδες και καταλήγουν στην ανακύκλωση λίγους μήνες μετά. Ή μάλλον δεν είναι μόνο ερωτικό μυθιστόρημα, είναι ένα σύνθετο μυθιστόρημα με ιστορία και κυρίως με πολλή ποίηση. Ποίηση στον τρόπο γραφής, ποίηση στην εκλογή των λέξεων, των εκφράσεων, των εκφραστικών μέσων.»
Εισήγηση από τον Νίκο Παπαγεωργίου, Δρ. Φιλολογίας, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λαμία, στις 5.11.2013, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λαμιέων.

**

«Στις αρετές του βιβλίου είναι η εντυπωσιακή έρευνα, σε βάθος, που έκανε ο συγγραφέας.» (και) «η γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο στη λογοτεχνία.»
Εισήγηση από τον Κώστα Αρκουδέα, συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Παπάγου, στις 10.12.2013, και στο Salonikanews.com, 4.2.2013.
Στο: Salonikanews
και στο: Οδός Βιβλίων

**

«Με τις μυθιστορηματικές συμβάσεις (πολλαπλά κι εναλλασσόμενα αφηγηματικά επίπεδα, αναχρονισμούς κ.ά.), ερχόμαστε απέναντι στην καθαρή ιστορική εμπειρία.»…«…με παρένθετα ντοκουμέντα, φωτογραφίες, έγγραφα»…«Το βιβλίο, ίσως από τα λίγα που αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό ιστορικά ντοκουμέντα, μεταχειρίζεται ένα μεγάλο αριθμό, ημερομηνιών, γεγονότων, προσώπων, τα οποία τοποθετεί στο λογοτεχνικό του γίγνεσθαι.»…«Ο αναγνώστης, μοιάζει σα να παρακολουθεί το σενάριο του Ελιάν, ή εν τέλει και την ίδια του την ταινία. Άλλωστε, ο εικονοπλαστικός λόγος είναι μία από τις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου· η εικόνα, είτε με τη μορφή της φωτογραφίας, είτε του κινηματογραφικού φακού …εγείρει καταστάσεις της μνήμης και υποκινεί τις περισσότερες αφηγήσεις, οι οποίες δεν ακολουθούν ποτέ τη «ροή της συνείδησης», αλλά είναι προσεκτικά κατασκευασμένες, ιστορικά, μαρτυρίες.»
Μελέτη-Εισήγηση από τον Μάριο-Κυπαρίσση Μώρο, φιλόλογο, με τίτλο: «Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος εν διωγμώ», κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 22.12.2013, στην Κοζάνη, και στο «Μορφωτικό Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο».

**

«Η ικανότητα του Ρωμανού του δίνει τη δυνατότητα και την ελευθερία να κινηθεί πέρα από τις βεβαιότητες, για αθώους κι ενόχους, θύτες και θύματα.» […] «Ο Ρωμανός μοχθεί για την ιστορική έρευνα, αλλά πρώτα ‘‘νοιάζεται για τις λέξεις’’.»
Απόστολος Λυκεσάς, συγγραφέας-δημοσιογράφος, εφημερίδα, Η Αυγή, ένθετο, Αναγνώσεις, 14.4.2013, σ. 45.
Και στο:

**

«...πέρα από τη γοητεία που ασκούν τα πρόσωπα, που ζουν στο δικό τους χρόνο του τότε και του τώρα, αναδύεται από τις σελίδες του «Γιούντιν», η αίσθηση ή και η αποφορά της ιστορίας που έχουμε απωθήσει στο περιθώριο, επιδιώκοντας να τη διαγράψουμε από τη συλλογική μνήμη.»
Κώστας Μαρίνος, εφημερίδα Μακεδονία, 31. 7. 2013,.

**

«Παρακινημένος από την ωστική δύναμη των ηρώων που αιματώνει η γραφή του, ο Ρωμανός κινείται σε τρεις «τόπους» αφήγησης. Ο μύθος, η λογοτεχνική αφορμή, η ιστορική έρευνα τεκμηριωμένη με στοιχεία (έγγραφα, φωτογραφίες, αναφορές αρχείων) και τα όνειρα. Η ποίηση. Στέκομαι στο τελευταίο που έρχεται να «δέσει» με την εικαστική ιδιότητα του συγγραφέα. Όλα μπλέκονται αρμονικά.» […] «Είναι πολύ λίγο να πει κάποιος ότι απόψε παρουσιάζουμε ένα ακόμη βιβλίο για το Ολοκαύτωμα, στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα αφουγκραζόμαστε μέσα σε ένα βιβλίο την περιπέτεια της ύπαρξης, στην αιώνια πατρίδα, τη γη των ανθρώπων.»
Εισήγηση από τη Λένα Παπαθανασίου, βιβλιοθηκονόμο κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 19.4.2013, στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στο diastixo, 24.7.2014, και στο περιοδικό «Η Ακτή», έτος Κ.Ε΄., τ. 97, Χειμώνας 2013.

**

«…καταμεσής σήψης και θανάτου, το παράλογο σπρώχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα σε μια πράξη έρωτα που μαστιγώνει τον ίδιο τον θάνατο με την ορμή του. Γίνεται η ερωτική τους επαφή φως, που τρομοκρατεί με την άγρια ομορφιά του. Τόσο μεγάλη είναι η ένταση του παραλόγου, που τα δύο σώματα νιώθουν πιο ζωντανά από ποτέ. Ο Ρωμανός, με μια δυνατή εικόνα, περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον κεντρικό άξονα του συστήματος άνθρωπος – κόσμος, του αιώνιου παραλόγου της υπάρξεώς μας.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Χ. Στεργιόπουλο, ποιητή, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λαμία, στις 5.11.2013, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λαμιέων, και στο περιοδικό «Φρέαρ», 5.12.2013.

**

«Η ‘‘Οδύσσεια’’ μιας Εβραίας από τη Θεσσαλονίκη, κρύβει στις σελίδες της» […] «πολυετή επιστημονική έρευνα.»[…] «Για την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος χρειάστηκαν 3½ χρόνια. Καθημερινό γράψιμο και έρευνα.»
Άθως Δημουλάς, δημοσιογράφος, συντάκτης πολιτιστικού, εφημερίδα, Η Καθημερινή, περιοδικό «Κ», 17.2.2013, τ. 507, σ. 42-43..

**

«Ντοκουμέντα και μυθοπλασία αποκαλύπτουν τα μυστικά της Θεσσαλονίκης και των θυμάτων της εποχής εκείνης.» […] «Και πώς όλα αυτά επηρεάζουν τη χώρα μας σήμερα.»
Βένα Γεωργακοπούλου, δημοσιογράφος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19.4.2013, Ατζέντα Art, σ. 36.

**

«…η αφηγηματική ενάργεια, η συνεπής και πειστική «πλαστική» του αφηγήματος, ως συνόλου. Αυτό είναι το μόνιμο λογοτεχνικό πεδίο του Ρ., επί δεκαετίες.» […] «Εδώ, λοιπόν, ο συγγραφέας επιζητά να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει τις αφηγημα­τικές τεχνικές της εποχής του.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Ξανθάκο, συγγραφέα-μαθηματικό Μ. Ε., κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Παπάγου, στις 10.12.2013. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, Ελληνική Γνώμη, Online, Βερολίνο, 15.4.2013,

**

«…Το Γιούντιν αφορά όλους. Με την ανάγνωσή του μας τραβάει απ’ το μανίκι ν’ αντικρίσουμε το παρελθόν, να προβληματιστούμε για το παρόν και να ενεργοποιηθούμε για το μέλλον.
Το τέλος του απρόσμενο, ανατρεπτικό, όπως άλλωστε και η αληθινή ζωή.
Η πένα του Ρωμανού ατόφια λογοτεχνική, με κινηματογραφική διαύγεια στις περιγραφές της μα και αμιγώς ποιητική στη ροή της, όταν φτάνουμε στο τέλος του μυθιστορήματος μας χαρίζει εκείνη την σπάνια πλούσια αίσθηση που λέει ότι μετά από ένα τέτοιο ανάγνωσμα ίσως και να γίναμε λίγο καλλίτεροι άνθρωποι…»
Εισήγηση από την Μαρία Ψωμά, ποιήτρια και συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο Public Θεσσαλονίκης, στις 20.12.2012. Δημοσιεύτηκε στο Εyelands.gr, 26.12.2012.

**

«Στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας ντυμένος με ρούχα εποχής που ξεκινά λίγο πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και φτάνει έως τη δεκαετία του 1990 φιλοτεχνεί με τις αόρατες κλωστές της μνήμης και του χρόνου ένα επιμελώς σκηνοθετημένο ταπισερί στο μέτρο που εξυπηρετεί το προσωπικό του φαντασιακό πεδίο. Ένα πολύχρωμο, πολυφωνικό υφαντό που ‘‘διαβάζεται’’ και από την καλή και από την ανάποδη. Χωρίς κόμπους και κυρίως χωρίς λάθη δηλαδή αστοχίες στην ανάποδη πλευρά του.»…«Με εμφανώς ανανεωμένες και εναλλασσόμενες αφηγηματικές τεχνικές ο Γιώργος Ρωμανός ενώνει κομψά πλάνα που σαν κινηματογραφικά καρέ συνθέτουν ένα λογοτεχνικό πάτσγουορκ όπου οι εναλλαγές φωνών και ρόλων συνδέονται με τραγούδια, ποιήματα, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, κεφάλαια μικρά και μεγάλα, μικρές και μεγάλες ποιητικές αναπνοές. Κεφάλαια δύσκολα και σπαρακτικά όπως η αναπαράσταση του τρόμου και της αγωνίας που βίωσε η Λέα βασική ηρωίδα, στα στρατόπεδα εγκλεισμού της.»
Εισήγηση από την Έλσα Κορνέτη, ποιήτρια, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο Public Θεσσαλονίκης, στις 20.12.2012.

**

«Το ‘‘Γιούντιν’’, είναι καρπός σπουδαίας έμπνευσης, αλλά παράλληλα έργο εξαντλητικής, χρονοβόρας και ενδελεχούς έρευνας. Ένα πολυπλόκαμο ‘‘σενάριο’’ που έστησε και μας προσφέρει με πραγματικά συναρπαστικό τρόπο ο συγγραφέας.» […] «Το βιβλίο αυτό μας προσφέρει μια αισθητική, συναισθηματική και πληροφοριακή ευωχία σπάνια στις μέρες μας.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Σταμούλη, συγγραφέα-καθηγητή, Μ. Ε., κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 3.12.2012, στο βιβλιοπωλείο «Η φωλιά», Ν. Ερυθραία.

***

Το μυθιστόρημα, «Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη», συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο Ευπώλητα, του βιβλιοπωλείου Κωνσταντινίδης (Θεσσαλονίκη).
Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, ένθετο Βιβλία, 3.4.2012, σ. 8.

***