Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ρωμανός Γιώργος Πολιτική / Δοκίμια / Από τον Διχασμό στη ''χωριστικότητα''

 _______________________________
  
Γιώργος Ρωμανός

Από τον Διχασμό στη «χωριστικότητα»
Ένα σύστημα καταστροφής της χώρας


ποιος πιστεύει ότι σήμερα στην Ελλάδα βιώνουμε μια καταστροφή με συνέπειες μεγαλύτερες από εκείνες του 1922, θα πρέπει να αναζητήσει τα δομικά αίτια της δημιουργίας αυτής της καταστροφής. Αν αυτά έρθουν στο φως μπορεί να υπάρξει αυτεπίγνωση και ελπίδα για διόρθωση μελλοντικής πορείας, χωρίς φυσικά να αποφευχθεί η καταβολή του παροντικού κόστους. Πρέπει να ξέρεις πού βρίσκεσαι, σε τι… πατάς, αν θέλεις να μάθεις πού μπορείς να πορευτείς.
Ο πολιτειακός Διχασμός στην Ελλάδα, του 20ου αι., ήταν μία από τις κορυφώσεις μιας ευρύτερα χωριστικής παθογένειας, που αποδείχτηκε διαχρονική στον τόπο μας. Από τις βασικές αιτίες της, ο παρεμβατισμός των ξένων. Παράλληλα, σε κοινωνικό επίπεδο, πάντοτε ενδημούσαν ο ατομικισμός, η συντεχνιακή δολιότητα και τα κόμματα φατρίες, που διαρκώς αναζητούσαν την ισχυροποίησή τους μέσω κάποιου ξένου κράτους – παράγοντα. Έτσι, η εμπλοκή των ξένων συχνά εξελισσόταν σε λοιμική κατά της χώρας.
Με τη λήξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου, η κατάσταση αυτή, αφού αναπροσαρμόστηκε στις γεωπολιτικές συνθήκες, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της δικτατορίας, στα 1974. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο εσωτερικό της χώρας, η επικρατούσα αντίληψη ήταν πως, για όλα τα κακά σ’ αυτό τον τόπο, φταίγαν οι ξένοι, η εισαγόμενη διχόνοια και κάποιοι λίγοι ντόπιοι, δωσίλογοι. Έτσι, το συνολικό πρόβλημα εκλαμβανόταν περίπου, ως ένα μοιραίο και μη αναστρέψιμο δομικό στοιχείο του νεώτερου –τουλάχιστον– ελληνικού κράτους, το οποίο προφανώς εκμηδενιζόταν από άλλα προτερήματα του λαού.
Με την έναρξη της περιόδου της Μεταπολίτευσης, οι διακηρύξεις για «Εθνική ανεξαρτησία» και «Μια Ελλάδα, που θα ανήκει στους Έλληνες», ανέβασαν τον πήχη της προσδοκίας.
Όμως, 35 χρόνια μετά το 1974, και παρ’ ότι ο κοινοβουλευτισμός ήταν απόλυτα κυρίαρχος, η χώρα χρεοκόπησε, κατέρρευσε. Και πλέον, μέσα από πρωτοφανείς αντισυνταγματικές διαδικασίες, οδηγείται σε ανεξέλεγκτο παρεμβατισμό του ξένου παράγοντα και μείωση της εθνικής της κυριαρχίας, για δεκαετίες.
Από αυτό το αποτέλεσμα αποδεικνύεται ότι, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν έγινε τίποτε ουσιαστικό για την επίλυση του παρεμβατισμού των ξένων και του ντόπιου φατριασμού, ο οποίος προμήθευε ιθαγενείς συνεργάτες στη λοιμική που προαναφέρθηκε.
Αλλά, ακόμη και με τις πρακτικές που επικρατούσαν, μέχρι το 1974, το πράγμα δεν εξηγείται. Γιατί, ποτέ άλλοτε η χώρα δεν έστερξε να υπογράψει προκαταβολικά την εθελοδουλία της για 30, 50 ή και 80 χρόνια, όπως σχεδιάζεται. Συνάγεται όμως, ότι για να φτάσουν τα πράγματα σε αυτό το σημείο, εξέλειπαν οι αντιστάσεις στο εσωτερικό της χώρας. Εύλογο ερώτημα είναι πού βρίσκεται το μέγα πλήθος, που άλλοτε με τους αγώνες του ακύρωνε κάθε τυραννία και θυσιαζόταν για το καλό της πατρίδας.
Έτσι, παρουσιάζει ενδιαφέρον η καινοφανής μεθόδευση κατάργησης των λαϊκών αντιστάσεων, που εφάρμοσε ο δικομματισμός, σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την εισαγωγή, μετάφραση, στα καθ’ ημάς, και εφαρμογή των διχαστικών μεθόδων των ξένων. Αλλά, αυτή τη φορά, ως συστατικό πολιτικής των κυβερνήσεων του τόπου, εναντίον των πολιτών του, και για την απόλυτη ποδηγέτησή τους. Δηλαδή, ο δικομματισμός, αντί να καταπολεμήσει τις τακτικές των ξένων, σχετικά με τον διχασμό και τη διχόνοια, τις αντέγραψε και τις μετέτρεψε σε εργαλείο εσωτερικής πολιτικής χειραγώγησης.
Και επειδή, αυτό που έγινε έχει σχέση με την έννοια «χωριστικός», ας επιτραπεί καταχρηστικά ο νεολογισμός, «χωριστικότητα», για να αποκτήσει σαφές όνομα αυτή η πολιτική μέθοδος του δικομματισμού.
Έτσι λοιπόν, επί 35 χρόνια, ενθαρρύνθηκαν κατ’ αρχήν οι χωριστικές τάσεις σε κάθε κόμμα, οργανισμό, ή κοινωνική ομάδα. Και δημιουργήθηκαν πολλά μικρά φέουδα, όπου εγκιβωτίστηκαν οι πάμπολλων αποχρώσεων «δικοί μας». Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες αυτής της πρακτικής, στήθηκε και μια βιομηχανία αναγνώρισης – ενσωμάτωσης «ετικετών» και «τάσεων». Αρκούσε, οι χωριστικές «ετικέτες» (δήθεν πλουραλιστική δημοκρατία) να είναι πολυποίκιλες και για όλα τα γούστα. Γι’ αυτό, ο μεταπολιτευτικός κρατισμός – κυβερνητισμός ενθάρρυνε κάθε είδους μειονότητα, πολιτική, φυλετική, φύλου, έθους, ήθους, ακόμη και τις πιο ολιγάριθμες και με ασήμαντο έργο – υπόσταση. Και όλες τις εκμεταλλεύτηκε δόλια ο δικομματισμός, με τη διαβόητη «πολυσυλλεκτικότητά» του. Πρώτο μέλημα, λοιπόν, του κράτους – κυβέρνησης, ήταν να είναι χωριστικό.
Ταυτόχρονα, είχε στηθεί ένα υπερσύστημα, που μετά από κάθε εναλλαγή στη δικομματική εξουσία, τόσο το στελεχιακό όσο και πελατειακό υλικό, όχι μόνο δεν μειωνόταν – απολυόταν, αλλά διατηρούνταν στις θέσεις του και, βάσει αμοιβαίων συμφωνιών του δικομματισμού, αυξανόταν σταθερά. Τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, το 1980, ήταν 509.796, ενώ, το 1991, έφτασαν τις 722.000, και συνέχισαν να αυξάνονται. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο αντίστοιχος αριθμός, στα 1961, ήταν 270.889, άτομα.
Παράλληλα, η επιβάρυνση του κράτους δεν γινόταν μόνο με τους ξεκάθαρα νοούμενους ως δημόσιους υπάλληλους και κρατικούς λειτουργούς. Γιατί, στη Μεταπολίτευση ήταν που επινοήθηκαν, με κατακλυσμιαίο ρυθμό, νέες θέσεις, κυριολεκτικά «παρά το κράτος»… Δηλαδή, σε πλήθος νεόκοπους οργανισμούς, με καθαρά ιδιωτικές δραστηριότητες, που άμεσα ή έμμεσα επιχορηγούνταν από το δημόσιο, έστω και εάν δεν παρήγαγαν κανένα έργο. Στο παιχνίδι, και η στελεχιακή υπερδιόγκωση των ΔΕΚΟ.
Η «χωριστικότητα» εφαρμόστηκε πρώτα μέσω του πλήθους των κομματικών συνδικαλιστικών ομάδων – φορέων, που άρδευε άμεσα με κρατικοδίαιτα στελέχη τον κρατισμό – κυβερνητισμό. Ανάλογος χειρισμός έγινε με την πολυδιάσπαση του λαϊκού κινήματος, σε όλους τους χώρους δουλειάς. Και, μέσα από πάμπολλους επιδοτούμενους «πολιτιστικούς» συλλόγους – εταιρείες, φορείς, εξίσου επιδοτούμενα θεατρικά ή άλλα καλλιτεχνικά εργαστήρια, εκδοτικούς μηχανισμούς, εφημερίδες, έντυπα, και μη (…!!!) κυβερνητικές οργανώσεις. Σ’ αυτό το υπερσύστημα, κρατισμού – κυβερνητισμού, οι εντυπωσιακά υπεράριθμοι «υπάλληλοι» επιδοτούνταν – αμείβονταν βάσει κομματικών επετηρίδων, και ανταπέδιδαν κομματική στήριξη ως μισθοφόροι. Ήταν η πρώτη φορά, που ο λαός δεν ήρθε μόνο στην εξουσία, αλλά διορίστηκε σ’ αυτήν. Με τον παρασιτισμό να λογίζεται ως δικαίωμα ζωής, φυσικά, απόλυτα ελεγχόμενος από τον δικομματισμό. Λεφτά, με τα οποία καλύπτονταν οι μισθοί των βολεμένων, υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν!..., όσο υφίστανται αυτο–ευνουχισμένοι φορολογούμενοι – ψηφοφόροι.
Ως προς τα πρόσωπα – καθοδηγητές, που ενεργούσαν και ενεργούν τον χωριστικό τακτικισμό, από τη Μεταπολίτευση και μετά, είναι είτε οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι είτε νέοι εγκάθετοι, ανάλογης κοπής με αυτούς.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, οποιαδήποτε άλλη άποψη, που προαπαιτούσε αφενός λειτουργική αναγκαιότητα κάθε νέας υπηρεσίας ή θέσης, αλλά και να ισχύουν κριτήρια προσόντων, μέσα από αδιάβλητη αξιολογική κρίση, εξοντώθηκε συστηματικά. Ακόμη και μετά τη σύσταση του ΑΣΕΠ, όχι μόνο βρέθηκαν τρόποι παράκαμψης και αγνόησής του, αλλά τα κονδύλια λειτουργίας του, μέσα από προκλητούς θνησιγενείς διαγωνισμούς, εξέθρεψαν εγκάθετους. Συμπερασματικά, ήταν κάτι παραπάνω από σαφές, ότι κάθε αξιολογική κρίση επιλογής θα οδηγούσε αναγκαία σε μια Νέα Συλλογικότητα, σε Κράτος Πολιτών, και συνεπώς σε έναν τρίτο πόλο, μη ελεγχόμενο κομματικά.
Έτσι, από τον πάλαι ποτέ εισαγόμενο Διχασμό και την εγγενή εσωτερική διχόνοια, ο μεταπολιτευτικός κυβερνητισμός πέρασε στη συστημική «χωριστικότητα».
Όμως, η τραγική πραγμάτωση της Κρίσης δεν έγινε μόνο από τα μεγάλα ή μεσαία πολιτικά, κομματικά στελέχη του δικομματισμού, αλλά κυρίως με το δομικό μοχλό της χρεοκοπίας, που ήταν το μέγα πλήθος από εγκάθετα, μικρότερα στελέχη. Αυτά που εντάχθηκαν στο κράτος, με τον μηχανισμό της προαναφερόμενης «χωριστικότητας», και τα οποία αναδείχθηκαν, ως γενίτσαροι του μεγα-καπιταλισμού και των ξένων, απολύτως ικανά στο παιχνίδι του χρηματισμού, της ιδιοτέλειας και του φαβοριτισμού. Και η χώρα αλώθηκε από μέσα, πολιτιστικά και πολιτικά. Διαλύθηκε εργασιακά, διοικητικά, οικονομικά και εν τέλει, δημοσιονομικά. Πλέον, το τι θα κάνουν οι ξένοι, σε μία έρημη χώρα από πλευράς αντιστάσεων, είναι απόλυτα δικό τους θέμα, θέμα επικυρίαρχων.
Πρέπει να είναι κανείς τουλάχιστον αφελής, αν νομίζει ότι, λόγω Κρίσης ή κυβερνητικής «αντικατάστασης», θα αλλάξουν εύκολα –αν αλλάξουν– τα πράγματα. Οι συνιστώσες του μείγματος παρακμής, «χωριστικότητας» και εθελοδουλίας στους ξένους, έχουν πυροδοτηθεί εδώ και δεκαετίες. Και, τώρα η χώρα καίγεται πλέον απ’ άκρη σ’ άκρη.
Οι παράγοντες της Κρίσης: το υπερσύστημα κρατισμός – κυβερνητισμός, και ειδικά τα χιλιάδες μικρότερα στελέχη αυτού του μεταπολιτευτικού κράτους, που μέχρι στιγμής παραμένουν στη θέση τους, δεν μπορούν να αποτελέσουν συντελεστές επίλυσης του προβλήματος, που οι ίδιοι προκάλεσαν.
Έτσι, οδεύουμε όλοι αντάμα. Μόνο που, η ποινή επέρχεται επί δικαίων και αδίκων.
Μοναδική ελπίδα ο λαός, να πάψει να πορεύεται, ως τυφλός γαιοσκώληκας στο λαγούμι του, χωρίς να βλέπει, να ακούει, να καταλαβαίνει, και μόνο όταν νιώθει από πάνω του τη φωτιά (μνημόνιο, τρόικα), κάπως να αλλάζει (;) κατεύθυνση. Γιατί έτσι, αφενός μεν καίγονται τα πάντα και αφετέρου η καταστροφή δεν είναι τρόπος, ώστε να μάθει κανείς ότι: ένα καλύτερο μέλλον χτίζεται μόνο με ολοκληρωτικό ξήλωμα του παρα-κράτους της «χωριστικότητας» και του κρατισμού – κυβερνητισμού. Και, με αξιοκρατική επίτευξη Νέας Συλλογικότητας, για δημιουργία Κράτους Πολιτών.
Πριν από όλα όμως, απαιτείται επανάσταση συνειδήσεων, όπου και όσο αυτές υπάρχουν ακόμη.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ρωμανός Γιώργος Λογοτεχνία / Δοκίμια / Ο άγγελος της σιωπής ως Άλλος




Γιώργος Ρωμανός

Ο άγγελος της σιωπής ως Άλλος

Ράινερ Μαρία Ρίλκε φιλοξενήθηκε στον πύργο του Ντουίνο, το 1912, από τη φίλη του Μαρία φον Θουρν και Τάξις. Εκεί, έγραψε τις Ελεγείες του Ντουίνο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διαρρήξει τη σιωπή, να οικειώσει τις φωνές των «αγγέλων» και να τις αποδώσει με τη δική του φωνή. Αλλά όχι μόνον. Όλα αυτά θα αποπειραθεί να τα υλοποιήσει μέσα στο πλαίσιο των ιδεών του, απέναντι στην ενατένιση του θανάτου. Και τούτο, γιατί πίστευε ότι ο θάνατος δεν είναι το λυσιμελές τέλος μιας έμφοβης και αμήχανης ζωής, αλλά ο τόπος της μυστικής καταγωγής της. Η ανυπαρξία, που μεταλλάσσεται σε ζείδωρο νόημα, σε επιστρέφουσα ζωή. Κι αυτό, με πρωτοστάτη τον Ποιητή.
Θεμελιώδες ζήτημα στις Ελεγείες του Ντουίνο, είναι οι ένδον φωνές: «Φωνές, φωνές. Άκου καρδιά μου, όπως μόνο οι άγιοι άκουγαν». «Αφού οι μεγάλες, οι ξένες σκέψεις πηγαίνουν κι έρχονται εντός σου και μένουν συχνά και τη νύχτα.» Η νύχτα, με ό,τι αυτή συμβολίζει, για την απόλυτη σιωπή. Μια σιωπή που, κατά τον Ρίλκε, ανοίγει τον ενεργητικό δρόμο του ατόμου προς τον θάνατο, αντί για την παθητική, περιδεή αναμονή του φυσικού του τέλους.
Αλλά, ποιες είναι οι φωνές; Ποιοι είναι αυτοί οι άγγελοι; Ό ίδιος ο Ρίλκε, γράφει στον μεταφραστή του, Βίτολντ φον Χούλεβιτς, ότι οι άγγελοι δεν είναι αυτοί του χριστιανικού κόσμου, αλλά τα πλάσματα εκείνα που επιτελούν, ολοκληρώνουν ή τελειοποιούν το ορατό σε αόρατο. Εννοείται, ότι στον ιδεαλιστικό αγώνα της μετατροπής του ορατού σε αόρατο, πρώτος στην προσπάθεια, όπως προαναφέρθηκε, είναι ο Ποιητής. Και τελικά, με τη βοήθεια αυτών των αγγέλων, το αόρατο καθίσταται μία Άλλη πραγματικότητα, μια ανώτερη πραγματικότητα.
Μέχρι τώρα, σε σχετικές κριτικές, για τις Ελεγείες, διαβάζει κανείς θεματολογικές ή κοινωνιολογικές προσεγγίσεις – αναλύσεις, σε όσα θέτει ποιητικά ο Ρίλκε. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί η Κριτική στη χώρα μας έχει ξεκόψει, εδώ δεκαετίες, από την κριτική αξιολόγηση της ποίησης (αλλά, και συνολικά της λογοτεχνίας), που γίνεται με όρους ελέγχου τέχνης, αισθητικής, τεχνικής, μέσων, τρόπων και ποιητικής, εκτός από την, αυτονόητα αναγκαία, νοηματική προσέγγιση. Αντίθετα, αυτό που κυριαρχεί στο σύνολο της σύγχρονης Κριτικής, είναι η ερμηνευτική απόδοση του θέματος και η δήθεν κοινωνική ‘‘φιλοσοφία’’ επ’ αυτού.
Γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον το να υπάρξει αξιολογικός κριτικός λόγος, που να βασίζεται, (πέραν της κοινωνιολογικής προσέγγισης) σε ευδιάκριτα, ομολογημένα και αυταπόδεικτα αισθητικά κριτήρια, αλλά και στη θεωρία της Αφηγηματολογίας. Έτσι, θα μπορεί να υπάρξει αποτίμηση, για τις τεχνικές, τα εκφραστικά μέσα και τους τρόπους γραφής ενός λογοτεχνικού έργου. Όμως, για να γίνουν αυτά απαιτείται κόπος, μόρφωση και κυρίως ανιδιοτελές ξόδεμα χρόνου. Χρόνου, που δεν θα είναι, έως και άμεσα, εξαγοράσιμος από δημόσιες σχέσεις, αφειδώς ανταποδοτικές, με «νοηματικές βιβλιοπαρουσιάσεις» ή θεματολογικές κοινωνιολογικές αναλύσεις – σεντόνια, που μετά την ανάγνωσή τους, αφήνουν τον αναγνώστη εντελώς στο σκοτάδι.
Αλλά, ας εξετάσουμε μόνο τρεις, αμιγώς αφηγηματικές, κριτικές παραμέτρους, αυτές του αφηγητή, της όποιας άλλης περσόνας και της γλώσσας. Έτσι, ας υποθέσουμε προς στιγμή, αυτό που κάποιες από τις κοινωνιολογικές αναλύσεις εξετάζουν, ότι δηλαδή, στις Ελεγείες, ο Ρίλκε μπορεί να θέτει τον αφηγητή του στο επέκεινα, έξω από τα όρια της απτής πραγματικότητας της ζωής του και ταυτόχρονα να διαλέγεται μαζί του. Δυστυχώς (…) αυτό, αφηγηματολογικά, είναι αδύνατον.
Είναι γνωστό ότι, τόσο στον Όμηρο (η μούσα) όσο και στον Πλάτωνα (περί μίμησης), ο αφηγητής είναι μια περσόνα, δημιουργημένη από τον συγγραφέα, που μιλά είτε για λογαριασμό της είτε εκ μέρους ενός άλλου μυθοπλασμένου προσώπου. Και βέβαια, οι περσόνες αυτές βρίσκονται απολύτως μέσα στο σύμπαν του μυαλού του δημιουργού και σε κανένα άλλο σύμπαν, κόσμο ή επέκεινα. Μυθοπλασμένα «πρόσωπα», στην περίπτωση, είναι οι άγγελοι και οι φωνές.
Είναι επίσης σαφές ότι, πουθενά στην τέχνη, δεν υπάρχει μονόλογος, ακόμη και όταν ο ποιητής έχει την αίσθηση ότι μιλάει «εις εαυτόν». Και τότε πρόκειται περί διαλόγου. Γιατί, μέσα στο συγγραφικό σύμπαν, στην οθόνη του μυαλού του συγγραφέα, συνομιλούν οι περσόνες, που έπλασε, με τους Άλλους, αυτούς που υποστασιοποιούν την κοινωνία στο εγώ του. Το ζεύγμα εγώ – ο Άλλος, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ούτε και το ότι κάθε άτομο συναποτελείται από το εγώ του και συμπληρώνεται, ετεροπροσδιορίζεται και από το εγώ των Άλλων. Έτσι, αν θεωρήσουμε ότι τα πράγματα μπορούν να παρουσιαστούν γραμμικά…, το πρώτο δημιούργημα του συγγραφέα, προκειμένου να ξεκινήσουν όλα σε μια αφήγηση, είναι η επινόηση της περσόνας του αφηγητή. Και, το αμέσως επόμενο είναι η περσόνα ή οι περσόνες, που δημιουργεί ο συγγραφέας από το ενδιάθετο σ’ αυτόν ζεύγμα, εγώ – ο Άλλος. Να λοιπόν οι, τουλάχιστον δύο, θεμελιώδεις αφηγηματικές φωνές μέσα στο συγγραφικό σύμπαν. Συνεπώς, οι άγγελοι, του Ρίλκε, δεν είναι παρά οι Άλλοι εντός του ή οι περσόνες με τις οποίες επιθυμεί να διαρρήξει το αδιάρρηκτο, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να υλοποιήσει το άυλο.
Από πλευράς γλώσσας, στις Ελεγείες, η προσπάθεια να καταστεί φθόγγος το άφατο, δεν αντιπροσωπεύει παρά ό,τι και όσα πάντοτε διαφεύγουν από τον συγγραφέα – ποιητή. Είναι τα μη κατορθωμένα, στη γλώσσα όλων των έργων. Η ανεκπλήρωτη γλώσσα του ποιήματος. Αυτό που θα ονόμαζα: ‘‘νεκρές’’ γωνίες της γλωσσικής όρασης.
Πρέπει να συνηθίζουμε σιγά σιγά, στον 21ο αιώνα ζούμε, στην ιδέα ότι δεν είναι όλα υλοποιήσιμα, σ’ αυτόν τον υλικό κόσμο, μιας περίπου προσδι­ορισμένης πραγματικότητας, που μας περιβάλλει. Ο κόσμος των οραμάτων, των προφητειών και της ενόρασης, ο μυστικισμός και η κάθε εκστατική εμπειρία δεν υποστασιοποιούνται μέσα από το πεπερασμένο σύστημα μιας γλώσσας, παρά μόνο μέχρις εκεί όπου τα όρια αυτού του συστήματος επαρκούν και φτάνουν.
Κι αυτό συμβαίνει κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε, όπως με τους αγγέλους του Ρίλκε, με μια εμπειρία άκρως προσωπική, ατομική, η οποία μεταδίδεται μέσα από περσόνες και με ένα π ε ρ ι ο ρ ι σ μ έ ν ο εκφραστικό σύστημα. Και τούτο, γιατί η ενορατική γλώσσα είναι η γλώσσα του άφατου, του αντικειμενικά και γραπτώς μη μεταδόσιμου στην υλιστική πραγματικότητα που ζούμε. Το ίδιο και ο διαλογισμός.
Ο γραπτός λόγος, ακόμη και στην ποιητική τελείωσή του, δεν είναι παρά η διαρκής άσκηση, το χαράκωμα διαρκούς πολέμου με τα νοήματα και, στην καλύτερη περίπτωση, η σκάλα που οδηγεί μέχρι το κατώφλι του άφατου κόσμου ή και του επέκεινα. Αλλά, υποθέτω ότι, ακόμη κι αν κάποιος επέστρεφε από αυτόν τον κόσμο, δεν θα μπορούσε να τον περιγράψει, να τον μεταδώσει. Γιατί, αφορά σε μία απολύτως ασύλληπτη, οντολογικά, «πραγματικότητα» και η αντιστοιχούσα σε αυτήν την «πραγματικότητα», αφήγησή της θα έπρεπε να γίνει με μια παντελώς άγνωστη, πιθανώς καθαρά νοητική «γλώσσα» κάποιων κυμάτων (;), που αυτόματα θα καθιστούσε περιττό κάθε γνωστό έως τώρα είδος προφορικού ή γραπτού λόγου. Και φυσικά, την ποίηση όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα.
Και κάτι τέτοιο, υποθέτω πως δεν είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε, τη στιγμή που, ακόμη, κινούμαστε λατρευτικά απέναντι σε ποιητές, σαν τον Ρίλκε και σε έργα, όπως οι Ελεγείες.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ρωμανός Γιώργος Πολιτική / Δοκίμια / Ο λόγος της σιωπής



Γιώργος Ρωμανός


Ο λόγος της σιωπής

έσα στην απόλυτη σιωπή, είναι που ακούγονται αποτρόπαια και οι πιο μικροί θόρυβοι. Και, στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, πνιγήκαμε στη σιωπή των συνειδήσεων μιας πλειοψηφίας, που δημιουργήθηκε με δημαγωγία και δόλο και επικράτησε πολιτικά, με καθημερινά αλλά και ιστορικά ψεύδη. Και τώρα, παρά την αντίθεση, προφανώς των περισσοτέρων, ένας ολόκληρος λαός, βουβός, αιχμάλωτος, καθολικά ανάπηρος από τον ναρκισσιστικό ωφελιμισμό του, πορεύεται ως θύμα στην τελευταία πράξη του δράματος. Στη βέβαιη μελλοντική εθελοδουλία του και την καταστροφή, επί δικαίων και αδίκων –αδιακρίτως.
Ίσως, αν υπάρξει ακόμη και τώρα διαλογισμός επί ατομικών ευθυνών, πάνω στα εγκλήματα καθοσιώσεως που συντελέστηκαν, επί δεκαετίες, μπορεί να υπάρχει χρόνος για καθολική αντίσταση στο μοιραίο, με μαζική επανάσταση συνειδήσεων.
Αρκεί ο καθένας να αφουγκραστεί τη δική του σιωπή και να την μετατρέψει σε φωνή κρίσης, σε γλώσσα Νέας Συλλογικότητας. Και έτσι, να αποτινάξει την Κρίση, που του στερεί τη φωνή και τον βυθίζει σε μια θανατηφόρα απραξία.


Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Ρωμανός Γιώργος / Διηγήματα / Μια μέρα στη Μύκονο



Γιώργος Ρωμανός


Μια μέρα στη Μύκονο
Διήγημα

χουν περάσει χρόνια. Θυμάμαι όμως με ακρίβεια τα πάντα από μία συγκεκριμένη ξενάγηση στη Μύκονο. Ήμουν έμπειρος ξεναγός. Τα μάτια μου είχαν δει πολλά ώσπου απέκτησαν δικές τους μνήμες. Μνήμες, αλλεπάλληλα στρώματα επάνω στον κερατοειδή. Έτσι σιγά σιγά αλλοιώθηκε… η όρασή μου καίτοι παραμένει οξεία. Λόγω της τροπής των γεγονότων, αναγκάστηκα να φυλάξω εισιτήρια, έγγραφα κρατήσεων σε ξενοδοχεία, και πάμπολλες φωτοτυπίες. «Πειστήρια» τα χαρακτήρισε τότε η τοπική αστυνομία. Πράγματα δηλαδή που θα βοηθούσαν κάθε είδους μνήμη· ακόμα και υποκριτική. Σαν την δική μου.
Για μένα ξενάγηση σήμαινε μια σειρά από ρόλους ενώπιον του κοινού. Κι αυτό δυστυχώς σπάνια είχα την ευκαιρία να το κάνω. Συνήθως έλεγα, μιλούσα ακατάσχετα γιατί αυτό μου επέβαλαν οι συνθήκες. Όμως ήξερα την αξία του να υποδύομαι· να δείχνω μέσα από έναν ρόλο. Κι ο ρόλος μου, στη Μύκονο, με έχει σημαδέψει. Έκτοτε οι τύψεις και ένας διαρκής υπόγειος φόβος με έκαναν να μην ελπίζω πια σε μια καλύτερη τύχη, ζωή. Γιατί τι είναι η ελπίδα όταν παλιώνει; Όπως έλεγε ο Φράνσις Μπέικον: «η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή είναι ένα καλό πρόγευμα αλλά ένα πολύ κακό δείπνο».
Κάθε μέρα ξυπνούσα, από συνήθεια καθήκοντος, στις 06.00 ακριβώς. Σ’ όλη μου την ζωή κάτι περίμενα. Κάτι. Το ίδιο έκανα κι εκείνες τις, βαθιά χαραγμένες στην μνήμη μου, μέρες. Βρισκόμουν σ’ ένα στούντιο στο υπερπολυτελές συγκρότημα Αμαδριάδες, στα νοτιοδυτικά του νησιού. Απέναντι από τη Δήλο. Ως επιλεγμένος ξεναγός προσωπικοτήτων είχα ανάλογες ανέσεις. Εκείνη τη φορά μου είχαν αναθέσει το θρυλούμενο ως προεδρικό ζεύγος της διαβόητης λέσχης Μπιρντερλέϊκ. Μιας λέσχης που ως γνωστόν, μεταξύ άλλων, ρύθμιζε τις τιμές του πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, και χρησιμοποιούσε κάθε πολιτικό και πολεμικό μέσο για τους σκοπούς της.
Θα πληρωνόμουν τα διπλά, συν την αμοιβή «ειδικών συνθηκών». Το ζεύγος ήταν από πολλούς επιλεγμένος στόχος. Οι εφημερίδες έγραφαν για διαρκή πόλεμο εταιριών, κρατών, και διεθνούς μαφίας. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα πως για λίγο είχα βρεθεί στην αχανή έρημο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Γύρω μου ακρίδες και σκορπιοί αλληλοκατασπαράζονταν.
Το πρόγραμμα καθημερινά ξεκινούσε μετά τις 12.00, αφού η κυρία ξυπνούσε αργά. Στην πραγματικότητα δεν είχα να νοιαστώ για πολλά πράγματα. Όλα ελέγχονταν και εκτελούνταν από αλλεπάλληλες υπηρεσίες ασφαλείας, προμηθειών, επιμελητείας. Ελεγχόμενα και τα μέσα κίνησης, επίγεια, ιπτάμενα, υποβρύχια, αφού στο πρόγραμμα περιλαμβάνονταν και υποθαλάσσιες δραστηριότητες. Ένα πολύβουο σμάρι από ανθρώπους πετάριζαν σαν σκνίπες, γύρω από τους δύο επίσημους. Μου φαινόταν αστείο ότι το ζευγάρι βαυκαλιζόταν με την έννοια του ιδιωτικού χαρακτήρα της επίσκεψής τους στο νησί. Ντυνόντουσαν με επιμελώς ατημέλητα ρούχα, φορούσαν καπέλα, μεγάλα γυαλιά. Δεν καταλάβαινα πώς με τόση φρουρά γύρω τους ήθελαν να περάσουν και απαρατήρητοι.
Εγώ όμως ζούσα το δικό μου όνειρο. Επιτέλους είχα επιλέγει για τις ιδιαίτερες ικανότητές μου. Για το ότι μπορούσα να δραματοποιήσω μια ξενάγηση σαν αληθινός ηθοποιός. Για τη μοναδική ικανότητά μου στην αναπαράσταση, στην εμψύχωση, στην αισθητοποίηση των πραγμάτων όπως έλεγε ο Καβάφης. Ήμουνα ικανός να επινοήσω γεγονότα σε σχέση με τόπους ακόμα και αρχαιολογικούς. Έπειθα γιατί φρόντιζα να είμαι πολύ κοντά στην αλήθεια· όχι βέβαια ακριβώς επάνω· απλώς πολύ κοντά.
Ο πρόεδρος Μπιρντερλέϊκ, ας τον ονομάσω έτσι, ήταν ένας στυφός 75άρης, ασπριδερός, με άφυλη τσιτωμένη μούρη, κι εκείνη το πολύ 30 χρονών· η ενσάρκωση της Μόνικα Μπελούτσι, πολλά χρόνια πριν. Έδειχνε αφάνταστα συγκρατημένη, με λεπτά αισθήματα. Τον κοίταζε στα μάτια. Περίμενε ένα νεύμα του για να μιλήσει. Απόλυτα αθώα. Υποταγμένη.
Όποτε τύχαινε να βρίσκομαι στην καμπάνα τους, με κόπο συγκρατούσα το βλέμμα μου, ώστε να μην δείχνω ότι περιεργάζομαι το απίστευτα όμορφο πρόσωπό της. Ενώ, ήταν αληθινή δοκιμασία κάθε φορά που βαριεστημένη γύριζε την πλάτη της και βημάτιζε λικνιστικά. Το να την βλέπει κανείς από πίσω ήθελε μεγάλη ψυχραιμία.

*

Τότε, κάθε φιλόδοξος παραθεριστής της Μυκόνου, απέπλεε από τον Πειραιά με Καταμαράν. Παράλληλο οι πλούσιοι κατέφθαναν με δικά τους ελικόπτερα σε ιδιωτικά ελικοδρόμια, και σκάφη σε απρόσιτες μαρίνες. Εγώ είχα πάρει το Δελφίνι της γραμμής. Έφτασα στο νησί μια μέρα πριν από τους επιφανείς ξένους. Μποφόρ στη διαδρομή, το σκάφος χανόταν στα υπόγεια της θάλασσας και ξανάβγαινε στον αφρό. Γύρω μου στρίγκλιζαν κυρίες με Louis Vuitton, και κρέμα ημέρας που μύριζε καρύδα.
Όταν ξεπρόβαλλε το λιμάνι των μελτεμιών τα άσπρα και μπλε χρώματα στα σπίτια αντανακλούσαν εκτυφλωτικά τον ήλιο. Μπαλκόνια και σκάλες στολισμένα με πολύχρωμα γεράνια και κόκκινες βοκαμβίλιες. Δεκάδες περιστασιακοί ταξιδιωτικοί πράκτορες με πρόχειρες πινακίδες, «Rooms to let», τρίκυκλα, σανδάλια σε καλλίγραμμα πόδια, σινιέ αντιανεμικά, κορμιά περισσότερο έξω παρά μέσα στα ρούχα τους. Τα μικρά στενά που καταλήγουν στην παραλία κατέβαζαν φιδίσιους ανέμους και σε λίγη ώρα σκόρπισαν το ετερόκλητο πλήθος από το Ματογιάννι ως την Ψαρρού και από τον Αγ. Σώστη ως την Ελιά και τον Πάνορμο.
Ο ρυθμός της ζωής του νησιού ταίριαζε περισσότερο σε Νεοϋορκέζους και ίσως γι’ αυτό το είχε προτιμήσει το ζεύγος Μπιρντερλέϊκ. Το πρόγραμμά τους φορτώθηκε με ξενύχτια, λουκούλλεια γεύματα, σφηνάκια, εξουθενωτικές ηλιοθεραπείες, ατελείωτα ιδιωτικά ραντεβού με κάποιους που συμπέραινα τη δύναμή τους από τον αριθμό των φρουρών τους.
Το πρόγραμμα που είχα καταστρώσει ήταν ευέλικτο και με πολλές εναλλακτικές. Έκτός από τα μπάνια σε επιλεγμένες παραλίες, και εκδρομές με το σκάφος τους στη Δήλο και στα γύρω νησάκια, τους πήγαινα οπουδήποτε υπέθετα πως θα τους τραβούσε το ενδιαφέρον. Πρωινό στο Tiffanys, σύντομο πέρασμα από το «Super», τους μύλους και το «Caprice» της Μικρής Βενετίας, την Αλευκάντρα δηλαδή, απεριτίφ στη «Βεγκέρα», αχινοσαλάτα στου «Φιλιππή», βραδιές στο «1900» και στον «Κάβο Μούσες», κι άλλα πολλά.
Σε κάθε έξοδό μας έπρεπε να απλωθεί γύρω τους ένα αόρατο δίχτυ πρακτόρων και ασφαλιτών. Όλοι αυτοί οι τύποι με γνώριζαν καλά και έτσι ένιωθα σαν το μικρό ψάρι που μπαινοβγαίνει στο δίχτυ μέσα από τα «μάτια». Παρ’ όλα αυτά όμως είχα την αίσθηση, πως κάποιος μας παρακολουθούσε. Το ’νιωθα σαν κηλίδα στην άκρη του βλέμματος, σαν σκιά που ερχόταν και χανόταν πριν προλάβει να την κρατήσει το μάτι μου. Λες και παιζόταν κάτι επάνω από το δίχτυ προστασίας.
Συχνά νόμιζα πως έβλεπα τη σύζυγο να μένει πίσω. Μου φαινόταν σαν να μιλούσε με έναν από τους ειδικούς πράκτορες. Υπέθεσα πως το έκανε για να ρυθμίσει κάποια άγνωστα σε μένα θέματα ή ότι ήταν η ιδέα μου. Εύκολο πράγμα οι φαντασιώσεις σε κάποιον που έκρυβε μέσα του έναν καταπιεσμένο ηθοποιό.

*

Την τελευταία μέρα της παραμονής των Μπιρντερλέϊκ στη Μύκονο ξέσπασε ένα μπουρίνι από τα λίγα. Είχαμε κατέβει νωρίς στο μεγάλο γιοτ που χρησιμοποιούσαν για κοντινές κρουαζιέρες. Μάταια περιμέναμε να πέσει ο καιρός. Ο σύζυγος κοιτούσε συνεπαρμένος από την γέφυρα τη θαλασσοταραχή που μάνιαζε έξω από το λιμάνι του συγκροτήματος Αμαδριάδες.
Ο απογευματινός ήλιος χαμένος στα σύννεφα σχημάτιζε στη θάλασσα έναν ασημένιο καθρέφτη που έμοιαζε να απορροφά το σκάφος και σιγά σιγά όλο το νησί.
Το ένα είδωλο ρουφούσε το άλλο.
Εκείνη, άφαντη από ώρες, έπρεπε να βρισκόταν στην καμπίνα τους. Θα κοιμόταν. Κάποια στιγμή ο σύζυγός της μου ζήτησε να πεταχτώ στην καμπάνα τους και να του φέρω εφημερίδες και αλληλογραφία. Σπάνια μου ζητούσε να κάνω κάποια τέτοια δουλειά αλλά τη δέχτηκα με ανακούφιση. Θα απομακρυνόμουν για λίγο από ένα πλεούμενο που, δεμένο στον ντόκο, κουνιόταν μονότονα.
Η έκρηξη ήταν εκκωφαντική. Πετάχτηκα έξω από την καμπάνα, και πρόλαβα να δω μια στήλη μαύρου καπνού να υψώνεται στον ουρανό, κομμάτια του γιοτ σε περιδίνηση προς τα πάνω μέσα σε σίφουνα νερού και φωτιάς.
Πίσω μου άκουσα την φωνή εκείνης. Δεν έδειχνε καμία έκπληξη για το γεγονός, παρά μόνο με ρώτησε τι δουλειά είχα έξω από το σκάφος αυτή τη στιγμή. Πάγωσα με το νόημα που έκρυβε η ερώτησή της. Το μυαλό μου πήγαινε κι ερχόταν. Την έβλεπα εκεί μπροστά μου ενώ ήμουν σίγουρος πως κοιμόταν στο σκάφος.
Πήγα να τρέξω προς την προβλήτα αλλά με σταμάτησε. Η φωνή της έκρυβε απειλή. Είχε μεταμορφωθεί.
Έβλεπα στο μόλο τους φρουρούς. Έτρεχαν πανικόβλητοι σε κάθε μεριά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μετέωρος.
Την είδα να κάθεται αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα. Απέναντί της με κάδρο το πλαίσιο της μεγάλης μπαλκονόπορτας η πυρκαγιά αποτέλειωνε το σκάφος. Σιγά σιγά έπαιρνε κλίση. Βούλιαζε. Μου ζήτησε ένα ποτό. Καταλάβαινα πως επινοούσε κάποιο σχέδιο της στιγμής.
Μέχρι να την σερβίρω μου είπε πως δεν θα με χρειαζότανε πλέον. Εκτός βέβαια από κάτι τελευταίο. Το ότι θα έπρεπε να επινοήσω μια πειστική περιγραφή των αντιδράσεων, του θρήνου της, όπως τόνισε, αυτές τις λίγες στιγμές που την είχα δει εκεί αμέσως μετά την έκρηξη. Ήταν σίγουρη, όπως κι εγώ, ότι θα με ανέκρινε η αστυνομία.
«Είναι χρήσιμη η μαρτυρία σου», μου είπε, «και δεν έχεις να χάσεις. Αλλιώς…»
Εκείνο το αλλιώς προτίμησα να το ξεχάσω. Το μόνο που όφειλα να πω ήταν ότι την είχα δει συντετριμμένη. Εκεί… Μακριά από το σκάφος. Έπρεπε να διαγράψω από την μνήμη μου μόνο μερικά δευτερόλεπτα από την συμπεριφορά της.
Βοηθούσε σ’ αυτό η εικόνα της. Ανεξίτηλα χαραγμένη στα μάτια μου.
Μία σκηνή όλη κι όλη μου ζήτησε να παίξω.


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ρωμανός Γιώργος / Απαγγελίες / Ο Γ. Ρ. απαγγέλει Καβάφη


Κωσταντίνος Καβάφης: Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.

 

Ακούτε, φίλοι, και διαβάζετε Καβάφη. Τέχνη αληθινή, τέχνη με κριτήρια και ιστορικότητα, τέχνη σαν την αληθινή μας ζωή, που τώρα μας κλέβουν... Κι όταν έρθει η ώρα κατεβείτε όλοι στους δρόμου και φωνάξτε, μόνο φωνάξτε, τίποτε άλλο... Μία κραυγή, οργή λαού, να φύγει η κάθε τυραννία..
________________________
Παραγωγή, επιμέλεια ταινίας, Γιώργος Ρωμανός.
_________________________________________________

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Ρωμανός Γιώργος / Διηγήματα / Κάτι δεν έγινε σωστά

Γιώργος Ρωμανός


Κάτι δεν έγινε σωστά
Διήγημα

Τζιμπάχ είχε σπάσει από νωρίς, όπως του είχανε πει, τις τελευταίες λάμπες φωτισμού στις δυο κολώνες που βρίσκονταν στην άκρη της μικρής πλατείας. Λίγο πιο πάνω, η Κεντρική Αγορά νεκρή, από ώρες. Στα σκοτεινά, οι σκιές των μελαψών ανθρώπων αραιώνανε σιγά σιγά, ξεθύμαιναν βουβές, σαν ένα μαύρο κρέπι που αργά το εξαΰλωνε η νύχτα. Κάποιοι κινήθηκαν προς τα πεζοδρόμια της Μενάνδρου, και άλλοι πιο μακριά, πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας. Όμως, μια ομάδα από αυτούς έμενε συγκεντρωμένη σε κύκλο, μιλούσανε ψιθυριστά με κοφτές φράσεις και έντονες χειρονομίες.
Γύρω τους ένα αλώνι από μια ξέπνοη ησυχία απλωνόταν ανάλαφρα, όπως όταν γλιστράει η υγρασία στο σκοτάδι –αν κάποιος μπορεί να ακούσει αυτό το γλίστρημα. Ένα ημιφορτηγό, με τελάρα και σίδερα δεμένα χαλαρά στη καρότσα του, πέρασε βολίδα στο διπλανό δρόμο, και ξαφνικά αντιβούισε ο τόπος από εκκωφαντικούς κρότους. Ο στρόβιλος του αέρα, που ξέσπασε απότομα, έκανε τις τσαλακωμένες εφημερίδες να πεταρίσουν, σήκωσε ανάλαφρα τις μπάλες με τα χάρτινα «άχυρα», που είχαν φτάσει εκεί από τα καφάσια των κοντινών μανάβικων. Αμέσως μετά, η ίδια με πριν, νεκρική σιγή.
Ο Τζιμπάχ ήξερε πως όλα είχαν τελειώσει κι έκανε να απομακρυνθεί. Τα μπράτσα του καθημερνά, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, σήκωναν πέντε πέντε τα τελάρα των φρούτων, μα τώρα τα ένιωθε ξεφουσκωμένα, άδεια. Μια χαλάρωση τον γέμιζε, όπως μετά από μια καλή «φούντα», αλλά δεν είχε φουμάρει. Κοντοστάθηκε, σα να απορούσε για κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί και για δευτερόλεπτα κοίταξε αφηρημένα την ομάδα των μελαψών αντρών. Στέκονταν κοντά σε ένα έρημο σπίτι, γύρω από το πτώμα μιας γυναίκας που κείτονταν στο πεζοδρόμιο· ανάμεσα τους ξεχώριζαν ολόγυμνα τα καλογραμμένα πόδια της νεκρής.
Ένας ψηλόλιγνος νοτιαφρικάνος, με γκρίζα κελεμπία, έσκυψε με τον αναπτήρα να βάλει φωτιά στα μακριά μαλιά της που ήταν τυλιγμένα ράστα, λέγοντας: ιντικαζάνα λομλούνγκου, λε!, ηλίθια, μαλακισμένη.
Ο Τζιμπάχ, με αποφασιστικά βήματα, γύρισε πίσω κι έπιασε στον αέρα το χέρι που κρατούσε τον αναπτήρα, «κόφτο, δεν έχει νόημα», είπε, στη δική του γλώσσα. Τα μαλλιά της γυναίκας, για δευτερόλεπτα, τσιτσίρισαν χωρίς να ανάβουν. Ο νοτιοαφρικάνος ένιωσε το χέρι του να λιώνει από το σφίξιμο· φοβήθηκε, κατάλαβε.
Όσο περνούσε η ώρα, το σώμα της πεθαμένης μαύρης έδειχνε γκρίζο, σταχτί, ίσως από το ελάχιστο φως των άστρων της αφέγγαρης νύχτας που έφτανε σ’ εκείνη τη γωνία· μπορεί, όμως, κι επειδή το πλάκωναν οι σκιές των ανθρώπων που το περιτριγύριζαν. Ήταν ένα ψηλόσωμο κορίτσι, γύρω στα δεκαεφτά. Τα πέδιλά της, χρυσαφένιες πλατφόρμες με φελλό, είχαν ξεφύγει από τα πόδια της –γυάλιζαν αλλόκοτα τα βαμμένα κατακόκκινα νύχια της.
Λίγο πιο πέρα ήταν πεταμένη η μακριά, σα χιτώνας, καμπαρτίνα της από γυαλιστερό νάιλον που, με το κεραμιδί χρώμα της, φάνταζε παράξενα. Φορούσε ένα κολλητό, πράσινο παπαγαλί σορτς, μικρό όσο ένα εσώρουχο, ενώ το πορτοκαλί μπούστο στο στήθος της, πέντε δάχτυλα φαρδύ, ήταν ανεβασμένο στο λαιμό και οι μεγάλοι μαστοί της έδειχναν παράξενα ζωντανοί ακόμη· οι μελανές θηλές τους έμοιαζαν υγρές.
Λίγο πιο μακριά, ένας άλλος άναψε κι αυτός τον αναπτήρα, τον σήκωσε πάνω από το κεφάλι του κι έτσι, όπως φώτιζε σαν πυρσός, άρχισε να καίει το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Γελούσε. Ήταν ένας Ουγκαντέζος και μίλαγε στους άλλους, που κατάγονταν από διάφορες χώρες της Αφρικής και της Ασίας, λες και περίμενε να τον καταλάβουν.
Ο Τζιμπάχ εκνευρίστηκε μ’ όλη αυτή την ασυνεννοησία, «σβήσ’ το, ρε», του είπε, με χειρονομίες που σήμαιναν πως, «αν δεν το κάνεις θα έρθω εκεί…» Κι αμέσως, γυρνώντας στους άλλους, «πάμε να φύγουμε, τελείωσε…». Η επέμβασή του, αυτή τη φορά, έγινε κατανοητή από όλους. Με τα πελώρια χέρια του έκανε μια κίνηση, σα να τους έδιωχνε από κάποια αόρατη αίθουσα, «τελείωσε, φύγετε, τώρα! Τώρα, είπα!»
Κάνα δυο, αναμέτρησαν τις δυνάμεις τους, για να προβάλλουν αντίρρηση στον Τζιμπάχ, αλλά αμέσως το μετάνιωσαν· πολύ θα ήθελαν να βρεθεί το πτώμα με καμένα μαλλιά. Ούτε νεκρή δεν έπρεπε να είναι όμορφη αυτή η γυναίκα. Θα ήταν ένα μήνυμα, για τις άλλες που έκαναν ‘‘πεζοδρόμιο’’, εκεί γύρω, αλλά και για κάποιον στην αστυνομία.
«Καλή δουλειά», είπε, με δουλοπρέπεια, σε σπαστά Σουαχίλι, ο Ουγκαντέζος που είχε ανάψει δεύτερος τον αναπτήρα και αναγκάστηκε να τον σβήσει.
«Αυτό λέω κι εγώ, και πάμε να φύγουμε», απάντησε ο Τζιμπάχ, όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε, «δεν χρειάζεται να μπλέξουμε...»
Για δευτερόλεπτα, τα μάτια του χάιδεψαν με αδιέξοδη νοσταλγία το μισόγυμνο κορμί που κείτονταν στο πεζοδρόμιο. Ο μακρύς, λεπτός λαιμός, κρατούσε ακόμη το πανέμορφο κεφάλι, αλλά κρεμόταν αλλόκοτα, με άψυχη επιμήκυνση. Μια βαθιά πληγή τον χώριζε, σχεδόν, στα δύο. Η μαχαιριά είχε κόψει πέρα για πέρα και τις δυο καρωτίδες. Το φρέσκο αίμα, μεγάλο, σκουρόχρωμο σεντόνι γύρω από το σώμα, γυάλιζε· έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να παρατείνει τη ζωή σε κάτι παράλογο, που επέμενε να είναι ακόμη ζωντανό, πάνω στο πλακόστρωτο.
Στο μυαλό όλων, εκείνο το αίμα θύμιζε σφαχτό ζώο, όπως όταν φύσαγε αέρας από τη κρεαταγορά. Αλλά, δε φυσούσε.
Στην άπνοια κυριαρχούσε η μυρωδιά της αμμωνίας, των ούρων. Η αποφορά ερχόταν από το μεγάλο διώροφο, μισογκρεμισμένο νεοκλασικό, μπροστά στο οποίο υπήρχε η νεκρή.
Αν κάποιος πλησίαζε πολύ θα διέκρινε, στο κομψό κοίλωμα του εξωτερικού τοίχου, που υπήρχε ανάμεσα από τα δύο παράθυρα της πρόσοψης, μια αχνή ξεθωριασμένη, σχεδόν κοκκινωπή, τοιχογραφία. Ο χρόνος και οι βροχές είχαν ξεβάψει τα χρώματα, εκτός από το βασικό, τώρα μουντό, χρώμα που είχε απομείνει· το κεραμιδί. Μ’ αυτό απεικονιζόταν μια ψηλόλιγνη, αρχαϊκή κόρη των Αθηνών, με μακρύ χιτώνα. Είχε μια στάση υποδοχής και προσφοράς σε κάθε επισκέπτη που έφτανε εκεί. Στα κοντυλογραμμένα της δάχτυλα κρατούσε, μια ταινία που, με το ίδιο κεραμιδί χρώμα, έγραφε:
«Αιέν ευ ζην».
Σ’ αυτό το σπίτι, πριν μισή ώρα, καμιά δεκαριά μελαψές γυναίκες είχαν κρυφτεί πανικόβλητες, φωνάζοντας αφρικάνικα η μία στην άλλη: Οκα-έι, οκα-έι, μπες μέσα, μπες μέσα. Κλεισμένες πίσω από τα ξεδοντιασμένα ξύλινα πατζούρια, έβλεπαν με τρόμο ό,τι γινόταν στο δρόμο. Τρεις από αυτές είχαν προλάβει να κυλήσουν μια βαριά πέτρα από την μέσα μεριά της εξώπορτας του ισογείου. Κι αυτό το έκαναν μόλις έφυγαν οι δύο Σουδανοί, που είχαν εισβάλει, με μια κλωτσιά, κρατώντας μαχαίρια.
Οι δύο, έβριζαν κι έψαχναν να βρουν, ανάμεσα σε όλες, κάποια συγκεκριμένη γυναίκα. Την αναζητούσαν φωνάζοντας με ένταση το όνομά της· δεν ήθελαν να κάνουν λάθος μες στο σκοτάδι. Τότε, πετάχτηκε μπροστά τους μια πολύ κοντή και μικροκαμωμένη μαύρη, που είχε το ίδιο όνομα με αυτήν που καταζητούσαν, και τους παρακαλούσε να μη πάρουν λάθος άνθρωπο, να μη σφάξουν άλλη γυναίκα αντί άλλης. Εκείνη, τους έλεγε, δεν έφταιγε σε τίποτε. Κι ο ένας από τους δύο την έσπρωξε τόσο δυνατά, που έπεσε πάνω σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο και την πλάκωσαν οι σοβάδες. Ζαλισμένη, τους άκουσε να συνεχίζουν να τρέχουν μέσα στα ρημαγμένα δωμάτια, σπάζοντας τη μία πόρτα μετά την άλλη, να κατεβαίνουν στον κήπο. Σχεδόν αμέσως, κάποιες έτρεξαν και ‘‘αμπάρωσαν’’ την εξώπορτα με την πέτρα και, από τις χαραμάδες, είδαν έξω στο δρόμο να πιάνουν τη γυναίκα, που φορούσε μια κεραμιδί νάιλον καμπαρτίνα και ούρλιαζε προσπαθώντας να ξεφύγει.
Ο Τζιμπάχ, έκανε, για μια ακόμη φορά, νόημα στους περίεργους να πάρουν δρόμο. Αμέσως. Όλοι! Ένιωθε κι ο ίδιος παράξενα που στεκόταν ακόμη εκεί. Είχε κάνει όσα του είπαν οι δύο Σουδανοί, και είχε πληρωθεί καλά. Στην αρχή έπρεπε να κρατήσει τσίλιες, μαζί με άλλον έναν, που ήταν ακροβολισμένος πιο μακριά, στο τρίστρατο της Αριστογείτονος, κάτω από τα μανάβικα. Και μετά έκανε και το άλλο που του είχαν πει.
Ναι, μέχρι πριν λίγο, αυτά τα θυμόταν καθαρά. Μα τώρα, μια ξαφνική κούραση έμοιαζε να θολώνει τελείως τη κρίση του. Το ένστικτό του τον έσπρωχνε να φύγει. Κάτι σημαντικό και επικίνδυνο είχε γίνει εκεί κι όπως συχνά το πάθαινε, για λίγα δευτερόλεπτα, δε θυμόταν όλα τα γεγονότα ξεκάθαρα. Κι όμως, κάτι δεν είχε γίνει σωστά, αλλά τι;
Όταν ήταν στα καλά του, σκεφτόταν με το δικό του τρόπο. Άσπρο ή μαύρο. Σωστό ή όχι σωστό. Και σ’ αυτό δεν εύρισκε να διαφέρει απ’ τους ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή του. Εξάλλου, μόνο έτσι μπορούσε να ταχτοποιεί λίγο τα πράγματα, σ’ αυτόν τον παράξενο τόπο όπου τον είχε ρίξει η ανάγκη. Από την άλλη, υπήρχαν στιγμές που το μυαλό του σταματούσε σε κάποια λεπτομέρεια την οποία, όταν αργότερα την ξαναθυμόταν, ακόμη κι ο ίδιος απορούσε πώς την είχε σκεφτεί. Είχε μια περίεργη, ενστικτώδη αντίληψη, σχεδόν εξυπνάδα. Όμως, όταν κόλλαγε σε κάτι και οι άλλοι δεν τον καταλάβαιναν, μπορούσε στα νεύρα του επάνω να τσακίσει άνθρωπο.
Μα, κι όταν μπλοκάριζε το μυαλό του, είχε τον τρόπο του. Όλα τα αισθανόταν λες και ήταν αέρας γύρω του. Τα μύριζε όπως ένα σκυλί. Έτσι καταλάβαινε. Κι απόψε η μυρωδιά του αίματος υπήρχε γερά σκαλωμένη στα ρουθούνια του· μυρωδιά βαριά, μεταλλική, όπως ο αχνός από το λιωμένο υγρό σίδερο στο καμίνι. Όμως, δεν του άρεσε να τον ξεγελάνε. Όποιος του έλεγε πως θα κάνουν κάτι, αυτό έπρεπε να γίνει σωστά. Απότομα, ένα μούδιασμα στο δεξί του μπράτσο, του απέσπασε την προσοχή. Δυσκολευόταν να ανοιγοκλείσει τον αγκώνα του και για λίγο έκανε μηχανικά αυτή την κίνηση.
Ξανακοίταξε τους άλλους. Εκείνη τη στιγμή, επιτέλους, έφευγαν όλοι. Στη σκοτεινή γωνία τα πάντα έμοιαζαν εξωπραγματικά. Μια γυναίκα ξαπλωμένη ακίνητη, που το φως των άστρων, τώρα, την έκανε να μοιάζει ασημένια, και γύρω μαύρες φιγούρες να μετακινούνται λες και είχαν ξύλινα, άκαμπτα πόδια· μαριονέτες.
Το μπράτσο του Τζιμπάχ είχε μουδιάσει τελείως. Άκαμπτο. Κάποιο νεύρο θα είχε χτυπηθεί. Αλλά, και μέσα του επικρατούσε η ίδια ακαμψία. Αυτό λειτούργησε σαν σύνθημα φόβου, ανασφάλειας κι αμέσως άρχισε να απομακρύνεται με μεγάλα, λαστιχένια βήματα.
Περπατούσε στη Σωκράτους κι ο αέρας που ανέπνεε του φαινόταν πυκνός, όσο η μοναξιά του. Και τον έπνιγε. Όπως τον έπνιγε, από παιδί, ο θυμός του για όλα και για όλους, μια θηλιά αυταρχισμού στο λαιμό, για έναν κόσμο που άλλα έλεγε και άλλα έκανε. Στο βάθος διέκρινε σκόρπιες αντανακλάσεις από τις φωτεινές επιγραφές της Ομόνοιας, τα αυτοκίνητα που έτρεχαν, το σκληρό γκρίζο, σχεδόν ατσάλινο, χρώμα που είχε, εκείνη την ώρα, η άσφαλτος της Πειραιώς.
Δεν έπρεπε να ρισκάρει μια βόλτα μέχρι εκεί. Θα ήταν σα να πέρναγε τα σύνορα της χώρας του –που κάποιοι την είχαν μεταφέρει στην Αθήνα, μαζί με τον εμφύλιό της– και να έμπαινε σε εχθρικό έδαφος, σε εμπόλεμη ζώνη… Γιατί, ο Τζιμπάχ ήταν άνθρωπος των δύο Σουδανών, που ανήκαν σε μια σέχτα της φυλής των Ανασάρ, του βόρειου Σουδάν, και η δικαιοδοσία της έφτανε μέχρι το αριστερό πεζοδρόμιο της Πειραιώς. Αντίθετα, το δεξί πεζοδρόμιο το ελέγχανε Νιγηριανοί, αλλά και οι σύμμαχοί τους Σουδανοί, του νότιου Σουδάν, από τις φυλές Σέιλκλ, και Ντινκανγιά που ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι των βορείων.
Δυο σκυλιά πέρασαν δίπλα του τρίβοντας τη μουσούδα τους, το ένα κάτω από την ουρά του άλλου. Απότομα, σήκωσαν τα κεφάλια τους, έπιασαν τη μυρωδιά του αίματος, που ερχόταν από το πίσω μέρος της Αγοράς και ξεχύθηκαν προς τα εκεί.
Ο Τζιμπάχ ήθελε, επειγόντως, με κάποιον να μιλήσει.
Φτάνοντας στο μικρό καφέ-ουζερί «Ο ωραίος Νείλος», που βρισκόταν σφηνωμένο στην είσοδο μιας άθλιας πολυκατοικίας με στοά, είδε τον καφετζή να σκουπίζει βιαστικά για να κλείσει. Το σιδερένιο ρολό του μαγαζιού ήταν μισοκατεβασμένο, έτσι που δεν φαίνονταν καλά αυτά που ήταν ζωγραφισμένα στο τζάμι της πρόσοψης. Διαβάζονταν μισά τα χρυσά αραβικά γράμματα, κόβονταν –στέρευαν οι πηγές του Νείλου, αποκεφαλίζονταν οι τρεις πυραμίδες, φαλακρές και οι φοινικιές, ενός υπέροχου νοσταλγικού τοπίου. Ενός τόπου με αγάπες λάγνες και νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες.
Την ώρα που έσκυβε το τεράστιο κορμί του, για να περάσει κάτω από το ρολό, ο πόνος στο μπράτσο του έγινε σουβλιά. Θυμήθηκε. Την στιγμή που οι δύο με τα μαχαίρια έσερναν τη μαύρη για να της κόψουν τον λαιμό, εκείνος είχε αρπάξει τον Αλβανό προστάτη της και σηκωτό τον πήγε μέχρι την απέναντι γωνία. Όπως του είχαν πει να κάνει… Έτσι, τον αγκάλιασε αιφνιδιαστικά από πίσω, ακινητοποιώντας και τα χέρια του πάνω στο κορμί του, και να τον έσφιξε μέχρι να του κόψει την ανάσα. Αυτό, «το αγκάλιασμα της αρκούδας», ήταν κάτι που έκανε φημισμένη τη δύναμή του σε όλες τις γύρω γειτονιές. Ο Αλβανός, μην μπορώντας να ξεφύγει από την τανάλια εκείνων των χεριών και προσπαθώντας να αναπνεύσει, τα δάγκωνε με λύσσα όπου έβρισκε, όπου μπορούσε –μέχρι που τον δάγκωσε ψηλά στο μπράτσο. Ο Τζιμπάχ αισθάνθηκε το χέρι του να παραλύει, αλλά τρίζοντας τα δόντια έσφιξε κι άλλο τον Αλβανό, μέχρι που τον ένιωσε να λιποθυμάει στα χέρια του. Λες και κουβάλαγε φτερό, τον έσυρε στην είσοδο μιας αποθήκης και τον άφησε ανάμεσα στα άδεια καφάσια, σα να κοιμόταν.
Ο καφετζής, ένας κοντόχοντρος Αιγύπτιος με κοκκινόμαυρο πρόσωπο, πέταξε το λερωμένο πανί πάνω στον αλουμινένιο πάγκο και είπε, «κλείνω φίλε, αλλά αν κατεβάσεις το ρολό, παίρνουμε δυο μπίρες και τις πίνουμε επάνω…»
Ο Αιγύπτιος τελείωνε βιαστικά τις δουλειές του και μιλούσε νευρικά, ρωτούσε απανωτά:
«Ήσουν εκεί; Κοντά…, θέλω να πω. Είδες τι έγινε; Ζαλισμένο σε βλέπω. Άσε…, αν πονάει το χέρι σου, κατεβάζω εγώ το ρολό.» Όσο έλεγε αυτά, κοιτούσε τη γιγάντια φιγούρα του Τζιμπάχ, προσπαθώντας από τις κινήσεις του να μαντέψει κάτι. Αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν το σχήμα ενός βουνού από σάρκες, το τετράγωνο κεφάλι κολλημένο στο θώρακα, χωρίς σβέρκο, τα χοντροκομμένα χέρια και τα πόδια φυτεμένα άτσαλα, σα δέντρα, επάνω σ’ εκείνο το βουνό· μόνο τα μάτια του πετάριζαν πονηρά, όταν είπε:
«Είμαι λίγο ζαλισμένος… Μύριζε…, μύριζε πολύ… Ναι, μια μπύρα. Πάμε επάνω…»
«Τη σφάξανε, τελικά;», επέμεινε ο καφετζής.
«Δε νομίζω πως…», είπε ο Τζιμπάχ και κοίταξε αφηρημένος τον μεσόκοπο Αιγύπτιο με το ψιλοκομμένο μουστάκι, και την έκφραση ενός αναμαλλιασμένου, υπερτροφικού ποντικού. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, στο κάτω μέρος του κοκκινόμαυρου προσώπου του, πετάγονταν τα δύο μπροστινά, πλατιά δόντια του, με το μεγάλο κενό ανάμεσά τους. Δόντια, που μπορούσαν να καταβροχθίσουν την πόλη, αν αυτή ήταν, ολόκληρη, ένα κεφάλι τυρί.
Με το που άκουσε εκείνο το «δε νομίζω πως…», ο καφετζής τινάχτηκε, λες και ήθελε να πεταχτεί έξω από τη μυρωδιά του χλωρίου που ανέδυε ο πάγκος του εκείνη τη στιγμή. «Τι, δε νομίζεις, Τζιμπάχ; Αφού περάσανε τα ‘‘παιδιά’’ από δω και μου είπανε να κλείσω, γιατί όπου να ’ναι θα πλακώσει η αστυνομία.»
Όσο έλεγε αυτά κατέβασε τελείως τα ρολά και κλείδωσε το μαγαζί του. Βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα που οδηγούσε στη στοά, στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, κρατώντας τις μπύρες στα χέρια. Πέρασε μπροστά από το μονίμως χαλασμένο ασανσέρ, με την ανορθόγραφη χαρτονένια πινακίδα που έγραφε «Βλάβι», χώθηκε σα κυνηγημένος στο κλιμακοστάσιο κι άρχισε να ανεβαίνει. Πίσω του άκουγε τα βαριά βήματα του άλλου να τον ακολουθούν.
Φτάνοντας στον τρίτο όροφο, συνάντησαν μια ηλικιωμένη γυναίκα που σκυφτή στην κλειδαρότρυπα της πόρτας της προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεκλειδώσει. Τους είχε ακούσει στη σκάλα και έτρεμε. Ήτανε μία από τους τέσσερις τελευταίους ντόπιους, παλιά Αθηναία, που κατοικούσε ακόμη σ’ εκείνη την πολυκατοικία. Η τεράστια σκιά του Τζιμπάχ έπεσε επάνω της. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, κίτρινη λεμόνι. Τα κλειδιά της γλίστρησαν από τα χέρια. Ήταν στο απόλυτο έλεός του. Μια να της έδινε με το τεράστιο χέρι του θα την έλιωνε. Αλλά εκείνος την προσπέρασε. Ακολούθησε τον καφετζή που συνέχισε να ανεβαίνει.
Στην ταράτσα υπήρχε ένα αυθαίρετο καμαράκι από τσιμεντόλιθους και Ελενίτ στη σκεπή, που το νοίκιαζε ο Αιγύπτιος.
Ο Τζιμπάχ, λαχανιασμένος, άδειασε το βάρος του κορμιού του σε μια φαρδιά, ξεκοιλιασμένη ψάθινη πολυθρόνα με στραβά πόδια, που έτριξε στα όριά της, κι άνοιξε τη μπύρα του με τα δόντια. Ρούφηξε λαίμαργα. Κόμπιαζε να μιλήσει. Προσπαθούσε να σκεφτεί. Το ασπράδι των ματιών του αντιφέγγισε φιλντισένιο καθώς τους φώτισε το κόκκινο Νέον από μια διαφήμιση, που αναβόσβηνε, σε διπλανή ταράτσα.
Εκεί, πάνω από την πόλη και τους ανθρώπους, ένιωθε αλλιώς· σχεδόν ελεύθερος. Του ’μοιαζε δροσερός ο αέρας που ανέπνεε· του άρεσε. Κοίταξε ψηλά. Γαλήνια η νύχτα, μυριάδες αστέρια τρεμόσβηναν στο δικό τους αλάνθαστο ρυθμό. Όλα εκεί του έμοιαζαν ότι έγιναν σωστά. Εντελώς σωστά.
Ο καφετζής, που όση ώρα ανέβαιναν δεν είχε πάρει απάντηση στα ερωτήματά του, έβγαλε τσιγάρο, άναψε, και σέρνοντας ένα άδειο κασόνι από πορτοκαλάδες, κάθισε και ξαναρώτησε, τονίζοντας μία μία τις λέξεις: «Έλα λέγε, τελικά τη σφάξανε, ε;»
«Τη σφάξανε αν και, σου είπα, δεν…», απάντησε μιλώντας αργά ο Τζιμπάχ, σαν να έψαχνε αυτό που ήθελε να πει.
Η αδημονία του καφετζή είχε χτυπήσει κόκκινο, «τι ‘‘δεν’’, ρε συ; Τι ’ναι αυτά που μου λες τώρα; Θα μιλήσεις ή όχι;»
«Θέλω να πω», συνέχισε ο Τζιμπάχ, «όταν εγώ άρπαξα τον Αλβανό και οι άλλοι δύο τη μαύρη, εκείνη χτυπιότανε σαν τρελή. Ίσα που προλάβανε και της έκλεισαν μ’ ένα στουπί το στόμα. Δύο την παλεύανε κι όμως τους γλίστρησε μέσα από τα χέρια. Στραβοπάτησε στα ψηλά παπούτσια που φορούσε, την τράβηξαν οι άλλοι από τη νάιλον καμπαρτίνα της που γλίστρησε, τους έμεινε στα χέρια, και με τη φόρα που είχε, η μαύρη, τους έφυγε, και μετά…»
Ο καφετζής τον κοιτούσε ακίνητος. Είχε ένα ύφος σαν του τρωκτικού που καιροφυλακτεί στην τρύπα του και προβληματίζεται να βγει ή να μη βγει. Αδημονούσε έντονα. Μόνο τα μάτια του λαμπίριζαν σ’ εκείνο το ξαφνικό σκοτάδι που είχε χυθεί πάνω στο πρόσωπό του. Τελικά, αποφάσισε να διακόψει τον Τζιμπάχ και να σχολιάσει, μονολογώντας πάνω σε όσα νόμισε πως κατάλαβε:
«Το θέμα είναι ότι τιμωρήθηκε η σκύλα… Να το μάθουν αυτό και οι άλλες, να μην κουνιούνται… Αυτή, η μαύρη, φίλε, δεν έλεγε να σταθεί πουθενά. Δεν ήθελε να κάτσει με κανέναν. Ούτε με τον αστυνόμο. Πού θα έβρισκε καλύτερο προστάτη; Καλά της κάνανε, σου λέω. Νόμισε πως, όταν ξεχρέωσε θα μπορούσε να κάνει ό,τι γουστάριζε. Πού πας μωρή;…».
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπύρα του και σκούπισε τον αφρό με την ανάστροφη του χεριού του ευχαριστημένος. Ο καπνός από το τσιγάρο του μύριζε περίεργα, ντουμάνιαζε και τον τύλιγε, σαν να είχε μόλις τρίψει το δικό του μαγικό λυχνάρι. Ανοιγόκλεισε το στόμα του μερικές φορές, αλλά δεν είπε τίποτε. Είχε μια έκφραση ευδαιμονίας και στηρίζοντας με το ένα χέρι το σαγόνι του, έριξε το βλέμμα του ψηλά, στη νύχτα, χωρίς να βλέπει κάπου συγκεκριμένα. 
Ο Τζιμπάχ αισθάνθηκε να του φεύγει λίγο λίγο το μούδιασμα από το χέρι του. Έμενε σιωπηλός. Σκεφτόταν τα δικά του. Δεν ήταν πολύς καιρός που βρισκόταν στην Κεντρική Αγορά. Πριν έρθει εδώ, είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να πιάσει γωνιά σε καλύτερη πιάτσα. Κι είχε πληρώσει γερά για μία θέση. Έτσι, την έστηνε στα πάνω σκαλιά της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, προς την Ακρόπολη. Έβαζε την πλάτη του στο παρκάκι με τις ελιές, ώστε να μπορεί να ξεφεύγει από εκεί μέσα, όταν πλάκωνε η αστυνομία. Είχε την πραμάτεια του σε δυο χαρτόκουτα. Έστηνε το ένα επάνω στο άλλο και προσπαθούσε να πουλήσει: γυαλιά ηλίου, αναπτήρες, Σι Ντι, ρολόγια. Λίγο πριν σκοτεινιάσει, τα μάζευε. Οι τουρίστες πολλοί, μα ελάχιστοι αγοράζανε.
«Τέλει γκυαλί μαυλό γκια έλιο;… Πάλε γκυαλί, καλό γκυαλί!… Γκια μάτι σου. Τέλει; Τέλει λολόγκι; Σι Ντι τέλει;»
Άκουγε τι φωνή του κι ο ίδιος. Καταλάβαινε… Δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει αυτό που ένιωθε αλλά το ένστικτό του του έλεγε πως η γλώσσα δεν είναι ένα πράγμα ανεξάρτητο από τις καταστάσεις.
Κι όλοι γύρω του, οδηγοί πούλμαν, φωτογράφοι, πλανόδιοι που πουλάγανε ζώνες, μαντήλια, λέγανε «Θου» «θέλει», «Γου» «Γυαλί», «Ρο», «μαύρο», «ρολόι»· κι αυτός δεν τα μπορούσε. Ήθελε να πει, «ήλιο» κι έλεγε «έλιο», με έναν γελοίο ήχο στο λάμδα, σαν το σύρσιμο του σάλιαγκα στην πέτρα. Δεν έστριβε η λαλιά του. Αλλιώς μιλάγανε οι ντόπιοι. Αλλιώς. Κι ο Τζιμπάχ αντιλαμβανότανε τη διαφορά από τους ήχους. Ήξερε πώς τον βλέπανε. Ήτανε και ο όγκος του, το μελαψό χρώμα του. Ένιωθε κάπως… Αλλά η γλώσσα, η γλώσσα ήταν που του έκοβε τα πόδια. Δεν του άρεσε που δεν μπορούσε να την μιλήσει όπως οι ντόπιοι, σωστά. Και κάτι τέτοια δεν τα επέτρεπε στον εαυτό του. Ή θα έκανε κάτι σωστά ή όχι.
Κι όμως ήξερε να μιλάει καλά. Από παιδί στο Ασουάν έμαθε αραβικά του Νείλου και τα άλλα, της Σαχάρας, συνεννοούνταν άνετα με Άραβες και Σουδανούς. Τα κατάφερνε αρκετά και με τα Σουαχίλι. Αυτές οι όμορφες γλώσσες ήταν η πατρίδα του κι όχι ετούτος εδώ ο τόπος, που του φαινόταν χωρίς αρχή και τέλος.   
Αλλά εκεί, στην Ακρόπολη, σιγά σιγά βουβάθηκε, κατάπιε τη γλώσσα του. Έρχονταν και οι ξεναγοί και λέγανε κάτι λέξεις, σαν κινέζικα του μοιάζανε: «αρχαίο πνεύμα αθάνατο…», έτσι λέγανε. Τα ’γραφε, αυτά τα λόγια, για λίγο η μνήμη του, τους ήχους, ρχ…, πν…, αθ…, κι αμέσως έφευγαν, όπως το νερό που κυλάει στο φτερό της πάπιας. Μια μέρα που είχε πλησιάσει πιο κοντά στο μνημείο, άκουσε κι εκείνο το: «εδώ είναι τα Προπύλαια του Μνησικλέους», πρ…, πλ…, μν..., σκλ… Τι άσχημη γλώσσα ήταν αυτή; Πώς μπορούν και τη μιλάνε άνθρωποι;»
Αλλά υπήρχαν και οι παλιοί μετανάστες, που ζούσανε πολλά χρόνια εδώ. Αυτοί που είχανε χάσει την πατρίδα που γεννήθηκαν αλλά τους απέμενε η μία, η μοναδική και η τελευταία…, η προφορά τους, το ιδιαίτερο χρώμα της ομιλίας τους. Ώρες ώρες ο Τζιμπάχ ένιωθε απόγνωση με τη γλώσσα που φώλιαζε στο στόμα του. Κάποιες στιγμές που περίμενε μες στο κατακαλόκαιρο τους τουρίστες κάτω από την Ακρόπολη και πύρωνε το πλακόστρωτο, ο τόπος όλος, ναρκωνόταν για λίγο, κολύμπαγε στη ζέστη. Όπως τότε που ήταν παιδί και βούταγε με το κεφάλι στα νερά του Νείλου. Γιατί κόρωνε το χώμα στο χωριό του, άνοιγε η γη. Πεθαίνανε οι άνθρωποι, σαν τις μύγες, από την ξηρασία. Και τότε φώναζαν τον μάγο βροχοποιό. Να πιάσει το κεφάλι του σφάγιου και με μια λεπίδα, ξυράφι, να του κόψει τα μάγουλα, να ξεριζώσει τη γλώσσα βαθιά απ’ το λαρύγγι και να τη ρίξει στη φωτιά, μαζί με τα μυστικά μαντζούνια της τέχνης του, για να έρθει η βροχή.
Απέμενε νεκρό, άλαλο στο θάνατό του το ζώο.
Και η βροχή σπάνια ερχόταν.
Με τα πολλά το πήρε απόφαση. Δεν ταίριαζε σ’ ετούτη την πιάτσα. Δεν του πήγαινε ούτε αυτή η δουλειά. Ποτέ δεν θα μπορούσε να την κάνει όπως έπρεπε. Χώρια το εμπόρευμα που το πλήρωνε χρυσό στον προμηθευτή, ακόμη κι όταν ήξερε ότι ήταν κλεμμένο. Πώς να τα βγάλει πέρα με 20 – 30 ευρώ, που κέρδιζε τη μέρα. Πώς θα ξεχρέωνε; Έπρεπε να βρει μια δουλειά που δε θα χρειαζόταν να μιλάει. Κι αυτή θα την έκανε σωστά.
Από την άλλη, έβλεπε τους άλλους έγχρωμους και τους λυπόταν. Στα φανάρια, με ένα σφουγγάρι για τα τζάμια των αυτοκινήτων, στις καφετέριες με τα πλαστά Σι Ντι, έξω από σταθμούς του μετρό και σε πλατείες με κάθε λογής πραμάτεια φτηνιάρικου ρουχισμού και άθλιων διακοσμητικών. Όλοι, κάτι ισχνά ανθρωπάκια από Ασία και Αφρική, ζούσαν όπως όπως, κουτσά στραβά. Συνεννοούνταν, πουλούσαν, πήγαιναν, έρχονταν σα σκιές μέσα στη πόλη. Οι περισσότεροι διακριτικοί, να μην ενοχλήσουν, να μην ακουστούν, αλαφροπατούσαν σαν τα πουλιά, έτοιμοι κάθε στιγμή να χτυπήσουν φτερό για αλλού. Όμως ο ίδιος δεν ήθελε να ζει έτσι. Γι’ αυτό και έφυγε από το Ασουάν. Γιατί κι εκεί, αν κάποια πράγματα γίνονταν σωστά…

Το δουλεμπορικό, ένα μότορσιπ από τη Λιβύη, τους είχε αφήσει ανατολικά από τον Λέντα, στη νότια Κρήτη. Με το που βγήκανε από το σαπιοκάραβο, τρέξανε στα φαράγγια, κρυφτήκανε για λίγες μέρες. Φαΐ τους πήγαινε ένας βοσκός που είχε το αυτόματο όπλο κρεμασμένο στη ζώνη του. «Μούγκα μαύρε», του ’λεγε, κι έφερνε το δάχτυλο στο στόμα. «Μούγκα, να φύγουν οι χωροφυλάκοι από γύρω. Σας ψάχνουν.» Κι ύστερα έβγαζε ένα κρητικό μαχαίρι, κοφτερό σα φαλτσέτα, τον κοίταζε σα να υπονοούσε κάτι, κι έκοβε τα καρβέλια, φέτα φέτα, για να φάνε οι καραβοτσακισμένοι. Τους έδωσε πιλάφι και τυρί. Όλα με το αζημίωτο.
Δέκα τέσσερα άτομα από Σουδάν, Ουγκάντα, Σενεγάλη. Δυόμισι χιλιάδες δολάρια το κεφάλι. Αυτά θα ήταν όλα κι όλα, τους είχαν πει. Αλλά δεν ήταν αυτά... Τίποτε δεν έγινε σωστά. Σε όλους πληρώσανε παραπάνω: καπετάνιο, δουλέμπορο, βοσκούς, και ξανά καπετάνιο, για το καΐκι που τους πήγε έξω από τα Βάτικα, στην Πελοπόννησο και από κει στο Λαύριο. Και στο τέλος είχαν τους οδηγούς φορτηγών. Πληρώνανε. Κι όταν δεν είχανε, πλήρωνε γι’ αυτούς ο Αμπντούλ, που τους παρέλαβε πακέτο από τον Λέντα. «Εγώ αναλαμβάνω», τους έλεγε, «και με μένα θα έχετε να κάνετε.»
Στην Αθήνα ο Αμπντούλ τού το ξεκαθάρισε. Χίλια πεντακόσια τα παραπανίσια, που υπολόγισε ότι του χρώσταγε από Κρήτη μέχρι εδώ, τετρακόσια το εξάμηνο για το κρεβάτι που κοιμόταν, πεντακόσια πενήντα το εμπόρευμα. Κι ακόμη, άλλα χίλια η προστασία, για να του δίνουνε χώρο στις πιάτσες οι Σουδανοί, οι Νιγηριανοί και οι άλλες φυλές που σφάζονταν μεταξύ τους, σύνολο τρεις χιλιάδες τετρακόσια πενήντα ευρώ για φέτος. Του χρόνου θα βλέπανε…
Αλλά με αυτά που έβγαζε, δεν του περίσσευε ευρώ. Κι έτσι όπως πήγαινε, ούτε σε δέκα χρόνια δε θα ξεχρέωνε. Κι αν δεν είχε να πληρώσει, ο Αμπντούλ, θα τον ‘‘έδινε’’ για απέλαση. Γιατί, κάθε λίγο και λιγάκι, κάρφωνε δυο τρεις στην αστυνομία, αφ’ ενός για να τα έχει καλά μαζί της και αφετέρου για να ξέρουν όλοι οι λαθρομετανάστες ποιος κάνει κουμάντο στην πιάτσα. Κι αυτό για τον Τζιμπάχ, δεν ήτανε σωστό.
Όμως, χρώσταγε, χρώσταγε, κι αυτό τον τρέλαινε, κινδύνευε να τον καρφώσουν, να τον απελάσουν· αυτό κυρίως! Έπρεπε να κάνει κάτι. Αμέσως! Ζήτησε βοήθεια απ’ τον Αμπντούλ· αυτός τον κράταγε... Κι εκείνος του είπε πως θα τον εξυπηρετούσε. Χάρη θα του έκανε. Θα του έβρισκε δουλειά που να του ταιριάζει.
Και του βρήκε. Στην Αγορά, και στην περιοχή πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας, Πλατεία Θεάτρου, Μενάνδρου, Σωκράτους, μέχρι Κουμουνδούρου. Είχε καλά λεφτά· άλλα την ημέρα και άλλα τη νύχτα. Από το πρωί στα τελάρα και όταν βράδιαζε στις δουλειές που στήνανε οι δύο Σουδανοί. Μ’ αυτούς θα ξεχρέωνε. Μ’ αυτούς, κανένας δεν θα τον έστελνε πίσω…

Ο καφετζής στράγγιξε το μπουκάλι της μπύρας και έβρισε την τύχη του. Οι φάροι των περιπολικών έριχναν κόκκινες και μπλε αντανακλάσεις στις απέναντι πολυκατοικίες. «Πού να κατέβω τώρα να πάρω δυο μπίρες ακόμη. Ώρες θα τριγυρνούν οι αστυνόμοι στους δρόμους. Μπορεί, αυτή τη στιγμή, να περνούν κι απ’ έξω από το μαγαζί. Εδώ θα τη βγάλουμε. Στεγνοί.»
Κι απότομα, σαν κάτι να σκεφτόταν από ώρα, γύρισε και κοίταξε τον Τζιμπάχ. «Για πες μου, ρε συ; Πώς… είναι; Ποτέ μου δεν έχω βρεθεί μπροστά… Να, όταν καθαρίζουν κάποιον. Πώς είναι; Τι νιώθεις;»
«Εγώ», είπε ο Τζιμπάχ, «το πήρα, σα να βρισκόμουνα αλλού. Σα να μην ήμουν εκεί. Εξάλλου, μακριά στεκόμουνα… Στην απέναντι γωνία. Κρατούσα εκείνον τον μπάσταρδο τον νταβατζή της. Μα όταν κατάλαβα ότι την τελειώσανε, κούραση ένιωσα. Λες και δούλευα στα τελάρα δεκάωρο. Αλλά ήμουν και ξαλαφρωμένος. Είχε σηκώσει κεφάλι η σκύλα.
»Από τη μέρα που τη ‘‘σβέρκωσε’’ ο μπάτσος, κάθε φορά που ερχόταν να τη δει, κι αυτό γινόταν συχνά, έπεφτε πανικός στη πιάτσα. Πάγωναν οι δουλειές. Κουβάλαγε μαζί του και περιπολικά· δήθεν για έλεγχο.
»Οι Σουδανοί λέγανε πως, κόντευαν να χάσουν τα πάντα. Δεν μπορούσανε να βγουν ούτε καν για ‘‘άρμεγμα’’. Γιατί, οι γυναίκες βρήσκαν ευκαιρία να κρύψουν τα λεφτά ή να τα πασάρουν αλλού, μόνο για πάρτη τους.»
«Έχεις δίκιο φίλε», είπε ο καφετζής, «τη δουλειά τους κάνανε οι δύο, κι εσύ τη δικιά σου –μια καθαρή δουλειά», και κοίταγε τον Τζιμπάχ που έδειχνε ξεκομμένος, κουρασμένος μα και ικανοποιημένος κιόλας.
Για μια στιγμή το κόκκινο φως του Νέον τού θάμπωσε τα μάτια. Και τότε ρώτησε: «Ήταν, όμως, κούκλα, σε είχε ‘‘πάρει’’ ποτέ;»
«Ποτέ, η ρουφιάνα», είπε, ο Τζιμπάχ. «Μεγαλοπιανότανε. Με το που την ρίξανε στη πιάτσα, σήκωσε κεφάλι. Ήξερε πως ήταν όμορφη. Τις έχεις δει τις άλλες; Πώς είναι; Αυτή μόνο με τους ‘‘ματσό’’ πήγαινε. Αλλά, από τη μέρα που έμπλεξε με τον μπάτσο χάλασε τελείως. Λέγανε πως της τά ’παιρνε όλα και διαρκώς της ζήταγε περισσότερα. Αυτός της ανέβαζε και την ταρίφα.»
«Αχόρταγος κόσμος, φίλε», είπε ο καφετζής, «αχόρταγος, όσα και να βγάζει δε μπουκώνει…»
Ο Τζιμπάχ, συνέχισε σα να μη τον άκουσε:
«Μόνο όταν την είδα κάτω, πίστεψα πως θα ξαναστρώσουν οι δουλειές. Κι όχι τίποτε άλλο…, μόλις είχα αρχίσει να βγάζω καλά λεφτά με τους Σουδανούς· να ξεχρεώνω, λίγο λίγο, ήρθε η ηλίθια και τα χάλασε όλα. Όχι, το καταλαβαίνεις; Μας έβαλε στις τσέπες μας, συνέταιρο, την αστυνομία. Άσε που όταν έρχονταν αυτοί φεύγαμε εμείς, από δρόμους και στενά. Όχι πες μου είναι σωστό να κάνει τον νταβατζή ο αστυνόμος; Είναι σωστό που αμέσως μετά τα έφτιαξε μ’ αυτόν τον Αλβανό;»
Ο καφετζής σήκωσε το άδειο μπουκάλι και ρούφηξε μια φανταστική σταγόνα μπύρα. Τα μάτια του τρωκτικού είχαν πεταχτεί και πάλι έξω από την ποντικότρυπα:
«Θα μου πεις τελικά, πώς ακριβώς έγινε…; Αλλά, λέμε, ακριβώς...»
Ο Τζιμπάχ τον κοίταξε σα να έψαχνε με δυσκολία μέσα στις σκέψεις του. Λίγο ήθελε να γλιστρήσει σ’ εκείνο τον τόπο του μυαλού του, όπου όλα ήταν θολά από θυμό από μανία, ούτε κι ο ίδιος ήξερε από τι... Αμέσως όμως συνήλθε. Κάτι τον κέντριζε. Κάτι τον ενοχλούσε. Μια λεπτομέρεια… Και την είχε βρει. Ήξερε…
«Τι να σου πω», είπε στον καφετζή, «δεν έγινε όπως έπρεπε…»
Ο Αιγύπτιος έδειχνε να τρελαίνεται: «Πάλι τα ίδια άρχισες; Πας καλά; Τι ‘‘δεν’’ έγινε;»
Ο Τζιμπάχ του ’ριξε, μια περιφρονητική ματιά: «Θυμάσαι που σου είπα πως την τράβαγαν από την καμπαρτίνα που τους έμεινε στα χέρια; Ε, τότε, ξέφυγε η μαύρη και με τη φόρα που είχε έπεσε και χτύπησε –ακούστηκε το κεφάλι της, ξερά– με δύναμη στη κώχη του πεζοδρομίου. Κι έμεινε εκεί. Στον τόπο. Μπορεί τότε και να πέθανε. Γιατί, όταν πήγαν να την σηκώσουν όρθια, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, δε σπαρτάραγε, τίποτε, τίποτε... Μάλλον τη σφάξανε πεθαμένη.»
Ο καφετζής εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει: «Ε, και;», πετάχτηκε, «το ίδιο δε κάνει;…»
Στα δευτερόλεπτα που έσβησε το φως του Νέον βυθίστηκαν και οι δύο στη σκιά.
Με την πρώτη κόκκινη αναλαμπή, το πρόσωπο του Τζιμπάχ, έδειχνε δυο φορές πιο νευριασμένο:
«Όχι, ρε φίλε», είπε, «δεν κάνει το ίδιο. Καθόλου δεν είναι το ίδιο. Κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται σωστά!
»Της άξιζε αυτό που έπαθε, αλλά δεν το ένιωσε.
»Καταλαβαίνεις;
»Δεν το ένιωσε!»

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Ρωμανός Γιώργος / Διηγήματα / Γιάννη, Γιάννη, Μακρυγιάννη



Γιώργος Ρωμανός

Γιάννη, Γιάννη, Μακρυγιάννη
Διήγημα

ριν το χάραμα, ξεκίνησα για το σπίτι του. Κατέβαινα απ’ τ’ Αναφιώτικα, κι ακόμη η πόλη βούλιαζε στη νύχτα. Στη δροσιά του Απρίλη, ήθελα ν’ ανοίξω τα χέρια να πετάξω, να φύγω απ’ όλα. Κάτι τέτοια του έλεγα  και με θεωρούσε αλαφροΐσκιωτο, που ο Θεός έβαλε δίπλα του για να τον δοκιμάζει. Ήμασταν αδελφοποιτοί. Μ’ έσωζε, τον έσωζα. Ζωές χρωστάγαμε.
Απ’ το κατώφλι του είδα το βράχο, κόντρα στο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Πιο μαύρος από ποτέ· βόγκαγε σκοτάδι. Μόνο, ψηλά, οι κολώνες του Παρθενώνα φέγγριζαν φως.
Τον βρήκα στα στρωσίδια. Πρόσωπο κερί σβηστό, μαλλιά, μουστάκια, γένια μακριά, ξασμένο χιόνι. Τι κάνεις, είπα πειραχτικά, Γιάννη Τριανταφύλλου· μου χαμογέλασε αχνά, ψόφο δεν έχω, Γιώργη.
Βούρκωσα, σπάνια έλεγε τ’ όνομά μου. Όλο Γιούδα Ισκαριώτη, με φώναζε, επειδή σκεφτόμουν σαν όλους τους γραμματιζούμενους και του πήγαινα κόντρα. Ούτε γιατρό ούτε φίλο του.
Από το παράθυρο ξεχώριζε αχνά ο Σερπετζές, το ρωμαϊκό θέατρο του Ηρώδη, όπου κόντεψε να χαθεί για τα καλά. Το σπαθί του Τούρκου τον βρήκε, τρεις ή τέσσερις φορές, στο ξερό του κεφάλι. Γούβα έκανε το καύκαλό του.
«μπήκε του φεσιού το μπάλωμα, στα κόκαλα στην πέτσα του μυαλού…»
Κατρακύλησε στο χαντάκι της ντάπιας· πλημμυρισμένον στο αίμα –πάταγαν επάνω του–, τον έσυρα σε μια ζωή που ακόμη, λέει, μου χρωστάει.
Τελευταία, στις 20 Απρίλη 1869, τον έκαναν αντιστράτηγο. Μετά αρρώστησε. Κάθομαι δίπλα του καθημερνά. Από αχάραγα, μέχρι να μη με βαστάν τα πόδια μου. Είμαι και μεγαλύτερος. Τα γιατρικά μου, ανώφελα. Του σκουπίζω τον ιδρώτα, πιάνουμε κουβέντα. Ωραία κουβέντα δηλαδή· δυο που κουβεντιάζουν ή διαφωνούν χωρίς ειρμό και χρόνο. Το χτες, το σήμερα, οι άνθρωποι, οι άγιοί του, ο Θεός του πάνω απ’ όλα. Μιλάει, παραμιλάει, καταλαβαίνει, με κοροϊδεύει; Αλλά, κι εγώ κάποια του λέω, κάποια τα σκέφτομαι.
Σηκώνει τα κοκαλιάρικα δάχτυλα, ασπρίζουν οι κόμποι, και μου δείχνει, έξω από το άλλο παράθυρο. Χαράζει. Στο βάθος, μπορεί η θάλασσα· αχλή ο ορίζοντας της πατρίδας.
Χαλάλι τα ’καμα όλα, Γιώργη, όλα για τον ξεσηκωμό, λέει, και με διαολίζει. Πόσο καθαρός ήταν ο ξεσηκωμός; Ένας χρόνος όλος κι όλος. Κι από το επόμενο έτος, οι Εμφύλιοι. Κι εσύ τι έκανες, Γιάννη; Πήγες κι έγινες μπροστάρης των κυβερνητικών, του Κουντουριώτη, ενάντια στους αντάρτες καπεταναίους. Κι όταν δεν μπόρεσες να τους κάνεις καλά, έφερες από την Αθήνα τον Γκούρα και άλλους. Τον Γκούρα, που τον έφτυνες δυο χρόνια πριν, γιατί έκλεβε και σώρευε το χρήμα, όταν εσύ το δικό σου το μοίραζες στον αγώνα. Και τους τσακίσατε τους αντάρτες, στη Δαλαμανάρα, το Μάη του ’24, λέω. Γι’ αυτό ο Κουντουριώτης σ’ έκανε αρχιστράτηγο. Ναι…
Και σ’ έφαγαν οι τύψεις μετά, Γιάννη. Και βάλθηκες, τριαντατριών χρονών, να μάθεις γραφή, κολλυβογραφή δηλαδή. Γιατί, ξύπνιος ήσουνα, ήξερες πως τα γραφτά μένουν. Έφταιγα κι εγώ βέβαια. Τόσα χρόνια σου διάβαζα βιβλία, βυζαντινά, ρωμέικα, ακόμα και αρχαία, αντιγραμμένα από καλογέρους. Έβλεπες ζωγραφιές, τις ζήλευες. Εγώ σου έφερα τις λαϊκές φυλλάδες, που γράφαν για το μεγάλο του γένους –ανύπαρκτο– βασιλιά Ιωάννη, που θα ανάσταινε, τάχα, την αυτοκρατορία του δικέφαλου αετού. Κι έτσι, πέντε χρόνια μετά, από τότε που μπήκες μπροστάρης στον Εμφύλιο, σου ’ρθε η ιδέα να γράψεις. Για μένα, είναι σα να ζητάς συγνώμη, Γιάννη, όταν εσύ ο ίδιος λες για τα γεγονότα του αλληλοσπαραγμού:
«Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία,» […] «…δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια…» […] «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ‘να και τ’ άλλο μέρος.»
Κι αφού ήσουν άμαθος, γιατί πήγαινες πότε με το ’να και πότε με τ’ άλλο μέρος;
Τι με κοιτάς και γουρλώνεις τα μάτια; Ακούς, καταλαβαίνεις; Μιλάς! Ναι, κι αυτό εσύ το είπες! «αξία έχει το εμείς, όχι το εγώ». Σωστό. Κι όλα τα λεφτά σου τα ξόδεψες στον ξεσηκωμό. Σωστό. Ότι πολέμησες σε όλες τις κρίσιμες μάχες. Σωστό. Αλλά, μια ζωή, παρμένος ήσουνα με το μεγάλο βασιλιά, το Θεό. Βασιλιά – Θεό ήθελες, όταν καλοδεχόσουν τον Όθωνα.
Μια ζωή, περισσότερο μιλούσες με τους αγίους, παρά με τους ανθρώπους. Κι όταν σε κυνήγησε ο Όθωνας, έκατσες και έγραψες, στον ίδιο το Θεό!, προσωπικά, εσύ…:
«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχισμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου[...]. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει να μας ιδεί. [...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...].»
Απότομα, το δεξί του πόδι τρέμει και μένει σε σπασμό. Με νιώθει που σηκώνομαι να τον σκεπάσω· σωπαίνει.
Έξω, το πρώτο φως της αυγής φέγγει σα δεύτερο φεγγάρι· μια ορφανή γραμμή στον τοίχο της κάμαρας. Σβήνω το κερί. Κλείνει τα μάτια. Πολλές φορές έκανε τον πεθαμένο και γλίτωσε. Μπορεί και τώρα…
…Σ’ έφαγε το συναίσθημα, Γιάννη. Ή ποιητής ή πολέμαρχος. Και τα δυο μαζί γέννησαν εσένα. Άνθρωπος που μπλέκει σε πόλεμο και πολιτικές, δεν μπορεί να κουβαλάει –χελώνα το καβούκι της–, τόσο συναίσθημα και κουβεντολόι με το Θεό.
Ναι, σ’ ακούω, σ’ ακούω… Ποτέ δεν ξέχασες εκείνο τον ξυλοδαρμό, στα δεκατέσσερά σου, στην Άρτα, το 1811. Στο πανηγύρι του Α’γιαννιού, όπου τσάκισες το καριοφίλι του αδερφού του Θανάση Λιδωρίκη. Κι ο αδερφός του Λιδωρίκη σε σάπισε στο ξύλο, σε ξευτέλισε μπροστά σε όλους! Θεώρησες πως ό,τι έγινε, έγινε στο «σπίτι» του Άη Γιάννη, ένεκα το πανηγύρι. Πήγες στην εκκλησία του και με κλάματα γοερά, ορκίστηκες στον άγιο, έταξες να του πας μαλαματένιο καντήλι, αρκεί να καζάντιζες με άρματα ασημένια και δεκαπέντε πουγκιά... Λίγα χρόνια μετά, το πήγες το καντήλι. Από τότε κόλλησες…, με αγίους και Θεό.
Αλλά, εγώ αναρωτιόμουνα, πώς έβγαλες τα γρόσια που ’δωσες στον αγώνα; Τα ’χουμε πει... Το γράφεις στα χαρτιά σου, πούλησες βρώμη κι αραποσίτι, τέσσερις φορές ακριβότερα από όσο τα αγόρασες. Και καλά, αν ήταν καθαρό εμπόριο. Αλλά, εκείνες τις χρονιές, είχε πέσει πανούκλα, κι εσύ πλούτισες από την αρρώστια των άλλων. Μ’ αυτά τα λεφτά έκαμες μαλαματένιο το καντήλι του άγιου. Σύμφωνοι, έδωσες κι άλλα στην πατρίδα. Πολλά! Μέχρι που στα πήραν όλα, διαγούμισαν το σπίτι σου, το έκαψαν, οι σύντροφοι και συναγωνιστές σου.
Ναι, σ’ ακούω, σε όλους πρόσφερες! Αλλά με κανέναν δεν στέριωσες, σκέφτομαι. Τον πρώτο σου καπετάνιο, τον Μπακόλα, τον άφησες, σκάλωσες λίγο στα Σάλωνα, μετά Αθήνα, με Καραϊσκάκη, Οδυσσέα και Γκούρα. Σ’ εξόργισε ο άρπαγας ο Γκούρας, τους παράτησες, πήγες με Κολοκοτρώνη, σ’ έστειλε στους Μοραΐτες να φιλιώσεις. Τα βρόντηξες και πήγες στον Κουντουριώτη, έγινες μπροστάρης του Εμφύλιου. Ο τόπος δεν σε χώραγε, Γιάννη, ο τόπος. Σβούρα γύρναγες και μεγαλοκαπετάνιος δεν έγινες· πάντα δεύτερος ήσουνα.
Τι; Σ’ έκανε χιλίαρχο ο Καποδίστριας; Ε, και; Μήπως στέριωσες και μ’ αυτόν; Τουλάχιστον έδωκα στους Έλληνες το Σύνταγμα, ψιθύρισες κάποια στιγμή, και μ’ ανέβηκε το αίμα… Ποιο Σύνταγμα, αναλογίστηκα, η ιδέα και το κείμενο ήταν του Καποδίστρια, που όταν σου ζήτησε να ορκιστείς, αρνήθηκες· εχθρό τον έκαμες.
Ύστερα, όπως πάντα, άλλαξες μυαλά. Και καλοδέχτηκες τον Όθωνα. Του ’δωσες κιόλας να σου βαφτίσει το παιδί σου, που πήρε τ’ όνομά του. Και μετά θυμήθηκες το Σύνταγμα, αυτό που παλιότερα δεν το ήθελες με όρκο. Αλλά, κι όταν τον παράτησες τον Όθωνα, ποτέ δεν στάθηκες ξεκάθαρα εναντίον του. Κι άντε να εξηγήσω το ότι, όταν έπεσε ο Βαυαρός, το βαφτιστήρι του, ο γιος σου, ο Όθωνας, μπήκε στο παλάτι, πήρε τη σπασμένη ξύλινη κορώνα του θρόνου και την έφερε στα πόδια σου.
Καλά έκανε;! Γιατί, Γιάννη; Εσύ, για βασιλιάς πήγαινες και σου ’φερε την κορώνα; Ήταν τότε, που σε πήρε στα χέρια ο λαός, να σου κάνει θρίαμβο στην Αθήνα, ο λαός, που λίγα χρόνια πριν:
«Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’ αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού 'δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...»
Είχε και πάλι κλείσει τα μάτια.
Α, ρε Γιάννη… Αφήνεις πίσω σου τα χειρόγραφα, όπου μέσα τους πήρες να χωρέσεις τα πάντα. Θεό, αγίους, ανθρώπους, πατρίδα, καλό, κακό. Αλλά, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. Κι έγραψες πολλά, πάρα πολλά. Μόνο που σ’ αυτά, ο καθένας βρίσκει και φτιάχνει το δικό του όνειρο. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Τον κοιτάζω. Αναπνέει, δεν αναπνέει;
Μ’ ακούς, Γιάννη; Γιάννη, Μακρυγιάννη.




____________________________________________________

Δ η μ ο σ ι ε ύ σ ε ι ς  / Α ν α ρ τ ή σ ε ι ς
____________________________________________________


1. Εφημερίδα Η Αυγή, Ένθετο Αναγνώσεις, σελ. 36, 26/3/2011, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=606811

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=128175.0