Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Γιούντιν






Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη
μυθιστόρημα, Εκδόσεις Άγκυρα

Δεκαεννέα κριτικές, εισηγήσεις, μελέτες
Α. αποσπάσματα, Β. πλήρη κείμενα

Α

«…διαβάζω το μυθιστόρημα, Γιούντιν, του Γιώργου Ρωμανού όχι απροκατάληπτα: αλλά ως ένας Θεσσαλονικιός (και με τριγύρισε σε δρόμους και σε πλατείες που τις ήξερα –όπως δεν τις ήξερα) και ως φιλόλογος (και με περιδιάβασε σε γωνίες και κατατόπια της αφηγηματικής τέχνης–όπως τα ήξερα και δεν τα ήξερα).»
Εισήγηση από τον Ιωάννη Καζάζη, καθηγητή Φιλολογίας Α.Π.Θ., κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 19.4.2013, στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στην Εφημ., Ελληνική Γνώμη, Βερολίνο, Ιούλιος 2013, αφ. φ. 160,
και στο diapolitismos.net,

**

«Ο Γιώργος Ρωμανός αξιοποιεί πληθώρα ντοκουμέντων (ακόμα και επινοημένες φωτογραφίες) και αποκρυπτογραφεί με επιδέξιο μοντάζ το ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να συνθέσει ένα συναρπαστικό αφήγημα…», «Γνώστης της τοπιογραφίας της πόλης, ο Γ. Ρ. διηγείται με διεισδυτική ματιά και ευαισθησία τις ιστορίες των ηρώων του, που  έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τη λαίλαπα της ιστορίας, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει μερικά από τα κρυμμένα μυστικά της Θεσσαλονίκης…», «Παράλληλα, ο σ. αρθρώνει έναν ενδιαφέροντα αναστοχασμό για την ιστορία.»
Γιώργος Αναστασιάδης, Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας, Νομικής σχολής, Α.Π.Θ., Περιοδικό: Θεσσαλονικέων Πόλις, τ.21, σ. 84, 2013.

**

«Το βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού, Γιούντιν, διαφέρει από τα άλλα της μυθιστορηματικής υφής που διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη γιατί περιέχει με ακρίβεια επίσημα στοιχεία, όπως επίσης πτυχές του δράματος (κυρίως προδοσίες) που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωτικά ολοκληρωθεί.»
Περιοδικό Χρονικά, Έκδοση Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος, τόμος 36, αρ. φύλλου 241, σελ. 21, Ιούλ.–Σεπτ. 2013.

**

«Αν δεν είχε μυθιστορηματική φόρμα θα μπορούσε να είναι η σύνοψη μιας διδακτορικής διατριβής για το ζήτημα της εξόντωσης των Ελλήνων εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, με άξονα τη μελέτη των ψυχικών επιπτώσεων και του ανεξίτηλου τραυματικού αποτυπώματος»…« Ο Γ. Ρωμανός έγραψε μετά από πολύχρονη εξαντλητική έρευνα. Γι’ αυτό το μυθιστόρημά του έχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον.»…«οι λογοτεχνικές αρετές της γραφής του Ρωμανού είναι διακριτές σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Χ. Θεοχάρη, ποιητή και εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού «Εμβόλιμον», στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, στο εντευκτήριο του περιοδικού Εμβόλιμον, στις 9.12.2013, και στο BOOOKPRESS, 11.12.2013.

**

«…Συγχαίρω τον συγγραφέα για το πόνημα του λαμβάνοντας υπόψη πως ο κύριος Ρωμανός δεν ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα, αλλά αντιμετωπίζει στο βιβλίο του την ιστορία με σύνεση, σοβαρότητα, ειλικρίνεια, και σεβασμό συνδυάζοντας αριστοτεχνικά την ιστορική γνώση με τη λογοτεχνική τέρψη…»
Εισήγηση από τον Μαρσέλ Σολομών, πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Βόλου, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Βόλο, και στο βιβλιοπωλείο «Χάρτα», στις 11.11.2013.

**

«…θα αδικούσα το μυθιστόρημα, αν παρέλειπα να μιλήσω για το πώς, για τους ευφυείς τρόπους δηλαδή, με τους οποίους ο Ρωμανός συνθέτει το μύθο του παίζοντας κυρίως με τα επίπεδα του χρόνου. Πιστεύω ότι οι τρόποι αυτοί μαζί με τη γλώσσα και τη γραφή προσδίνουν ιδιαίτερη ποιότητα στο βιβλίο.»...«Ευφυέστατη είναι και η εμπλοκή των αφηγητών.»…«Η ποιότητα του λόγου, η λέξη και η σύνθεση του λόγου αξίζουν περισσότερο από καθετί. Ο Ρωμανός θα έλεγα ότι γράφει “με λογισμό και μ’ όνειρο”, για θυμηθούμε τον Σολωμό. Υπάρχει ο στοχαστικός λόγος, ο προσγειωμένος, ο δοκιμιακός, υπάρχει και ο ονειρικός, ο ποιητικός, σε σημεία που απαιτείται η υπέρβαση του συμβατικού.»
Εισήγηση από τον Νίκο Βαρμάζη, καθηγητή κλασσικής φιλολογίας Α.Π.Θ., και συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 23.10.2013, στην Κατερίνη, και στο βιβλιοπωλείο «Ηλιάτορας».

**

«…οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι σφαιρικοί, η ιδιοσυγκρασία και τα κίνητρα είναι σύνθετα και αναπαρίστανται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι δύσκολο να περιγραφούν με επάρκεια στην πραγματική ζωή, πόσο μάλλον στις σελίδες ενός βιβλίου. Εδώ έγκειται όμως και η μαεστρία του συγγραφέα, ο οποίος καταφέρνει με την αφηγηματική του δεινότητα να μας εκπλήξει.»…« το βιβλίο του Ρωμανού δεν είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα σαν αυτά που πουλιούνται κατά χιλιάδες και καταλήγουν στην ανακύκλωση λίγους μήνες μετά. Ή μάλλον δεν είναι μόνο ερωτικό μυθιστόρημα, είναι ένα σύνθετο μυθιστόρημα με ιστορία και κυρίως με πολλή ποίηση. Ποίηση στον τρόπο γραφής, ποίηση στην εκλογή των λέξεων, των εκφράσεων, των εκφραστικών μέσων.»
Εισήγηση από τον Νίκο Παπαγεωργίου, Δρ. Φιλολογίας, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λαμία, στις 5.11.2013, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λαμιέων.

**

«Στις αρετές του βιβλίου είναι η εντυπωσιακή έρευνα, σε βάθος, που έκανε ο συγγραφέας.» (και) «η γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο στη λογοτεχνία.»
Εισήγηση από τον Κώστα Αρκουδέα, συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Παπάγου, στις 10.12.2013, και στο Salonikanews.com, 4.2.2013.
Στο: Salonikanews
και στο: Οδός Βιβλίων

**

«Με τις μυθιστορηματικές συμβάσεις (πολλαπλά κι εναλλασσόμενα αφηγηματικά επίπεδα, αναχρονισμούς κ.ά.), ερχόμαστε απέναντι στην καθαρή ιστορική εμπειρία.»…«…με παρένθετα ντοκουμέντα, φωτογραφίες, έγγραφα»…«Το βιβλίο, ίσως από τα λίγα που αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό ιστορικά ντοκουμέντα, μεταχειρίζεται ένα μεγάλο αριθμό, ημερομηνιών, γεγονότων, προσώπων, τα οποία τοποθετεί στο λογοτεχνικό του γίγνεσθαι.»…«Ο αναγνώστης, μοιάζει σα να παρακολουθεί το σενάριο του Ελιάν, ή εν τέλει και την ίδια του την ταινία. Άλλωστε, ο εικονοπλαστικός λόγος είναι μία από τις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου· η εικόνα, είτε με τη μορφή της φωτογραφίας, είτε του κινηματογραφικού φακού …εγείρει καταστάσεις της μνήμης και υποκινεί τις περισσότερες αφηγήσεις, οι οποίες δεν ακολουθούν ποτέ τη «ροή της συνείδησης», αλλά είναι προσεκτικά κατασκευασμένες, ιστορικά, μαρτυρίες.»
Μελέτη-Εισήγηση από τον Μάριο-Κυπαρίσση Μώρο, φιλόλογο, με τίτλο: «Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος εν διωγμώ», κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 22.12.2013, στην Κοζάνη, και στο «Μορφωτικό Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο».

**

«Η ικανότητα του Ρωμανού του δίνει τη δυνατότητα και την ελευθερία να κινηθεί πέρα από τις βεβαιότητες, για αθώους κι ενόχους, θύτες και θύματα.» […] «Ο Ρωμανός μοχθεί για την ιστορική έρευνα, αλλά πρώτα ‘‘νοιάζεται για τις λέξεις’’.»
Απόστολος Λυκεσάς, συγγραφέας-δημοσιογράφος, εφημερίδα, Η Αυγή, ένθετο, Αναγνώσεις, 14.4.2013, σ. 45.
Και στο:

**

«...πέρα από τη γοητεία που ασκούν τα πρόσωπα, που ζουν στο δικό τους χρόνο του τότε και του τώρα, αναδύεται από τις σελίδες του «Γιούντιν», η αίσθηση ή και η αποφορά της ιστορίας που έχουμε απωθήσει στο περιθώριο, επιδιώκοντας να τη διαγράψουμε από τη συλλογική μνήμη.»
Κώστας Μαρίνος, εφημερίδα Μακεδονία, 31. 7. 2013,.

**

«Παρακινημένος από την ωστική δύναμη των ηρώων που αιματώνει η γραφή του, ο Ρωμανός κινείται σε τρεις «τόπους» αφήγησης. Ο μύθος, η λογοτεχνική αφορμή, η ιστορική έρευνα τεκμηριωμένη με στοιχεία (έγγραφα, φωτογραφίες, αναφορές αρχείων) και τα όνειρα. Η ποίηση. Στέκομαι στο τελευταίο που έρχεται να «δέσει» με την εικαστική ιδιότητα του συγγραφέα. Όλα μπλέκονται αρμονικά.» […] «Είναι πολύ λίγο να πει κάποιος ότι απόψε παρουσιάζουμε ένα ακόμη βιβλίο για το Ολοκαύτωμα, στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα αφουγκραζόμαστε μέσα σε ένα βιβλίο την περιπέτεια της ύπαρξης, στην αιώνια πατρίδα, τη γη των ανθρώπων.»
Εισήγηση από τη Λένα Παπαθανασίου, βιβλιοθηκονόμο κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 19.4.2013, στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στο diastixo, 24.7.2014, και στο περιοδικό «Η Ακτή», έτος Κ.Ε΄., τ. 97, Χειμώνας 2013.

**

«…καταμεσής σήψης και θανάτου, το παράλογο σπρώχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα σε μια πράξη έρωτα που μαστιγώνει τον ίδιο τον θάνατο με την ορμή του. Γίνεται η ερωτική τους επαφή φως, που τρομοκρατεί με την άγρια ομορφιά του. Τόσο μεγάλη είναι η ένταση του παραλόγου, που τα δύο σώματα νιώθουν πιο ζωντανά από ποτέ. Ο Ρωμανός, με μια δυνατή εικόνα, περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον κεντρικό άξονα του συστήματος άνθρωπος – κόσμος, του αιώνιου παραλόγου της υπάρξεώς μας.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Χ. Στεργιόπουλο, ποιητή, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λαμία, στις 5.11.2013, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λαμιέων, και στο περιοδικό «Φρέαρ», 5.12.2013.

**

«Η ‘‘Οδύσσεια’’ μιας Εβραίας από τη Θεσσαλονίκη, κρύβει στις σελίδες της» […] «πολυετή επιστημονική έρευνα.»[…] «Για την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος χρειάστηκαν 3½ χρόνια. Καθημερινό γράψιμο και έρευνα.»
Άθως Δημουλάς, δημοσιογράφος, συντάκτης πολιτιστικού, εφημερίδα, Η Καθημερινή, περιοδικό «Κ», 17.2.2013, τ. 507, σ. 42-43..

**

«Ντοκουμέντα και μυθοπλασία αποκαλύπτουν τα μυστικά της Θεσσαλονίκης και των θυμάτων της εποχής εκείνης.» […] «Και πώς όλα αυτά επηρεάζουν τη χώρα μας σήμερα.»
Βένα Γεωργακοπούλου, δημοσιογράφος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19.4.2013, Ατζέντα Art, σ. 36.

**

«…η αφηγηματική ενάργεια, η συνεπής και πειστική «πλαστική» του αφηγήματος, ως συνόλου. Αυτό είναι το μόνιμο λογοτεχνικό πεδίο του Ρ., επί δεκαετίες.» […] «Εδώ, λοιπόν, ο συγγραφέας επιζητά να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει τις αφηγημα­τικές τεχνικές της εποχής του.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Ξανθάκο, συγγραφέα-μαθηματικό Μ. Ε., κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Παπάγου, στις 10.12.2013. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, Ελληνική Γνώμη, Online, Βερολίνο, 15.4.2013,

**

«…Το Γιούντιν αφορά όλους. Με την ανάγνωσή του μας τραβάει απ’ το μανίκι ν’ αντικρίσουμε το παρελθόν, να προβληματιστούμε για το παρόν και να ενεργοποιηθούμε για το μέλλον.
Το τέλος του απρόσμενο, ανατρεπτικό, όπως άλλωστε και η αληθινή ζωή.
Η πένα του Ρωμανού ατόφια λογοτεχνική, με κινηματογραφική διαύγεια στις περιγραφές της μα και αμιγώς ποιητική στη ροή της, όταν φτάνουμε στο τέλος του μυθιστορήματος μας χαρίζει εκείνη την σπάνια πλούσια αίσθηση που λέει ότι μετά από ένα τέτοιο ανάγνωσμα ίσως και να γίναμε λίγο καλλίτεροι άνθρωποι…»
Εισήγηση από την Μαρία Ψωμά, ποιήτρια και συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο Public Θεσσαλονίκης, στις 20.12.2012. Δημοσιεύτηκε στο Εyelands.gr, 26.12.2012.

**

«Στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας ντυμένος με ρούχα εποχής που ξεκινά λίγο πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και φτάνει έως τη δεκαετία του 1990 φιλοτεχνεί με τις αόρατες κλωστές της μνήμης και του χρόνου ένα επιμελώς σκηνοθετημένο ταπισερί στο μέτρο που εξυπηρετεί το προσωπικό του φαντασιακό πεδίο. Ένα πολύχρωμο, πολυφωνικό υφαντό που ‘‘διαβάζεται’’ και από την καλή και από την ανάποδη. Χωρίς κόμπους και κυρίως χωρίς λάθη δηλαδή αστοχίες στην ανάποδη πλευρά του.»…«Με εμφανώς ανανεωμένες και εναλλασσόμενες αφηγηματικές τεχνικές ο Γιώργος Ρωμανός ενώνει κομψά πλάνα που σαν κινηματογραφικά καρέ συνθέτουν ένα λογοτεχνικό πάτσγουορκ όπου οι εναλλαγές φωνών και ρόλων συνδέονται με τραγούδια, ποιήματα, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, κεφάλαια μικρά και μεγάλα, μικρές και μεγάλες ποιητικές αναπνοές. Κεφάλαια δύσκολα και σπαρακτικά όπως η αναπαράσταση του τρόμου και της αγωνίας που βίωσε η Λέα βασική ηρωίδα, στα στρατόπεδα εγκλεισμού της.»
Εισήγηση από την Έλσα Κορνέτη, ποιήτρια, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο Public Θεσσαλονίκης, στις 20.12.2012.

**

«Το ‘‘Γιούντιν’’, είναι καρπός σπουδαίας έμπνευσης, αλλά παράλληλα έργο εξαντλητικής, χρονοβόρας και ενδελεχούς έρευνας. Ένα πολυπλόκαμο ‘‘σενάριο’’ που έστησε και μας προσφέρει με πραγματικά συναρπαστικό τρόπο ο συγγραφέας.» […] «Το βιβλίο αυτό μας προσφέρει μια αισθητική, συναισθηματική και πληροφοριακή ευωχία σπάνια στις μέρες μας.»
Εισήγηση από τον Γιώργο Σταμούλη, συγγραφέα-καθηγητή, Μ. Ε., κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 3.12.2012, στο βιβλιοπωλείο «Η φωλιά», Ν. Ερυθραία.

***

Το μυθιστόρημα, «Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη», συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο Ευπώλητα, του βιβλιοπωλείου Κωνσταντινίδης (Θεσσαλονίκη).
Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, ένθετο Βιβλία, 3.4.2012, σ. 8.

***

Β

Κριτικές, εισηγήσεις, μελέτες για το Γιούντιν
Πλήρη κείμενα

Δημοσιεύονται με αλφαβητική σειρά τα κείμενα των: Αναστασιάδη Γιώργου, Αρκουδέα Κώστα, Βαρμάζη Νίκου, Θεοχάρη Χ. Γιώργου, Καζάζη Ιωάννη, Κορνέτη Έλσα, Λυκεσά Απόστολου, Μαρίνου Κώστα, Μουτάφη Βασιλική, Μώρου Μάριου–Κυπαρίσση, Ξανθάκου Γιώργου, Παπαγεωργίου Νίκου, Παπαθανασίου Λένα, Σολομών Μαρσέλ, Σταμούλη Γιώργου, Στεργιόπουλου Χ. Γιώργου, Τουρίκη Παναγιώτη, Περιοδικό Χρονικά, Ψωμά Μαρία.
**
Ακολουθούν κείμενα για άλλα βιβλία του Γιώργου Ρωμανού:
α. Η κριτική του Λάμπρου Σκουζάκη: Πορθμείο για την ουσία της ύπαρξης, Γιώργος Ρωμανός, Καζαμπλάνκα καφέ, μυθιστόρημα, εκδ. Άγκυρα, σ. 203, 2008. Εφημερίδα, Η Ελευθεροτυπία, Ένθετο Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009, Έντυπη Έκδοση.Δημοσιεύτηκε στο: 
http://pandoxeio.com/2009/06/29/aithrio8romanos/
β. Η μελέτη του Δημήτρη Θεοχάρη, Μελέτη στο έργο του Γιώργου Ρωμανού: Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Πρόσπερος ...Ένας άλλος Αλέξανδρος.

***

Γιώργος Αναστασιάδης*

Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, μυθιστόρημα

Ο Γιώργος Ρωμανός αξιοποιεί πληθώρα ντοκουμέντων (ακόμα και επινοημένες φωτογραφίες) και αποκρυπτογραφεί με επιδέξιο μοντάζ το ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να συνθέσει ένα συναρπαστικό αφήγημα για τις περιπέτειες της Αντζέλ, μιας εβραίας από τη Θεσσαλονίκη, πριν, κατά και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Γνώστης της τοπιογραφίας της πόλης, ο Γ. Ρ. διηγείται με διεισδυτική ματιά και ευαισθησία τις ιστορίες των ηρώων του, που  έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τη λαίλαπα της ιστορίας, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει μερικά από τα κρυμμένα μυστικά της Θεσσαλονίκης, ιδίως σ’ ό,τι αφορά τον ρόλο των δωσίλογων (καραμπινάτων και αφανών), τη στάση της Εβραϊκής Κοινότητας, τις πολιτικές δολοφονίες που δεν εξιχνιάστηκαν, κ.τλ.
Παράλληλα, ο σ. αρθρώνει έναν ενδιαφέροντα αναστοχασμό για την ιστορία. Χαρακτηριστικό είναι το παράθεμα που αποσπώ από τη σ. 372: «Στη ζωή […], αντίθετα με το σινεμά, συχνά νομίζεις πως όλα μπορείς να τα διορθώσεις μετά …Κάθε φορά είναι τώρα. Και γι’ αυτό τόσοι άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη, από τον πόλεμο και μετά, κρύφτηκαν στις σκιές του «τώρα» της Ιστορίας. Γιατί πιστεύουν πως ακόμη και μεγάλα εγκλήματα θα μπορούσαν να διορθωθούν μετά ή να μην τα υπολογίσει κανείς […], ό,τι κι αν συμβεί μετά δεν θα έχει ποτέ την ίδια σημασία. Ίσως και καμία σημασία.».

*Ο Γιώργος Αναστασιάδης είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας, Νομικής σχολής, Α.Π.Θ. Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεσσαλονικέων Πόλις, τ.21, σ.84, 2013.

***

Αρκουδέας Κώστας*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, Μυθιστόρημα, σελ. 416, Εκδόσεις Άγκυρα.

Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρωμανού ξεκινά με μια αξιοπρόσεκτη σκηνή, όταν η Λόρυ (μια από τις πρωταγωνίστριες του βιβλίου) εισβάλει στο δωμάτιο της θείας Αντζέλ και την πιάνει να κοιτάζει τρεις σπάνιες φωτογραφίες. Τι δείχνουν αυτές οι φωτογραφίες; Ένα τεράστιο κήτος, μια φάλαινα που εμφανίστηκε στα νερά του Θερμαϊκού το 1948. Στις φωτογραφίες αυτές, το τεράστιο κήτος μοιάζει να θέλει να καταπιεί τον Λευκό Πύργο και μαζί του όλη τη Θεσσαλονίκη.
Η Λόρυ φεύγει από το γραφείο της θείας της και η Αντζέλ μένει μόνη, με τις αναμνήσεις της. Αυτό που την καίει, αυτό που ψάχνει να βρει, είναι το πώς διαλύθηκε η οικογένειά της. Πώς πιάστηκαν τόσοι άνθρωποι στην Κατοχή, Εβραίοι, όπως και η ίδια, κι εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ποιο ρόλο έπαιξε, τέλος, ο Αφού, ο κολαούζος της οικογένειας, ο οποίος χρωστούσε το παρατσούκλι του στο γεγονός ότι πίσω από κάθε του φράση κόλλαγε τη λέξη «αφού».
Στο επόμενο κεφάλαιο, «Το όνειρο του Αφού», όπως υποψιάζεστε, η σκυτάλη της αφήγησης περνάει στον βραδύνοα Αφού. Ο τρόπος ομιλίας του όπως και το εν γένει παρουσιαστικό του μεταφέρουν τον αναγνώστη στις εφιαλτικές μέρες της Γερμανικής Κατοχής.
«Κι ήτανε κάτι λιμά δεντράκια, ακακίες, κι έπιασα ένα στο στενό, στην Καλαποθάκη, απέναντι από κει που τώρα σταματάνε τα λεωφορεία. Δίπλα στου Τσίχλα, που ’χε μια πόρτα για ουζερί, ίσα με πέντε νομάτοι στα όρθια, κι αν τους χωράγανε. Καμιά ελιά με βραστό ροβίθι, τους καλούς καιρούς, αφού…»
Ολοζώντανος μπροστά μας, ο Αφού κεκεδίζει, ψάχνει να βρει τα λόγια του και κολλάει πάντα στο τέλος ένα «αφού». Τι προσπαθεί να μας πει; Μα τι άλλο; Προσπαθεί να μας μιλήσει για εκείνη την αποφράδα ημέρα του 1942 στη Θεσσαλονίκη, κατακαλόκαιρο, όταν οι Γερμανοί κατακτητές μάζεψαν στην πλατεία Ελευθερίας τους Εβραίους της πόλης ηλικίας από 18 μέχρι 45 και τους έστειλαν στα διαβόητα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στη συνέχεια, τα ηνία της αφήγησης αναλαμβάνει η θεία Αντζέλ. Εμφανίζει, πιο ολοκληρωμένα πλέον, την εικόνα που της είχε κάνει εντύπωση, τότε, άνοιξη του ’48, όταν εκείνο το τεράστιο κήτος, η φάλαινα, είχε εμφανιστεί στα νερά του Θερμαϊκού. Την ίδια εποχή, τότε, οι ψαράδες βρήκαν να επιπλέει εκεί το πτώμα ενός Αμερικανού δημοσιογράφου, πολύ γνωστού. Τα άσχημα προμηνύματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Το κήτος της διχόνοιας ήταν εδώ: ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Παρατηρεί κανείς πως μόνο γραμμική χρονικά δεν είναι η αφήγηση. Το σήμερα διαδέχεται το χθες, το ’48 μπαίνει μέσα στο ’42, οι εποχές αλληλεπικαλύπτονται.
Κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση της Αντζέλ έχει η ανιψιά της Λόρυ, μια κυκλοθυμική κοπέλα, των άκρων, ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο. Η Λόρυ είναι εκείνη που φέρνει στη θεία Αντζέλ ένα παλιό κασετόφωνο Γκρούντιγκ και τη βάζει να εξιστορήσει όσα ξέρει για τη Θεσσαλονίκη, την Κατοχή, τους Έλληνες και τους Εβραίους. Η Λόρυ και η σχέση της, ο σκηνοθέτης Ελιάν, γυρίζουν ταινία με αυτό το θέμα και από την οθόνη περνούν ντοκουμέντα της εποχής. Έτσι μαθαίνουμε ότι Judin ή Γιούντιν (προσωπικά θα το πρόφερα Τζούντιν) σημαίνει Εβραία στα Γερμανικά. Το έξυπνο ψέμα των Γερμανών για να φορτώσουν όλους αυτούς τους Εβραίους στα βαγόνια του θανάτου (περίπου 7.000 ανθρώπους) ήταν πως τους έστελναν στην Πολωνία, και συγκεκριμένα στην Κρακοβία, όπου θα δημιουργούσαν το νέο κράτος των Εβραίων στην Ευρώπη. Είναι απορίας άξιο πώς κανείς απ’ αυτούς δεν υποπτεύθηκε την κτηνωδία που μπορεί να κρυβόταν πίσω από ένα τόσο ωραίο ψέμα.
Εδώ, στο σημείο αυτό, θα περίμενε κανείς τη σκυτάλη της αφήγησης να πάρει, σε πρώτο πάντα πρόσωπο, η Λόρυ, όπως είχε συμβεί προηγουμένως με τον Αφού. Ο συγγραφέας, όμως, επιλέγει αντί γι’ αυτή να μιλήσει η θεία της, η Αντζέλ – και αυτό είναι μία από τις πολλές πρωτοτυπίες του βιβλίου. Και δυστυχώς, η προσωπική μου συμπάθεια χάνεται στη συνέχεια, ο χαρακτήρας που εμφανίστηκε στο δεύτερο κεφάλαιο καμωμένος με αδρά χρώματα, κάποιος που σχεδόν τον άκουγες να σου μιλάει προσθέτοντας στο τέλος κάθε φράσης το εμβληματικό «αφού».
Στην Αντζέλ αφηγείται τα βάσανά της η αδερφή της, η Λέα, ένα από τα μέλη της οικογένειας, που είχαν συλληφθεί και μαρτυρήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η επίσημη προπαγάνδα διέδιδε ότι οι Εβραίοι ήταν όργανα του διαβόλου, γι’ αυτό και οι δεσμοφύλακες έβαζαν τους κρατούμενους να σκύβουν γυμνοί και τους φωτογράφιζαν για να δουν αν είχαν ουρά! Ήταν πολλά αυτά που συνέβησαν στη Λέα μέσα στο στρατόπεδο της φρίκης, το κυριότερο όμως ήταν ένας παράφορος έρωτας.
Μπαίνω τώρα στον πειρασμό να πω στον Γιώργο μια παραλλαγή της ιστορίας–το συνηθίζουν αυτό οι συγγραφείς, μην σας ξενίζει, το κάνω χάριν παιδειάς και για να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα: Η ιστορία, λοιπόν, θα ξεκινούσε από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, όπου όλη η οικογένεια, με προεξάρχοντα τον σύζυγο, περιμένει τη Λέα να επιστρέψει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα εστίαζα στα πρόσωπα του κάθε μέλους της οικογένειας, κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν του και προσπαθώντας να μπω στη σκέψη του όσον αφορά τη Λέα μετά την επιστροφή της από την κόλαση. Και να, ιδού, το τρένο μπαίνει σφυρίζοντας στην πλατφόρμα, σταματάει, μέσα σε καπνούς ανοίγουν οι πόρτες και οι επιβάτες αρχίζουν να κατεβαίνουν. Τα μέλη της οικογένειας αγωνιούν προσπαθώντας να διακρίνουν μέσα στην οχλοβοή τον άνθρωπό τους. Ώσπου βλέπουν τη Λέα να κατέρχεται από το κεντρικό βαγόνι και να στέκεται απέναντί τους. Ωχρή, αδυνατισμένη, με κοντά, άτσαλα κουρεμένα μαλλιά, που κανείς τους δεν προσέχει, γιατί τα μάτια τους είναι καρφωμένα στη φουσκωμένη της κοιλιά.
Η αφήγηση του Γιώργου Ρωμανού ακολουθεί το διάσπαρτο σε πολλές περιπτώσεις υλικό που συγκεντρώνει ο σκηνοθέτης Ελιάν και η βοηθός του, η Λόρυ, για μια ταινία μικρού μήκους που προορίζεται για το Φεστιβάλ της Δράμας, με θέμα τα δεινά των Εβραίων της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Αποσπασματικές εικόνες.
Ασπρόμαυρες, σαν σε όνειρο.
Θραύσματα μνήμης.
Κομμάτια ζωής.
Και ερωτήματα, πολλά ερωτήματα, που ακόμα και σήμερα ζητούν απαντήσεις.
Σημαντικό μέρος του μυθιστορήματος καταλαμβάνει η οικογενειακή σάγκα. Πριν και μετά τον πόλεμο. Ωστόσο, δεν λείπουν κι από εδώ οι παραδοξότητες. Η Λέα έζησε έναν μεγάλο έρωτα σε συνθήκες απόλυτης φρίκης, ενώ η κόρη που προήλθε απ’ αυτόν τον έρωτα, η Λόρυ, σε συνθήκες απόλυτης ειρήνης δεν μπορεί να χαρεί τον δικό της έρωτα.
Δε θέλω να πω περισσότερα για το στόρι, για το τι γίνεται στη συνέχεια. Όσα ανέφερα, νομίζω, σας έβαλαν, σας εισήγαγαν στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Στις αρετές του βιβλίου είναι η εντυπωσιακή έρευνα, σε βάθος, που έκανε ο συγγραφέας. Ο αναγνώστης έρχεται έτσι σε επαφή με μια εποχή μακρινή, από την οποία φτάνουν στ’ αυτιά του μονάχα απόηχοι, μια εποχή που έχει περάσει πλέον στη σφαίρα της ιστορίας. Έλληνες, Γερμανοί, Βούλγαροι –Εβραίοι και Χριστιανοί– Κατοχή και Εμφύλιος –ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και σοβιετικά Γκουλάγκ– όλα υπάρχουν εδώ μέσα, όλα μπορεί να τα βρει και να τα γνωρίσει.
Ωστόσο, για μένα, βασική πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι μία: Η Θεσσαλονίκη. Όλα κινούνται γύρω της. Ζωντανεύει η Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής. Το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Το Μετιτερανέ. Το κοσμικό Όλυμπος Νάουσα στην παραλία και το Ρουά Ζωρζ. Τα αναψυκτήρια δίπλα στον Λευκό Πύργο. Τα «κέντρα» της εποχής, το Αστόρια και το Λουξεμβούργο. Όλα αυτά, βέβαια, ωχριούν μπροστά στα γλέντια που γίνονταν στη βίλα Πλανσέ, εκεί όπου κατοικοέδρευε οι οικογένεια των παθών του βιβλίου του Γιώργου Ρωμανού,
Επίσης, στις αρετές του βιβλίου είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο στη λογοτεχνία – είναι, αν θέλετε, εκείνη που κυρίως διαχωρίζει τη λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία. Για να καταλάβετε περί τίνος ομιλώ, ιδού ένα πολύ μικρό απόσπασμα.
«Είχα βγάλει (αυτή τη φωτογραφία) βιαστικά στην Παραλία, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, από εκείνα που ενώ το κρύο σου στεγνώνει τα βλέφαρα και τα νιώθεις γυαλόχαρτα στα μάτια, ο ήλιος κατακαίει τα μαλλιά στο κεφάλι σου. Ο φωτογράφος είχε στημένη τη μεγάλη του μηχανή με τον ξύλινο τρίποδα δίπλα στον Λευκό Πύργο. Χωνόταν μέσα στην πένθιμη, κατάμαυρη, υφασμάτινη κουκούλα για να νετάρει και μου ’μοιαζε σαν άνθρωπος-κένταυρος, φτιαγμένος μισός από σκοτάδι και μισός από φως.»

*Ο Κώστας Αρκουδέας είναι συγγραφέας. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Παπάγου, στις 10.12.2013, και στο Salonikanews.com, 4.2.2013, από τον Κώστα Αρκουδέα, συγγραφέα.
Στο: Salonikanews
και στο: Οδός Βιβλίων

***

Νίκος Δ. Βαρμάζης*

Γ. Ρωμανός, Γιούντιν. Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Άγκυρα

Την τεχνική της αναζήτησης, ώστε μέσω πολλαπλών αφηγήσεων να προβληθεί ο κεντρικός ήρωας ή να απαντηθούν ποικίλες απορίες σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, λ.χ. σε ένα αρχαίο έπος ή σε ένα μυθιστόρημα, που είναι το σύγχρονο έπος, την τεχνική αυτή τη δίδαξε στον λογοτεχνικό κόσμο πρώτος ο Όμηρος με την Οδύσσεια. Υπενθυμίζω ότι στην πρώτη ραψωδία οι θεοί στον Όλυμπο παίρνουν αποφάσεις για τον Οδυσσέα εν αγνοία του και άνθρωποι στη γη, ο Τηλέμαχος συγκεκριμένα, ταξιδεύει, για να μάθει τι απέγινε ο πατέρας του. Ο ήρωας προβάλλει στο προσκήνιο σε κατοπινές ραψωδίες και γίνεται το κεντρικό πρόσωπο. Υπενθυμίζω ακόμη ότι ο Νίκος Θέμελης, που χάθηκε πριν από λίγα χρόνια, τιτλοφόρησε «Αναζήτηση» τον πρώτο τόμο της τριλογίας του. Εκεί ο Νικολή εφέντης χτίζεται από τις αφηγήσεις εκείνων που κατά περίπτωση τον είχαν γνωρίσει. Εξαιρετικό παράδειγμα της αφηγηματικής αυτής τεχνικής θεωρώ το μυθιστόρημα «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία» του Γερμανού Χάινριχ Μπελ.
Με αυτόν τον πρόλογο έρχομαι να σας συστήσω το βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού που έχει τίτλο «Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη», το οποίο στον τομέα της οργάνωσης και σύνθεσης της λογοτεχνικής ύλης παρουσιάζει αναλογίες με όσα ανέφερα προηγουμένως.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ας ξεκινήσουμε δηλαδή από τα στοιχεία εκείνα που δίνουν την εξωτερική εικόνα του βιβλίου, από το εξώφυλλο και τα αυτιά του. Πολλές φορές τα στοιχεία αυτά δεν είναι μόνο διακοσμητικά αλλά προσθέτουν την ταυτότητα του βιβλίου. Το εξώφυλλο καλύπτεται από τον Λευκό Πύργο σκοτεινιασμένο, ο οποίος κατά τους τοπογράφους μηχανικούς αποτελεί τοπόσημο της Θεσσαλονίκης. Πάνω από τις επάλξεις του προβάλλουν δυο εκφραστικά γυναικεία μάτια. Στα αυτιά υπάρχει φωτογραφία του Γιώργου Ρωμανού, βιβλιογραφία και εργογραφία του. Στο πίσω εξώφυλλο δίνονται στοιχεία από το περιεχόμενο του βιβλίου, που καλύπτει 411 σελίδες και είναι προϊόν του 2012 των εκδόσεων «Άγκυρα». Ο συγγραφέας το αφιερώνει στον Γιώργο Ξανθάκο.
Ο Γιώργος Ρωμανός είναι πολυτάλαντος άνθρωπος, αφού εκτός της λογοτεχνίας έχει μακριά και ευδόκιμη θητεία και στη ζωγραφική και σε άλλους χώρους. Προσωπικά τον γνώρισα ως εκδότη της «Πανδώρας», ενός, λογοτεχνικού περιοδικού που πριμοδοτούσε την ποίηση και ήταν βήμα σοβαρό για τους νέους ποιητές.
Από το σύνολο των σελίδων οι τελευταίες 35 αποτελούν παράρτημα με ύλη που δε σχετίζεται άμεσα με το μυθιστόρημα. Μοιάζει να περίσσεψε αλλά ο συγγραφέας την κράτησε και την πρόσθεσε, γιατί φωτίζει το κλίμα της εποχής και τη δράση των προσώπων του κειμένου του.
Το κύριο σώμα του μυθιστορήματος χωρίζεται σε 52 τιτλοφορημένες ενότητες, άνισες μεταξύ τους, κάποιες από τις οποίες είναι ολιγοσέλιδες και κάποιες ολιγόγραμμες. Συνοψίζω όσο μπορώ τις κύριες γραμμές του μύθου, για να φανούν ο τόπος, ο χρόνος και τα πρόσωπα που δρουν στο μυθιστόρημα:
Η Λέα, η Αντζέλ, ο Μωύς και ο Αλέξανδρος είναι τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Στη γερμανική κατοχή είναι νέοι, είκοσι με είκοσι πέντε, ευκατάστατοι και ζουν στη Θεσσαλονίκη. Οι τρεις πρώτοι είναι Εβραίοι με γαλλική κουλτούρα και ανεξίθρησκοι. Με τα χρήματα της οικογένειάς τους έχουν εξασφαλίσει πλαστές ταυτότητες και δεν έχουν φανερά προβλήματα με τους κατακτητές. Ο Αλέξανδρος είναι Έλληνας, όμορφος, μορφωμένος, πολύγλωσσος και από πλούσια οικογένεια. Η Λέα είναι ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο, αλλά ο πατέρας της την πάντρεψε με τον εξάδελφό της Μωύς, για να μην διασπαρεί η περιουσία, η οποία φαίνεται να αυξάνεται και μέσα στην Κατοχή. Η συνεργασία με αξιωματούχους Γερμανούς αυγάτιζε τον οικογενειακό πλούτο.
Την Άνοιξη του 1943 σε ένα μπλόκο των Γερμανών συλλαμβάνονται μαζί η Λέα και ο Αλέξανδρος, γιατί βρέθηκαν χωρίς ταυτότητες. Είχε φροντίσει γι’ αυτό, όπως αποδεικνύεται στην συνέχεια, ο Μωύς, ο σύζυγος της Λέα, που δεν ήθελε ούτε να ακούσει το όνομα του Αλέξανδρου. Με συνοπτικές διαδικασίες οι δύο νέοι φορτώνονται μαζί με πολλούς άλλους στο τρένο και οδηγούνται στο Άουσβιτς.
Ο πατέρας της Λέας φροντίζει τότε να απομακρύνει την μεγαλύτερη κόρη του, την Αντζέλ, και να την στείλει αρχικά στον Βόλο και στην συνέχεια στον Όλυμπο, όπου θα μείνει ως το τέλος του πολέμου. Για την Λέα και τον Αλέξανδρο θα κατορθώσουν τελικά οι γονείς τους, πληρώνοντας αδρά Γερμανούς αξιωματούχους, να μεταφερθούν σε ένα λιγότερο σκληρό στρατόπεδο στην βόρεια Γερμανία, στο Bergen-Belsen. Εκεί θα τους βρουν τα συμμαχικά στρατεύματα και η ήττα των Γερμανών. Ο Αλέξανδρος όμως που δραπετεύει από το στρατόπεδο λίγες μέρες νωρίτερα, πέφτει στα χέρια των ρωσικών στρατευμάτων, εμπλέκεται στις δικές τους διαμάχες και περνάει τα επόμενα είκοσι χρόνια σε σοβιετικά στρατόπεδα.
Η Λέα, έγκυος και σε κακή ψυχολογική κατάσταση, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννάει την κόρη της, τη Λόρυ. Είναι ανήμπορη όμως ψυχολογικά να την φροντίσει και λίγα χρόνια αργότερα την εγκλείουν σε ψυχιατρική κλινική. Τη Λόρυ μεγαλώνει με πολλούς κόπους και μεγάλη φροντίδα η θεία της η Αντζέλ. Η Λόρυ είναι πανέμορφη αλλά πολύ δύστροπη, απροσάρμοστη και ερωτικά λαίμαργη και ασταθής. Έκανε τρεις γάμους και ζει μια έντονη και άστατη ζωή και χρειάζεται την υποστήριξη ψυχιάτρου. Όλοι την θεωρούν γέννημα βιασμού της μητέρας της από κάποιο Γερμανό γκεσταπίτη και μόνο προς το τέλος της αφήγησης μαθαίνουμε ότι φυσικός πατέρας της είναι ο Αλέξανδρος. Αυτή θα πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια στη ζωή της οικογένειας.
Αν σταματούσα εδώ, στο τι δηλαδή, εσείς θα ξέρατε περίπου περί τίνος πρόκειται, εγώ όμως θα αδικούσα το μυθιστόρημα, αν παρέλειπα να μιλήσω για το πώς, για τους ευφυείς τρόπους δηλαδή, με τους οποίους ο Ρωμανός συνθέτει το μύθο του παίζοντας κυρίως με τα επίπεδα του χρόνου. Πιστεύω ότι οι τρόποι αυτοί μαζί με τη γλώσσα και τη γραφή προσδίνουν ιδιαίτερη ποιότητα στο βιβλίο. Αναφέρομαι όσο μπορώ συνοπτικά σε κάποιους από αυτούς τους τρόπους.
Τα στοιχεία του μύθου που παρέθεσα προηγουμένως τα πληροφορείται ο αναγνώστης μέσα από μια προσπάθεια δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ με θέμα τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Το ντοκιμαντέρ σκηνοθετεί ο φίλος της Λόρυ, ο Ελιάν Καζάκογλου, ο οποίος συγκεντρώνει πληροφορίες από διάφορες πηγές και κυρίως από την θεία της Λόρυ, την Αντζέλ.
Η δημιουργία του ντοκιμαντέρ και η ολοκλήρωσή του σχεδόν κυλάει μαζί με την εξέλιξη του μύθου, δηλαδή τα στοιχεία τα πραγματικά, τα ιστορικά, το αρχειακό υλικό, η προσωπική μαρτυρία, τα ντοκουμέντα, οι φωτογραφίες και τα τεκμήρια συμπλέκονται με τη μυθοπλασία τόσο εύστοχα, ώστε συχνά, καθώς παρακολουθείς την εξέλιξη του κειμένου, υποχρεώνεσαι να αναρωτηθείς αν κάτι είναι πραγματικό, ανήκει δηλαδή στην ιστορία, ή είναι πλάσμα του συγγραφέα. Η επινόηση της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ αλλάζει τα επίπεδα του χρόνου και έτσι από την Κατοχή και τις περιπέτειες των προσώπων στη Θεσσαλονίκη ή στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς ή του Bergen Belsen μεταπηδούμε σε ένα νέο παρόν, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, όταν το ντοκιμαντέρ ετοιμάζεται να προβληθεί στο γνωστό φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας.
Την εμπλοκή του ιστορικού με το πλαστό, την ένταξη της μικροϊστορίας των ηρώων του στις γνωστές φάσεις της επίσημης ιστορίας την ευνοεί ο συγγραφέας και την ενισχύει με πολλούς τρόπους. Υπογραμμίζοντας την περίπτωση θα έλεγα πως γίνεται παιχνίδι ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα, παιχνίδι που πάντως διέπεται από το αριστοτελικό κατά «το εικός και το αναγκαίον». Φροντίζει πολύ ο Ρωμανός να εξασφαλίζει κάθε φορά το πλαίσιο, τα χρονικά στίγματα, τα πρόσωπα, τις φωτογραφίες, γενικά τις προϋποθέσεις εκείνες, που καθιστούν το κείμενο και το περιεχόμενο πιθανό, δηλαδή αξιόπιστο.
Μπορεί να αναφέρει κανείς ως παραδείγματα σχετικά τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου G. Polk που βρέθηκε πνιγμένος στα νερά του Θερμαϊκού, ένα θέμα που αναστάτωσε τότε όχι μόνο την τοπική κοινωνία αλλά πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις μέσα στον Εμφύλιο και είμαι βέβαιος ότι κάποιοι δεν έπαψαν να ασχολούνται μ’ αυτό το θέμα ως σήμερα.
Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός, που σημάδεψε μια εποχή με τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Εμφυλίου, όπως γεγονός είναι και η εμφάνιση του τεράστιου θαλάσσιου κήτους στο Καραμπουρνάκι, που βεβαιώνεται από σχετικές φωτογραφίες της εποχής. Στο γεγονός αυτό, στην εμφάνιση δηλαδή του κήτους, έρχεται ο λογοτέχνης Ρωμανός, πλάθει και προσθέτει μια άλλη πραγματικότητα, τη δική του, βάζοντας τότε την Αντζέλ και τη μικρή Λόρυ να πλησιάζουν με βαρκάκι το θαλασσινό θηρίο, σχεδόν να το χαϊδεύουν και αυτό να αποδίδει την επαφή μαζί τους με μια συμπεριφορά που περιγράφεται πολύ εντυπωσιακά στο οικείο μέρος (σελ.38). Αυτή είναι η πραγματικότητα της τέχνης, εδώ της λογοτεχνίας, μυθοπλασία που μπορεί να ζει στη μνήμη των ανθρώπων ως υπαρκτή, όταν η τέχνη ζωοποιεί έτσι τα πλάσματά της, ώστε να φθάνουν στο ύψος ή και να υπερβαίνουν το πραγματικό. Σας αναφέρω ένα παράδειγμα ευρύτερα γνωστό. Στον ταξιδιωτικό οδηγό της πόλης της Οδησσού αναφέρεται ως πραγματική η σκηνή με τη μάνα και το παιδικό καρότσι που κατρακυλάει στα σκαλοπάτια της πλατείας, σκηνή που δε συνέβη ποτέ στη συγκεκριμένη πλατεία και την έπλασε ο Αϊζενστάιν στην ταινία του «θωρηκτό Ποτέμκιν».
Νομίζω ότι επιδιώχτηκε σκόπιμα το τελικό αποτέλεσμα να έχει τη μορφή ντοκιμαντέρ, -φωτογραφίες, αναφορές, ειδήσεις, γνωστά πρόσωπα- ενώ είναι κατεξοχήν λογοτεχνικό βιβλίο, είναι έξοχο μυθιστόρημα. Από αυτήν τη διάσταση πιστεύω ότι βγήκαν κερδισμένα σε στερεότητα τα πρόσωπα του κειμένου, αφού χτίζονται σε γερά ιστορικά θεμέλια. Με τις συχνές διορθώσεις του μοντάζ κυλά μαζί και το μυθιστόρημα και αυτή η σχέση μεταξύ τους βοηθάει την ανάγνωση να μοιάζει με την παρακολούθηση μιας ταινίας, μέσα στην οποία με πολλούς ετεροχρονισμένους εγκιβωτισμούς της ύλης ή με αναχρονισμούς περνούν στην οθόνη της σκέψης μας η προπολεμική Θεσσαλονίκη, η Θεσσαλονίκη της Κατοχής με τα βάσανά της, ο Εμφύλιος, περνούν τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με τα πάθη των Εβραίων, με τους Ναζί και την απανθρωπιά τους, τους προδότες και τους δωσίλογους, περνούν όμως και τα σοβιετικά γκουλάγκ με όλους όσοι έτσι ή αλλιώς μπαίνουν στο κέντρο των γεγονότων ή παρακολουθούν από το περιθώριο τα πράγματα.
Ευφυέστατη είναι και η εμπλοκή των αφηγητών. Χρησιμοποιώ τον όρο αυτό, γιατί πραγματικά οι πολλοί αφηγητές εναλλάσσονται έτσι, ώστε να πλέξει ο καθένας στον καμβά της μεγάλης ιστορίας το μερίδιο που γνωρίζει καλά. Να το αφηγηθεί με το δικό του τρόπο, με το δικό του γλωσσικό κώδικα, με το δικό του ύφος και ήθος. Με την άμεση αφήγηση ο Ρωμανός δίνει την ευκαιρία στους ήρωες να δείξουν ποιοι είναι.
Υπάρχει φυσικά ο βασικός αφηγητής που είναι η Αντζέλ, η οποία βεβαίως γνωρίζει όσα αφορούν στην ιστορία της οικογένειάς της, η οποία φυλάγει το οικογενειακό αρχείο και κρατάει σχετικές σημειώσεις, αφήνει όμως ακάλυπτες πτυχές του θέματος, γιατί δεν μπορεί να γνωρίζει όσα συνέβησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δε γνωρίζει λ.χ. όσα βίωσε η αδελφή της η Λέα στο Άουσβιτς ή ο Αλέξανδρος Παυλίδης στα γκουλάγκ. Τα πάθη και τα βιώματά τους τα διηγούνται οι ίδιοι οι παθόντες που παρεμβαίνουν τη στιγμή που τους χρειάζεται ο δημιουργός. Για τον ίδιο σκοπό παρεμβαίνει ο περιθωριακός τύπος Αφού και μιλάει για το μάζεμα 7.000 Εβραίων από τους Γερμανούς στις 7 Ιουλίου 1942 στην πλατεία Ελευθερίας, ημερομηνία ύστερα από την οποία εντάθηκαν τα βασανιστήριά τους. Στο τέλος ο Ρωμανός μας επιφυλάσσει μια έκπληξη στο ζήτημα των αφηγητών, με τους οποίους έστησε την αναπαράσταση μιας εποχής και έπλεξε το μύθο του.
Κλείνω την παρουσίασή μου με μια παρατήρηση που έχει την κατεξοχήν σχέση με την καλή λογοτεχνία. Ούτε η αναπαράσταση της εποχής ούτε ο μύθος εξασφαλίζουν, χωρίς τη λογοτεχνικότητα, την τέχνη του λόγου δηλαδή, την ποιότητα ενός μυθιστορήματος. Η ποιότητα του λόγου, η λέξη και η σύνθεση του λόγου αξίζουν περισσότερο από καθετί. Ο Ρωμανός θα έλεγα ότι γράφει “με λογισμό και μ’ όνειρο”, για θυμηθούμε τον Σολωμό. Υπάρχει ο στοχαστικός λόγος, ο προσγειωμένος, ο δοκιμιακός, υπάρχει και ο ονειρικός, ο ποιητικός, σε σημεία που απαιτείται η υπέρβαση του συμβατικού.
Ο υποψιασμένος αναγνώστης χαίρεται τον λόγο του Ρωμανού. Έναν λόγο και μια γραφή εύπλαστη και ευκίνητη, ρεαλιστική και σύγχρονη, που παραβλέπει συχνά τις τυπικές νόρμες, συνταχτικές και γραμματικές και καταφέρνει να διεισδύει στα εσώψυχα των ανθρώπων. Είναι ένας λόγος με πάμπολλες κειμενικές αναφορές σε λαϊκά άσματα, σε λόγια κείμενα, πεζά και ποιητικά, ελληνικά και ξένα, αναφορές που συσχετίζουν ιδέες και ενώνουν νοήματα, παλαιά και νεότερα, που απλώνουν τις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου σε τεράστιες διαστάσεις, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να είναι σε διαρκή εγρήγορση, γιατί ο λόγος, ευρηματικός και εύχυμος, έχει απαιτήσεις και δεν προσφέρει τίποτε μασημένο.

*Ο Νίκος Βαρμάζης είναι καθηγητής κλασσικής φιλολογίας Α.Π.Θ., και συγγραφέας.
Το κείμενο αποτελεί εισήγηση, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 23.10.2013, στην Κατερίνη, και στο βιβλιοπωλείο «Ηλιάτορας».

***

Γιώργος Χ. Θεοχάρης*

Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Άγκυρα

Αν δεν είχε μυθιστορηματική φόρμα θα μπορούσε να είναι η σύνοψη μιας διδακτορικής διατριβής για το ζήτημα της εξόντωσης των ελλήνων εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, με άξονα τη μελέτη των ψυχικών επιπτώσεων και του ανεξίτηλου τραυματικού αποτυπώματος που αφήνει η ανθρώπινη κτηνωδία και με συνεκτικό ιστό της αφήγησης την μικροϊστορία ανθρώπων προβαλλόμενη στην, και συμπλεκόμενη με, τη ροή της πολιτικοκοινωνικής Ιστορίας της Θεσσαλονίκης από τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου μέχρι σχεδόν το τέλος του 20ου αιώνα.
Στημόνι της αφήγησης αποτελούν οι ιστορίες τριών γυναικών, της Αντζέλ, της Λέα και της Λόρυ, όπου πάνω του υφαίνονται οι έρωτές τους, τα πάθη τους, τα πάθεια τους και μαζί η τραγική ιστορία των χρόνων των δύο πρώτων και η αδιέξοδη και ακραία ψυχική κατάσταση της τρίτης μέσα στην περιπλοκότητα της μεταπολεμικής εποχής.
Ευφυέστατο συγγραφικό εύρημα αποτελεί η δημιουργία του μυθιστορηματικού Ελιάν, ενός νεαρού εβραίου, ο οποίος είναι φίλος της Λόρυ και σκηνοθετεί μια μικρού μήκους ταινία για το Φεστιβάλ της Δράμας, αναφερόμενη στο δράμα των Εβραίων της Μακεδονίας στη διάρκεια της Κατοχής. Συγκεντρώνουν έτσι αρχειακό υλικό, το οποίο βλέπουν κι από εκεί ξεπηδούν τα γεγονότα που δομούν ή συμπληρώνουν την αφήγηση ή επεξηγούν πλευρές της. Κι ακόμη ηχογραφούν τη διήγηση της Αντζέλ και τη γνώση της από πρώτο χέρι για την περίοδο εκείνη.
Η Αντζέλ είναι η γυναίκα που παραμένει σε σχετική ψυχική ισορροπία στον ενεστώτα χρόνο της αφήγησης και προσπαθεί να καταλάβει πώς κονιορτοποιήθηκε η συναισθηματική συνεκτικότητα της οικογένειάς της και πώς διαλύθηκαν ουσιαστικά οι δομές και η υπόστασή της.
Η Λέα, παντρεμένη με τον Μωύς, έναν αδίστακτο επιχειρηματικά άνθρωπο συνεργάτη του πατέρα της Ερρίκου Μπεφόρ, είναι η αδελφή της Αντζέλ, η οποία ακολούθησε το δρόμο του μαρτυρίου και επέζησε των στρατοπέδων συγκέντρωσης, με σμπαραλιασμένο ψυχικό κόσμο, παραπαίοντας ανάμεσα στις αναμνήσεις και στην πραγματικότητα της καθημερινότητάς της, δίχως να μπορεί να ισορροπήσει πουθενά. Πριν ανεβεί στα τραίνα του ολέθρου το 1942 αγαπούσε έναν άντρα, τον Αλέξανδρο Παυλίδη, η μοίρα του οποίου είναι παράλληλη. Όταν και οι δυο θα επιζήσουν από την κόλαση, εκείνος, καταφεύγοντας στις γραμμές του Κόκκινου στρατού που πλησίαζε στο στρατόπεδο όπου ήταν κλεισμένος, θα μεταβεί στη σταλινική Σοβιετική Ένωση και, το ανυπόταχτο πνεύμα του, θα τον οδηγήσει σε νέο εγκλεισμό και νέα βάσανα στα γκουλάγκ της Σιβηρίας. Μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης η Λέα και ο αγαπημένος της θα κατορθώσουν να συνευρεθούν μία και μόνη φορά ενώ μετέχουν στη διαλογή των ρούχων που απεκδύονται όσοι παίρνουν την άγουσα για το κρεματόριο.
Η Λέα θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη φορτωμένη όχι μονάχα με το βάρος των όσων υπέφερε, όχι μονάχα με το σίδερο της μνήμης να την ισοπεδώνει, αλλά και με το βάρος μιας εγκυμοσύνης, από την παράφορη σχέση της, μέσα στην κόλαση, με έναν από τους δήμιους, την ώρα που ακροβατούσε στο θάνατο.
Η Λόρυ είναι ένα παιδί που θα ταλανιστεί να ψάχνει την ταυτότητά της ολοζωής.  Ό,τι προσέφερε εκείνη η σχέση και επαφή στη Λέα σαν ανάσα και σαν εισπνοή ζωής για να αντέξει την τραγωδία του στρατοπέδου, τώρα στη Λόρυ λειτουργεί ως ασφυξία που την κάνει να μη μπορεί να βρει ρυθμό αναπνοής στη μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα. Οι ερωτικές επιλογές της θα χαρακτηριστούν από ακραία νοσηρότητα, χωρίς όρια, βουλιμικά, ασυγκράτητα. Τι προσπαθεί να σκεπάσει στην ταραγμένη ψυχή της με όλη αυτή τη συμπεριφορά; Πού ψάχνει να βρει φωτεινή έξοδο;
Γύρω από τον κεντρικό άξονα της αφήγησης κινείται η μακροϊστορία της πόλης, της χώρας και των ανθρώπων. Χαφιέδες, δωσίλογοι, μικρόψυχοι, προδότες, αλλά και άνθρωποι που στηρίζουν και αισθάνονται την ανάγκη και τον πόνο των συνανθρώπων τους. Χριστιανοί που αγκαλιάζουν τους Εβραίους και διασώζουν από την προοπτική των κρεματορίων κάποιους συμπολίτες τους κι άλλους που ανέχονται η και επιχαίρουν με τη μαύρη μοίρα των διπλανών τους.
Παράλληλα τίθενται τα ερωτήματα: πόση ευθύνη αναλογεί σ’ εκείνους που δεν έκαναν αυτό που μπορούσαν ώστε να αποσοβηθεί η τραγωδία; Πώς φτάνει ο άνθρωπος σε τέτοια επίπεδα ανθρωποφαγίας; Θα μπορούσε να εγκληματήσει σε τέτοια κλίμακα ο ναζισμός αν δεν είχε τη συμμετοχή των απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας;
Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Hannah Arendt υποστήριξε πως οι ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων, τα εβραϊκά συμβούλια στην Γερμανία και την Πολωνία, υπακούοντας στις εντολές των Ναζί βοήθησαν με τον τρόπο τους στη μεγιστοποίηση του αριθμού των θυμάτων. Πως αν δεν είχαν συνεργαστεί ο αριθμός θα ήταν πολύ μικρότερος. Πως το γεγονός αυτό αποτελεί το πιο μαύρο κεφάλαιο σε αυτήν την κατάμαυρη ιστορία. Πως ναι μεν η αντίσταση ήταν αδύνατη σε εκείνες τις συνθήκες, αλλά πως ίσως ανάμεσα στην αντίσταση και την πλήρη υπακοή και συνεργασία υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο.
Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης πέθανε, πριν από κάθε άλλο, η ουμανιστική παράδοση του ανθρώπου. Ο ανθρωπισμός εξαερώθηκε από τις καπνοδόχους των κρεματορίων μια για πάντα. Ο εκφυλισμός της ζωής, η έκπτωση της ατομικότητας, η ριζική αλλοίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συντελέστηκαν εκεί στα κολαστήρια του ναζισμού, σε αυτά τα εργαστήρια του πειράματος ολικής κυριαρχίας επάνω στην ατομικότητα του ανθρώπου, όπως τα ονόμασε η Hannah Arendt. Μέσα στα στρατόπεδα ο θάνατος, μας λέει ο Στέφανος Ροζάνης στο έργο του «Ο αδιανόητος θάνατος», δεν είναι πια μια ατομική υπόθεση, μια εξαφάνιση μαρτυρική του, ατόμου, αλλά ένας θάνατος που επιβάλλεται πάνω στο αρχέτυπο του ατόμου, πάνω στο ανθρώπινο ον ως είδος, ως ουσία, ως ικανότητα επιβίωσης και δημιουργίας μέσα στον κόσμο. Έτσι ο θάνατος γίνεται πλέον η ταυτότητα του ατόμου. Όχι μόνον εκείνου που πέθανε στα στρατόπεδα, αλλά κυρίως εκείνου που επέζησε. «Το Άουσβιτς», λέει ο Adorno, «επιβεβαιώνει τον φιλοσοφικό κανόνα της καθαρής ταυτότητας ως θανάτου. Η πλέον ακραία φράση στο «Τέλος του παιχνιδιού», του Beckett, “τώρα πια δεν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο που να φοβάσαι”, αντιτίθεται σε μια πράξη, που έκανε την πρώτη της δοκιμή μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. […] Εκείνο που οι σαδιστές ανήγγελαν στα θύματά τους “αύριο θα διαλυθείς στον ουρανό σαν καπνός από εκείνον το δρόμο”, το μαρτυρά η αδιαφορία της ζωής κάθε ατόμου προς την οποία κινείται πλέον η ιστορία.
Ο Γ. Ρωμανός έγραψε μετά από πολύχρονη εξαντλητική έρευνα. Γι’ αυτό το μυθιστόρημά του έχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Η αφήγηση πλουτίζεται από φωτογραφίες, επίσημα έγγραφα, αρχειακό υλικό, τεκμηριώσεις. Αλλά και οι λογοτεχνικές αρετές της γραφής του Ρωμανού είναι διακριτές σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας δίνει το λόγο στους ήρωές του και αφηγούνται την ιστορία τους σε πρώτο πρόσωπο, έτσι που έχουμε τη δυνατότητα να ακούσουμε τις επικαλύψεις στις διεπιφάνειες της αφήγησης ιδωμένες από διαφορετικές οπτικές γωνίες και ψυχικές διαθέσεις. Το μυθιστόρημα, σε πολλές του σελίδες, μπορεί να διαβαστεί και ως ποίημα.

*Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης είναι ποιητής και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του βιβλίου στο εντευκτήριο του Εμβόλιμον, στα Άσπρα σπίτια Βοιωτίας, στις 9.12.2013, και δημοσιεύτηκε στην BOOOKPRESS, στις 11.12.2013.


***

Ιωάννης Καζάζης*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν: Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Άγκυρα

Άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα Γιούντιν του Γιώργου Ρωμανού όχι απροκατάληπτα: αλλά σαν ένας Θεσσαλονικιός (και με τριγύρισε σε δρόμους και σε πλατείες που τις ήξερα –όπως δεν τις ήξερα) και σαν φιλόλογος (και με περιδιάβασε σε γωνιές και κατατόπια της αφηγηματικής τέχνης –όπως τα ήξερα και δεν τα ήξερα). Μόνο σαν ιστορικός δεν μπόρες να το ιδώ –για την πλευρά αυτήν νομιμοποιούνται να μιλήσουν οι ειδικοί. Σαν πολίτες όμως, μπορούμε, και μάλιστα οφείλουμε, όλοι να έχουμε λόγο.

Περιδιάβαση στο βιβλίο

Είναι η ιστορία των εβραίων αστών ενοίκων της βίλας Πλανσέ, στου Βότση: του κοσμοπολίτη και εκκοσμικευμένου παππού Ερρίκου Μπεφόρ και της πολύπαθης γιαγιάς Μαζαλτώφ Χασκί που χάνεται στο Άουσβιτς˙ των δύο θυγατέρων τους, Αντζέλ και Λέα, και της εγγονής τους από την Λέα, της Λόρυ. Την ιστορία της οικογένειας ο συγγραφέας την βάζει στο στόμα της Αντζέλ: την αρχίζει από τον μεσοπόλεμο και την φτάνει ως το 1990, και την διασταυρώνει με την ιστορία μιας άλλης, χριστιανικής, οικογένειας, του Παναγιώτη Παυλίδη, του κινηματογραφιστή Ελιάν, αλλά και με άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα.
Στην Κατοχή, η Λέα, ήδη παντρεμένη με τον επιχειρηματία Μωύς Μπεφόρ, βιώνει τον μεγάλο έρωτα με τον γιο του Παυλίδη Αλέξανδρο, ενώ το παιδί τους η Λόρυ –που συλλαμβάνεται στην κόλαση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, έρχεται στη ζωή και, μετά την επιστροφή της μάνας της που επιβίωσε, μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη –βολοδέρνει στη βαθιά αλλαγμένη πόλη, ματαίως αναζητώντας την πλήρωση του κενού, που της δημιούργησαν οι περιστάσεις της ζωής, μέσα από εφήμερους και νοσηρούς έρωτες –για να οδηγηθεί τελικά στο πλήρες αδιέξοδο.
Η διαγραφή της μοίρας της οικογένειας, συμπαρασύρει περιγραφές συναρπαστικής φρίκης από τον εφιάλτη των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Κυρίως όμως, χάρη στην εμμονή του συγγραφέα στην αναπαραστατική και την ιστορική λεπτομέρεια, ξεπροβάλλει ολοζώντανα ολόκληρη η πόλη της Θεσσαλονίκης. Καθώς ο ορίζοντάς της σταδιακά αδειάζει, ερημωμένος από το ισχυρό και πολυπληθές εβραϊκό στοιχείο και σκοτεινιάζει πια για τα καλά, η ανοιχτή Θεσσαλονίκη της προπολεμικής ποικιλίας διολισθαίνει πρώτα στην κατοχική στέρηση και την καταδυνάστευση από συνεργάτες, μαυραγορίτες και αγιογδύτες, και, έπειτα, στην εμφυλιοπολεμική εσωστρέφεια και φοβικότητα –και καταντά μια επαρχιούπολη. Ουσιαστικά ανεμπόδιστα και ατιμώρητα τα στρώματα εκείνα που πλούτισαν άνομα μετασχηματίζονται σε πολιτικό κατεστημένο που έκτοτε τροχοπεδεί την ανάπτυξη της πόλης, μιας πόλης επιπλέον αποψιλωμένης από τη βαλκανική της οικονομική ενδοχώρα. Ο παράδεισος έχει απολεσθεί. Τον αναπολεί η Αντζέλ στο κεφάλαιο «Όμορφη Θεσσαλονίκη»:

«Υπήρξε και για την οικογένειά μας μια εποχή που όλα ήταν διαφορετικά. Πριν από τον Πόλεμο ζήσαμε χρόνια ευτυχισμένα. Εκείνες τις ανεπανάληπτες εποχές που οι θείοι, τα ξαδέρφια και οι οικογενειακοί φίλοι γέμιζαν τα σαλόνια και τους κήπους της βίλας.»(σελ. 124)

Αφήγηση και Περιγραφή

Στο κλίμα του έργου μπήκα σιγά σιγά, και αφέθηκα να γλιστρήσω στην πικρή απόλαυσή του, ωσότου άρχισε να σχηματίζεται το διαστροφικά φιλολογικό ερώτημα: πώς, αλήθεια, γράφει λογοτεχνία ένας εικαστικός καλλιτέχνης; -Γιατί ο Γιώργος Ρωμανός, που εγώ γνώρισα κάποτε, ήταν ένας ήδη καταξιωμένος ζωγράφος. Πιστεύω ότι το ερώτημα δεν είναι ερώτημα φόρμας αλλά ουσίας, όπως ελπίζω να φανεί.
Για να το κάνω, όμως, πρέπει προηγουμένως να σας ξεναγήσω στα εργαλεία που χρησιμοποιώ: στην «αφήγηση» και την «περιγραφή», τις δύο βασικές έννοιες που οι φιλόλογοι χρησιμοποιούν, κατ’ αντιστοιχίαν προς τις έννοιες του «χρόνου» και του «χώρου» που χρησιμοποιούν οι φυσικοί. Θα το κάνω, αντισχολαστικά, διαβάζοντας και σχολιάζοντας δυο μικρά ποιήματα: πρώτα, ένα οκτάστιχο από τις «Εκατό φωνές» του Παλαμά

Αγνάντια το παράθυρο˙ στο βάθος
ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο˙
κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο,
ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι˙ τίποτ’ άλλο.

Και ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,
στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,
όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,
ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.

Εδώ τίποτε δεν συμβαίνει, τίποτε δεν εξελίσσεται (γι’ αυτό και δεν συναντούμε ούτε ένα ρήμα δράσης σε οκτώ στίχους). Ο χρόνος απών ή ακινητοποιημένος. Υπάρχει μόνον ο χώρος: όπου η ματιά, σαν με την κίνηση της κινηματογραφικής μηχανής, περιγράφει μια εικόνα φύσης ˙ γι’ αυτό χρησιμοποιούνται σωρευτικά μόνον τα πιο αδρανή γλωσσικά στοιχεία, τα ονοματικά –ένα πλήθος ουσιαστικά και επίθετα. Κυρίαρχες πρώτες ύλες του, οι στατικές εικόνες του εξωτερικού και του εσωτερικού χώρου.
Αντίθετα, στους τέσσερις επόμενους στίχους από τη μεσαιωνική Διήγηση Απολλωνίου του Τυρίου, υπάρχουν συμβάντα, δράσεις που ξετυλίγονται μέσα στον χρόνο.

Επτά ημέρας εκάμασιν, την θάλασσαν περνούσιν,
και μετά ταύτα εγείρεται ο νότος ο βιαίος,
και κάμνει κλύδωνα βαρύ και ταραχή, και σκότος,
κι επήρεν τους κι ευρέθησαν στον κόλφον της Αττάλειας.

Πρώτη ύλη του λογοτεχνικού αυτού τρόπου είναι τα γεγονότα. Και των γεγονότων η υλική υπόσταση είναι χρονική. Και τού είναι αδύνατον να εξιστορήσει όσα συμβαίνουν, μέσα στη γραμμική διαδοχή τους στον χρόνο (πρώτο, δεύτερο, τρίτο, κ.ο.κ.), χωρίς να καταφύγει σε συντάξεις όπου κυριαρχούν οι «χρονικές λέξεις», όπως λένε οι γερμανοί τα ρήματα (Zeitwőrter) –και στο τετράστιχο χωρίο μας έχουμε έξι απανωτά ρήματα.
Από τους δύο αυτούς, λοιπόν, διαμετρικά αντίθετους τεχνικούς «τρόπους» κατάγονται τα δύο (από τα τρία) μείζονα λογοτεχνικά γένη. Στη γραμματικά τριτοπρόσωπη αφήγηση «γεγονότων» αντιστοιχεί ως λογοτεχνική έκφραση το γένος έπος, όπως και όλα τα εξ αυτού παραγόμενα λογοτεχνικά είδη (λ.χ. το μυθιστόρημα)/ ενώ στην περιγραφή «πραγμάτων» και καταστάσεων του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου, κατάγεται το γένος της λυρικής ποίησης, με όλα τα είδη και τα υποείδη της.
Βέβαια, στην πραγματικότητα, τα καθαρά και απολύτως άμεικτα γένη και είδη σπανίζουν. Η ομορφιά της ζωής υπερβαίνει τις τεχνητές διακρίσεις του σπουδαστηρίου. Γι’ αυτό, όπως οι φυσικοί μιλούν για έναν ενιαίο χωρόχρονο, ευστοχότερο θα ήταν (ελλείψει καταλληλότερου όρου) να μιλούμε και για μια δισυπόστατη «αφήγηση-περιγραφή». (Μερικοί μιλούν για «λυρική αφήγηση».)
Αν η αφήγηση, λοιπόν, στην οποία κατά βάση θητεύει το λογοτεχνικό είδος μυθιστόρημα, είναι ο κυρίαρχος τρόπος στον οποίο υπακούει και το Γιούντιν, πώς άραγε την χειρίστηκε ως συγγραφέας ένας άνθρωπος των εικόνων, ο εικαστικός Ρωμανός; Που –όπως εξομολογείται ο ίδιος— το «μυαλό του έβλεπε σε εικόνες» και που «ό, τι δεν έβλεπ(ε) ήταν σαν να μην υπήρχε» (σ. 213, 217).
Στη συνέχεια επισημαίνω (α) την πυκνή παρουσία του εικονικού στοιχείου στην αφήγηση, (β) τη συχνή μετάλλαξη της φυσικής εικόνας σε εικόνα μετα-φυσική, ψυχική ή και συμβολική, και (γ) την τροπή που παίρνει ο αφηγηματικός τρόπος συνολικά, υπό την πίεση της υπέρβαρης περιγραφικής εικονοποιίας. Πιο συγκεκριμένα:
1. Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια εικόνα, που θυμίζει κορνιζωμένη προσωπογραφία: «Η πόρτα άνοιξε με πάταγο, χτύπησε στον τοίχο, είδα τη Λόρυ στο πλαίσιο της κάσας να κρατά τις τρεις φωτογραφίες, ανοιχτή βεντάλια στο χέρι, αμήχανη από το ξαφνικό ρεύμα που συνόδεψε την είσοδό της στο γραφείο μου.» . –Και κλείνει πάλι με μια εικόνα, που ανακαλεί τοπιογραφία: «Αχνοφέγγει πάνω από την πόλη. Φως.». Πίνακες οι πρώτες και οι τελευταίες του λέξεις.

Η πρώτη μου, λοιπόν, παρατήρηση είναι η αντιστροφή των αναμενόμενων αναλογιών απ’ άκρη σ’ άκρη του έργου: για το λογοτεχνικό είδος όπου ανήκει το μυθιστόρημα αυτό, την ιστορική μαρτυρία˙ εκεί όπου θα περιμέναμε αυξημένη δοσολογία αφήγησης, συχνά παίρνουμε πολύ περισσότερη περιγραφή παρά αφήγηση: το Γιούντιν είναι κατάφορτο από περιγραφές: χαρακτηριστική η τιτλοφόρηση των κεφαλαίων: Θεσσαλονίκη, πόλη-καράβι˙ Στα νερά του Θερμαϊκού, Το κήτος, Παιχνίδι σκιών, Ένας καθρέφτης, Δύο φωτογραφίες για τη Λόρυ, Το πρώτο μοντάζ, Το δεύτερο μοντάζ κ.ο.κ.
Αναρίθμητες παράγραφοι κυβερνιούνται από ρήματα όρασης (είδα, βλέπει, κ.λ.): τα γεγονότα δεν συμβαίνουν ˙ παρά μόνον στο μέτρο που συγκεκριμένοι άνθρωποι τα βλέπουν και τα περιγράφουν –ως ιστορία στον ξύπνο τους, σαν όνειρα (που κι αυτά υπάρχουν) στον ύπνο τους.
Στο κείμενο παρεντίθενται και εικαστικά (κυρίως φωτογραφικά) στοιχεία-μαρτυρίες: Η φωτογραφία του Μωύς και της Λέα με τη Λόρυ βρέφος εν έτει 1945 υπομνηματίζει με συγκλονιστική ευστοχία τη διαταραγμένη σχέση του ζεύγους και προοιωνίζει δυσοίωνη την εξέλιξη της άτυχης μικρής (97)˙ από την άλλη, η πόλη, με το άδειο υπόλευκο τής καρτ-ποστάλ της σελίδας 389, μεταγγίζει στον θεατή άμεσα τον εφιαλτικό συμβολισμό της.
2. Ακόμη σπουδαιότερο όμως θεωρώ τον τρόπο που αρμολογούνται τα περιγραφικά στοιχεία στο αφηγηματικό μωσαϊκό και το πώς λειτουργούν:

«Ένα πρωί σηκωθήκαμε ως συνήθως ενώ ήταν ακόμη πίσσα σκοτάδι έξω. Βγήκαμε σκουντουφλώντας. Στο προαύλιο άηχη βροχή, πυκνή, μυριάδες λεπτές κλωστές. Τα ξυλοπάπουτσα που φορούσα βούλιαξαν στη λάσπη και ένιωσα να υγραίνονται τα πόδια μου μέσα στις κάλτσες που όταν κοιμόμουν τις φύλαγα κατάσαρκα, για να μη μου τις κλέψουν. Οι περισσότερες κυκλοφορούσαν ξεκάλτσωτες, με πληγιασμένα πόδια.» (235)

«Περιγραφή», κατά τον ορισμό μου, εκατό τοις εκατό, που έρχεται να κολλήσει στην προσχηματική, όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, αφήγηση ως η χρονική της προϋπόθεση (με την αιτιατική του χρόνου ένα πρωί). Κυριαρχούν τα ονοματικά (ουσιαστικά, επίθετα, ή «ισοδύναμα επιθετικά» στοιχεία, όπως οι αναφορικές προτάσεις). Ακόμη και τα λιγοστά ρήματα (εκτός από δύο πρώτα που είναι σε χρόνο αόριστο, σηκωθήκαμε, βγήκαμε), επίτηδες βαλμένα σε χρόνο παρατατικό, για να δηλώσουν εικόνες παρατεινόμενης στατικότητας˙ εικόνες που, στην καθημερινή επανάληψή τους, έχουν σχεδόν παγώσει, και καταντήσει σαν ουσιαστικοποιημένες (αν λέγεται αυτό). Έτσι συμπλέκεται εδώ με την αφήγηση η περιγραφή –ένα ατόφιο εικαστικό κομμάτι, ένας πίνακας πολυπρόσωπος, με όλες τις ρεαλιστικές του λεπτομέρειες.
3. Συνεχίζω την ανάγνωση της παραγράφου: σε ολόκληρο το υποκεφάλαιο των σελίδων 235-43, όπου ανήκει η εικόνα της πρωινής αναφοράς, δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτε ιδιαίτερο –εκτός στις τελευταίες τέσσερις λέξεις. Απολύτως συνήθη όλα στη ζωή του στρατοπέδου, με τα μονίμως αγριεμένα στοιχεία της γερμανικής χειμερινής φύσης να μεταφράζονται σε εικόνες υπερθετικής φυσικής εξαθλίωσης και εξουθένωσης του ανθρώπου (ως θύματος), και απόλυτης εκβαρβάρωσης του ανθρώπου (ως θύτη).
–Με τρόπο σχεδόν τυπικό για το είδος, δεν είναι σπάνια η αναγωγή, στο πλαίσιο της λυρικής περιγραφής, του φυσικού όχι μόνον σε ψυχικό αλλά και σε συμβολικό επίπεδο. –Το είδαμε στο οκτάστιχο του Παλαμά που παραθέσαμε, όπου η φυσική εικόνα του κυπαρισσιού, προικοδοτημένη, καταληκτικά, με επίθετα κατάλληλα για άνθρωπο (όπως «ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο») ανακαλεί αδήλωτα το σύμβολο των κοιμητηρίων. Το δείχνει και το τέταρτο κεφάλαιο του Γιούντιν (σελ. 32-40), όπου το κήτος που ξεβράζεται στην παραλία, με τις τερατικές του φυσικές διαστάσεις, κατανοείται ως σύμβολο της εμφύλιας διαμάχης που απειλεί μια ολόκληρη πόλη:

«κάποιοι, λίγοι κατάλαβαν ότι το κήτος συμβόλιζε τον εμφύλιο και πως ή θα μας έδινε μια με την ουρά του και θα μας αφάνιζε ολοκληρωτικά, ή που θα έπλεε μακριά χαράζοντας με την παρουσία του τις μνήμες μας για πάντα».

Όπως και έπλευσε τελικά μακριά, όταν την κατάσταση τη σώζει ένα κοριτσάκι –που δεν είναι άλλο από τη μικρή Λόρυ.
Πυκνές συστοιχίες σχηματίζουν οι αυτοτελείς εικόνες, που σαν βινιέτες, κλεισμένες σε μικρές παραγράφους, αρμαθιάζονται η μία μετά την άλλη, χωρίς όμως να αυτοεξαντλούνται˙ αντίθετα, αφήνουν να περάσει από μέσα τους –μέσα από τον δρόμο του κοινού και του συνηθισμένου!– η πορεία προς το συγκλονιστικό και το αναπάντεχο που επίκειται, και που δεν είναι άλλο από την κορυφαία στιγμή της επανασύνδεσης, στο στρατόπεδο, του κύριου ερωτικού ζεύγους Λέας και Αλεξάνδρου που είχαν βάναυσα αποχωριστεί αλλήλων στη γενέθλια πόλη. Επίτηδες θαρρείς συσσωρεύονται τόσες εικόνες, σαν για να παραταθεί το βασανιστήριο της πορείας και να καθυστερήσει σκοπίμως η ροή της δράσης˙ καθυστέρηση, παράταση, παρεκβάσεις, όλα συνωμοτούν για τη δημιουργία ενός δραματικού crescendo. Ο εικαστικός σωρείτης στην υπηρεσία της δραματικής αφήγησης. Γιατί, ενώ, υπό το βάρος της περιγραφής, η αφήγηση φαίνεται αρχικά να υποχωρεί, τελικά οι δύο τρόποι σωφιλιάζονται για το κοινό αισθητικό αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη δ ρ α μ α τ ο π ο ι η μ έ ν η αφηγηματική δομή του κεφαλαίου: όπου η συσσώρευση εικαστικού πλούτου, ενός οιωνού όπως η τυχαία ή μοιραία εύρεση του πουκάμισου του Αλέξανδρου και άλλες παρεκβάσεις συνθέτουν μια δυσοίωνη μουσική υπόκρουση, που φέρνει σιγά σιγά κοντά το κορυφαίο ερωτικό ζεύγος του μυθιστορήματος, που αναπάντεχα αντικρίζονται: Τον γνώρισα. Ο Αλέξανδρος.

4. Την κορυφαία όμως συνθετική επινόηση, την αποθέωση της εικαστικότητας την εντοπίζω στον ελιγμό του ζωγράφου-συγγραφέα να προσποιηθεί ότι αναθέτει την αφήγηση στον κινηματογραφικό φακό του Ελιάν, πού συλλέγει το υλικό του από τις αφηγήσεις των προσώπων και ξέρει να τις χειριστεί τάχα με το καταλληλότερο μέσο για τη διεκπεραίωση του έργου του λογοτεχνικού αφηγητή. Και όντως, η προσποίηση πιάνει: η αφήγηση συνυφαίνει κοντινά πλάνα με τις μεγεθυσμένες λεπτομέρειές τους με άλλα, μεσαία και μακρινότερα, για τις μεγαλύτερες επιφάνειες χώρου-χρόνου, κατά τις εκάστοτε αφηγηματικο-περιγραφικές ανάγκες του έργου. Έχουμε την εντύπωση ότι η εικόνα προωθείται αποφασιστικά στο προσκήνιο, σαν για να υποκλέψει τον ρόλο του αφηγητή-περιγραφέα –ως τη στιγμή εκείνη που διαβάζουμε στην αρχή του κεφαλαίου «Ο σκηνοθέτης» την ομολογία του:

Δεν νομίζω πως έχει νόημα να κρύβομαι άλλο… Με λένε Ελιάν Καζάκογλου. Και ό,τι διαβάσατε μέχρι τώρα εγώ το έγραψα. Με τη Λόρυ είμασταν ζευγάρι (…). Γνώρισα την Αντζέλ, που για μένα δεν είναι μόνο μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, την θεωρώ μια Τορά άσβεστης μνήμης (…) Ακόμη συναντήθηκα και μίλησα με τον Αλέξανδρο, τη Φραγκίσκη, μέχρι και με τον Αφού. (…) Από την (Αντζέλ) κατάλαβα καλά τη σημασία που έχει το «αν αυτοί που σε πρόδωσαν δεν σε έκαναν καλύτερο, τότε είσαι ολοκληρωτικά χαμένος». (σελ. 352)

Η ψευδαίσθηση της υπεροχής του κινηματογράφου, της τέχνης του 20ού αιώνα, αποσυντίθεται μετά την ομολογία αυτήν, που κάνει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει απότομα ότι όλα όσα «έγιναν» έγιναν με τον λόγο και μόνον, μέσα από την τέχνη του λόγου(!). Τι κι αν η αποκάλυψη της μπλόφας έρχεται ύστερα από 350 σελίδες …κειμένου. Τι κι αν ο Ελιάν δηλώνει μετά ότι η ταινία όντως έγινε, και ότι μάλιστα βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ της Δράμας. –Η επιτυχία ανήκει στο μυθιστόρημα, είναι ο θρίαμβος της τέχνης του λόγου.

*Ο Ιωάννης Καζάζης είναι καθηγητής φιλολογίας του Α.Π.Θ.
Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 19.4.2013, στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Και, δημοσιεύτηκε στην Εφημ., Ελληνική Γνώμη, Βερολίνο, Ιούλιος 2013, αφ. φ. 160,
και στο diapolitismos.net,

***

Κορνέτη Έλσα*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, Μυθιστόρημα, σελ. 416, Εκδόσεις Άγκυρα.

Μπορεί στη σημερινή εποχή οι εξημερωμένοι του Δυτικού κόσμου να αλληλοεξαπατώνται, αλλά υπήρξε μια εποχή που οι εξημερωμένοι ήταν άγριοι και αλληλοεξοντώνονταν. Κι αυτή η εποχή δεν είναι πολύ μακρινή.

Μια εμπειρία
Θα ξεκινήσω με μια προσωπική εμπειρία που γέννησε κάποιες σκέψεις για τα κίνητρα συγγραφής του νέου βιβλίου του Γιώργου Ρωμανού. Τόπος, το Βερολίνο όπου βρίσκεται το Εβραϊκό Μουσείο, ένα αριστουργηματικό κτίριο από απόψεως αρχιτεκτονικής, αλλά και μοναδικό ως προς την τότε ιδιοφυή σύλληψη της ιδέας στο να λειτουργεί διαδραστικά στη σχέση του με τους επισκέπτες.
Πέρα όμως από τους διαδραστικούς χώρους που δονούσαν τις αισθήσεις του επισκέπτη για να νιώσει έστω τεχνητά να ζωντανεύουν μπροστά του κάποια ψήγματα φρίκης του Ολοκαυτώματος, πέρασα την περισσότερη ώρα μπροστά σε μια βιτρίνα που εξέθετε προσωπικά αντικείμενα εβραίων κρατούμενων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ανάμεσα σε διάφορα βρίσκονταν μικρά σχεδόν λιωμένα τετράδια και μικροσκοπικά σημειωματάρια με στίχους και ποιήματα. Το βρήκα συγκλονιστικό. Γράφονταν ποίηση λοιπόν και μέσα στα στρατόπεδα του θανάτου. Τι θα είχε να πει ο Αντόρνο γι’ αυτό. Όταν αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να ξαναγραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς; Μα ποίηση γράφονταν ήδη μέσα στο Άουσβιτς και μάλιστα από μελλοθάνατους.
Η μικρή αυτή αφήγηση δεν είναι ασύνδετη με το θέμα του βιβλίου «Γιούντιν Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη» του Θεσσαλονικιού συγγραφέα Γιώργου Ρωμανού. Μόνον ένας πεζογράφος με ποιητική φλέβα μπορεί να διαχειριστεί τόσο αποτελεσματικά ένα τόσο εύφλεκτο ιστορικό υλικό χωρίς να εκραγεί στα χέρια του. Και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το αληθινό νόημα της τέχνης, να μπορεί να μιλάει ξανά και ξανά για θέματα γνωστά που όμως με το διαφορετικό άγγιγμα και βλέμμα του δημιουργού αναγεννιούνται δίνοντας μορφή σε κάτι νέο, πέραν από τις βεβαιότητες, όπως το ότι Ο κόσμος θα είναι πάντα το σπίτι της ανθρωπότητας. Η αγάπη πάντα θα αντιδοτεί τον πόνο Ο έρωτας πάντα θα αντιδοτεί τον θάνατο – Οι λέξεις πάντα θα φλέγονται από τη μυστηριώδη αγωνία της ζωής και Η προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης ψυχής θα είναι επίσης παντοτινή.

Αφηγηματικές αρετές
Στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας ντυμένος με ρούχα εποχής που ξεκινά λίγο πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και φτάνει έως τη δεκαετία του 1990 φιλοτεχνεί με τις αόρατες κλωστές της μνήμης και του χρόνου ένα επιμελώς σκηνοθετημένο ταπισερί στο μέτρο που εξυπηρετεί το προσωπικό του φαντασιακό πεδίο. Ένα πολύχρωμο, πολυφωνικό υφαντό που «διαβάζεται» και από την καλή και από την ανάποδη. Χωρίς κόμπους και κυρίως χωρίς λάθη δηλαδή αστοχίες στην ανάποδη πλευρά του.
Δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα οικογενειών μια εβραϊκή και μια χριστιανική συμπορεύονται και συμπλέκονται μέσα από πάθη, λάθη, μυστικά και ψέματα, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον ως αριθμητικά κλάσματα με επίκεντρο και κοινό παρανομαστή το πιο μελανό σημείο της σύγχρονης και όχι μόνον ιστορίας. Τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον πιο αιματοβαμμένο, τον πιο παράλογο, τον πιο διεστραμμένο., την γερμανική κατοχή όπως αυτή βιώθηκε από την Ελλάδα με τον μεγαλύτερο φόρο αίματος και οικονομικών πόρων.
Ο συγγραφέας στήνει ένα ατέρμονο γαϊτανάκι αθώων και ενόχων, θυτών και θυμάτων που ζωντανεύει μέσα από τη μυστική ζωή των λέξεων χωρίς να ενδιαφέρεται να αποδώσει δικαιοσύνη μέσα από την τιμωρία, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη διδακτισμού και ηθικολογίας. Ο ιστορικός ρεαλισμός εναλλάσσεται με τον λογοτεχνικό ρεαλισμό – η ανάκληση της μνήμης γράφεται και ξαναγράφεται αενάως κι ο συγγραφέας μπαίνει σε ανοικτή αντιπαράθεση με την έννοια του Χρόνου, της Ιστορίας και της Μνήμης που συμπλέκονται με τις αλήθειες, τα ψέματα, τις ατομικές και συλλογικές τραγωδίες απλών ανώνυμων ανθρώπων, μικροσκοπικές ψηφίδες που όμως κατέχουν τη θέση τους στο απέραντο μωσαϊκό του παγκόσμιου δράματος.
Με την παράθεση διάσπαρτων μικροσκοπικών φιλοσοφικών δοκιμίων ο συγγραφέας ικανοποιεί επιτυχώς τις στοχαστικές του ανησυχίες. Με εμφανώς ανανεωμένες και εναλλασσόμενες αφηγηματικές τεχνικές ο Γιώργος Ρωμανός ενώνει κομψά πλάνα που σαν κινηματογραφικά καρέ συνθέτουν ένα λογοτεχνικό πάτσγουορκ όπου οι εναλλαγές φωνών και ρόλων συνδέονται με τραγούδια, ποιήματα, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, κεφάλαια μικρά και μεγάλα, μικρές και μεγάλες ποιητικές αναπνοές. Κεφάλαια δύσκολα και σπαρακτικά όπως η αναπαράσταση του τρόμου και της αγωνίας που βίωσε η Λέα βασική ηρωίδα, στα στρατόπεδα εγκλεισμού της.

Μνήμη και Ιστορία
Το «Γιούντιν» είναι ένα μυθιστόρημα που κάνει τα σκουριασμένα τρένα της μνήμης να κυλούν έστω σε επινοημένες ράγες.
Η ανάγκη να διηγηθείς, να αφηγηθείς μια ιστορία, αυτή η πανάρχαια ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα από ποίκιλλες μορφές τέχνης οφείλεται στο ό,τι οι λέξεις της καθημερινότητας μας, οι λέξεις της πραγματικότητάς μας δεν είναι ποτέ αρκετές. Έτσι θα πρέπει να επινοήσουμε έναν νέο κόσμο «λέξεων». Γι’ αυτό ζωγραφίζουμε, γράφουμε, χορεύουμε, για να πλουτίσουμε αυτήν την γλώσσα. Για να βρούμε τις κατάλληλες «λέξεις». Για να κάνουμε την ιστορία μας πιστευτή. Ο μύθος που δουλεύουμε είναι από μόνος του μια Ιστορία. Τι είναι άλλωστε αυτή η τόσο μάταιη τέχνη της γραφής; Η ανάπλαση της πραγματικότητας μέσα από το φαντασιακό. «Ένα ψέμα που λέει πάντα της αλήθεια», όπως ίσως θα έλεγε ο Κοκτώ.

Η πλοκή του μύθου
Οι ήρωες κι οι αντιήρωες του βιβλίου ζουν και κινούνται αέναα, κυρίως συγκρουσιακά κάτω από έναν βαρύ σκοτεινό χαλύβδινο ουρανό βιώνοντας τις αλλαγές των εποχών και του ιστορικού χρόνου, ενεργοποιώντας όλα τα μυστικά και κρυμμένα αποθέματα βούλησης, αγνοώντας προκλητικά την παντοδυναμία του πεπρωμένου τους και των επιλογών τους, μια που μια μοιρολατρική συμπεριφορά καθόλου δεν τους ταιριάζει.
Προσπαθούν μόνον να κρατηθούν, να σηκώνονται αποφασιστικά κάθε φορά που σκοντάφτουν και πέφτουν, αλλά κυρίως να κρατηθούν μπρος στο χείλος του γκρεμού χωρίς να γκρεμιστούν στο άπειρο.
Ακόμα και μέσα στο αποκορύφωμα της φρικαλεότητας του πολέμου, της αδικίας, της καταπίεσης, της τυραννίας, της εκμετάλλευσης, της διαπόμπευσης, της ταπείνωσης, της εξαθλίωσης, του τρόμου οι ήρωες και οι αντιήρωες του μυθιστορήματος δεν χάνουν τον βηματισμό τους αλλά συνεχίζουν να πορεύονται με δύναμη και πίστη μέσα στην παραζάλη μιας ευγενικής ψευδαίσθησης.
Κρατιούνται κάθε κρίσιμη στιγμή ακόμα και μέσα από τον αλληλοσπαραγμό τους από το γερό οικοδόμημα του μύθου που οι ίδιοι δημιούργησαν. Γαντζώνονται στις προεξοχές του. Ένα κλαρί ηθικής, ένα δοκάρι ενοχής, ένα χέρι φροντίδας, ένα δίχτυ υπαρξισμού, μια χαραμάδα έρωτα, ένα μαξιλάρι ελπίδας, ένα ντιβάνι ψυχανάλυσης, μια φωλιά πουλιού καταφύγιο, ένα ερωτευμένο βλέμμα, ένα χνώτο ζεστασιά, μια αγκαλιά λαγούμι.
Η προσωπική έρευνα του συγγραφέα για το περίφημο εβραϊκό ζήτημα της Θεσσαλονίκης που παραμένει μετά από 67 ολόκληρα χρόνια τόπους τόπους θαμπό έως θεοσκότεινο, απασχολώντας πλέον όλο και περισσότερους νέους ιστορικούς ερευνητές, μια που τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από την επιστημονική κοινότητα να φωτιστεί η άβυσσος, έδωσε στον Γιώργο Ρωμανό κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από μια δεξαμενή πικρών πληροφοριών, που ο ίδιος φρόντισε να αξιοποιήσει και να ενσωματώσει σε κατάλληλα σημεία του βιβλίου με προσοχή ώστε να μην διαταράξει την ευθραυστότητα της δομής και την πειθαρχία της μυθιστορηματικής πλοκής. Εμφανής η διάθεση της αφύπνισης των φαντασμάτων που στοιχειώνουν το σκοτεινό παρελθόν της Θεσσαλονίκης και της διαχείρισης των τραυμάτων.  
Ένα βιβλίο άλλωστε λειτουργεί συχνά σαν μια μικρή ή μεγάλη αφύπνιση. Η συγγραφή ενός βιβλίου που προσπαθεί να αναπλάσει ένα κεφάλαιο της ιστορίας είναι από μόνη της μια μικρή ηρωική πράξη. Πώς να χωρέσεις άλλωστε τη μνήμη σ’ ένα κουτί; Σ’ ένα βιβλίο που λειτουργεί σαν το κουτί της μνήμης;

Οι παγίδες της μνήμης
Η μνήμη τοποθετείται στην ψυχή μέσω της φαντασίας σύμφωνα με την αριστοτέλεια ρήση.
Το κρατώ. Διότι η φρίκη και ο τρόμος του πολέμου ποτέ δεν πρόκειται να αναπαραχθεί από καμία τέχνη στο ακέραιο. Θα είναι πάντα μια επινοημένη αναπαράσταση. Ίσως γιατί ούτε η ίδια η μνήμη δεν αντέχει το βάρος της. Μπορεί όμως πάντα σε μια παραλλαγή της να διατηρείται ζωντανή για να διασώζεται το παρελθόν και κυρίως για να προστατεύεται το μέλλον.
Όποιος τεχνηέντως ξεχνά ή δεν θέλει να θυμάται εύκολα γίνεται ένας λιποτάκτης της μνήμης και της ζωής, ένας αδικαιολόγητα απών.

Το θέμα της συνείδησης
Εν κατακλείδι πιστεύω πως το μυθιστόρημα αυτό έχει σημαντική αξία όχι μόνον γιατί το χαρακτηρίζει το γεγονός μιας σπάνιας λογοτεχνικής εντιμότητας που ο συγγραφέας της υπηρετεί, αλλά και γιατί κατέχει μια θεραπευτική διάσταση. Γιατί υπάρχει μια θεραπευτική διάσταση στο να λες μια ιστορία. Ο γνωστός πολυβραβευμένος και πολύ αγαπημένος μου σκηνοθέτης Άνγκ Λι έχει πει σε συνέντευξή του: «Η ζωή δεν βγάζει νόημα. Είναι χαοτική και μόνον ο Θεός ξέρει γιατί. Εμείς είμαστε πολύ «μικροί» για να το καταλάβουμε. Μια ιστορία είναι μια τεχνητή προσπάθεια να δώσουμε δομή στις εμπειρίες, στα συναισθήματα και στη φαντασία μας. Η δομή αυτή δίνει στο χάος μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Και αυτό νοηματοδοτεί τη ζωή μας και δεν αισθανόμαστε τόσο μόνοι ή τόσο χαμένοι. Επιπλέον, δεν θεωρώ ότι μια ιστορία ανήκει σ’ έναν μόνο άνθρωπο».  
«Η βασική αναζήτηση στο μέλλον θα είναι η διερεύνηση της ανθρώπινης συνείδησης» είπε κάποτε ο διεθνώς γνωστός και αναγνωρισμένος ψυχίατρος και συγγραφέας Ίρβιν Γιάλομ. Αυτή πιστεύω με το ταπεινό μου ένστικτο πως ήταν μια βασική αφορμή που οδήγησε τον Γιώργο Ρωμανό στη συγγραφή του νέου του μυθιστορήματος.
Το βασικό όμως ερώτημα στους αιώνες των αιώνων που έρχονται θα παραμένει ένα και το θέτω με την παράθεση τριών κορυφαίων στίχων του Μπόρχες :
«Ο Θεός κινεί τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα άραγε ποιος Θεός, πίσω από τον Θεό , κινεί το νήμα
της σκόνης και του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;»

Ο Γιώργος Ρωμανός δίνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση μ’ ένα από τα ωραιότερα κεφάλαια του βιβλίου:
«Γνώρισα του ανθρώπους που πλάστηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού τους. Και είναι υπερεκτιμημένοι. Το πρόβλημα όμως, δεν είναι οι άνθρωποι. Το πρόβλημα είναι ο Θεός τους. Κι αυτός είναι υπερεκτιμημένος».

*Η Έλσα Κορνέτη είναι ποτήρια και πεζογράφος. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο βιβλιοπωλείο PUBLIC, Θεσσαλονίκης, Τσιμισκή 24, στις 20 Δεκεμβρίου 2012.

***

Απόστολος Λυκεσάς*

Απ’ τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς
Γιώργος Ρωμανός, Γιουντίν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη,
εκδόσεις Άγκυρα, σελ. 411.

Η ιστορική μνήμη είναι υπόθεση των ιστορικών, πότε και μέχρι ποιου σημείου δικαιούνται οι λογοτέχνες να αφηγούνται την δική τους εκδοχή των γεγονότων; Αν το ερώτημα συζητιέται -και θα συζητιέται- φιλολογικά για πολλά ακόμη χρόνια, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, η απάντηση μπορεί να δοθεί με ευκολία που τρομάζει. Το καταχώνιασμα της μνήμης ήταν τέτοιων διαστάσεων που το κενό το οποίο άφηναν οι ιστορικοί έσπευσαν να καλύψουν -από τα χρόνια του Γιώργου Ιωάννου- οι λογοτέχνες. Αναλόγως με την αίσθηση προσωπικής ευθύνης του καθενός απέναντι στην ιστορία. Την «αληθινή» ιστορία, την μικροϊστορία ή την αποσιωπημένη ιστορία.
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρωμανού κυκλοφόρησε συμπτωματικά τις μέρες που εντασσόταν η Θεσσαλονίκη -24 Οκτωβρίου του 2012- στο Εθνικό Δίκτυο των Μαρτυρικών Πόλεων, με καθυστέρηση που δεν χρήζει καν σχολιασμού, και εβδομήντα χρόνια μετά τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας.
Οπότε ο Ρωμανός μας έδωσε άλλο ένα βιβλίο για το ολοκαύτωμα; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Η Αντζέλ, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, είναι Εβραία και αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, που αρχίζει πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και φτάνει ως τη δεκαετία του 1990.Η οικογένεια, πριν από τον αφανισμό της κοινότητας, διατηρεί φιλικές σχέσεις με μία άλλη, Χριστιανών.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος τοποθετείται στην εποχή της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής κρίσης, στην Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι γυναίκες ηρωίδες και οι ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, η συντριβή τους κάτω από τα βιβλικής διάστασης γεγονότα είναι σε πρώτο πλάνο. Μέσα στο κάδρο εξέλιξης του εφιάλτη, οι εβραίοι και χριστιανοί ήρωες αποκαλύπτονται ως καιροσκόποι, προδότες, ή επώνυμοι δωσίλογοι.
Μέσα από τις δύο οικογένειες θα γεννηθούν δυο μεγάλοι έρωτες, ένας ιδεατός και ένας παθιασμένος. Η Λέα, θα βιώσει την κορύφωση του ξυστά στο θάνατο. Με ιδεοληπτική εμμονή θα περιπλανιέται στις γωνίες του μυαλού της, αφού έχει γευθεί τον παγωμένο αέρα του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ο ίλιγγος του φόβου θα θρυμματίσει τη ζωή της και θα μεταγγιστεί ως απόγνωση κι απελπισία στη Λόρυ, την κόρη της ως βίωμα νοσηρό και αδιέξοδο, ποτισμένο με ψυχοφάρμακα και θα εκτονώνεται ως ασθματικός μονόλογος πάνω σε κρεβάτια ψυχαναλυτικών συνεδριών στον παρόντα χρόνο.
Σε αυτόν το χρόνο, ο συγγραφέας παρακολουθεί το εύφλεκτο υλικό που συγκεντρώνει ο σκηνοθέτης Ελιάν κι η Λόρυ, για μια ταινία μικρού μήκους που προορίζεται για το Φεστιβάλ της Δράμας, με θέμα τα δεινά των Εβραίων της Μακεδονίας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι μικρές ιστορίες των ασήμαντων ανθρώπων σε μετωπική σύγκρουση με την Μεγάλη Ιστορία.
Η Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής οικεία μα και άγνωστη με τους «σκελετούς» στην ντουλάπα. Το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Το Μediterrane. Το κοσμικό Όλυμπος Νάουσα στην παραλία και το Roi Georges. Τα αναψυκτήρια δίπλα στον Λευκό Πύργο. Τα «κέντρα» της εποχής, το Αστόρια και το Λουξεμβούργο. Η μόδα, οι τέχνες, η κοινωνική διαστρωμάτωση. Τα στεγανά. Οι επιτήδειοι μεσεγγυούχοι που καρπώθηκαν τις εβραϊκές περιουσίες, οι φασίστες Τριεψιλίτες, ο Πούλος και ο Δάγκουλας, τα Τάγματα Ασφαλείας και ο Μέρτενς (σημ: ο Μέρτενς, μεταπολεμικά αναγνωρίστηκε στη Θεσσαλονίκη από διασωθέντα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και συνελήφθη σε ένα δραματικό επεισόδιο και όχι με παρέμβαση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αυτό ακολούθησε).
Ο Ρωμανός κάνοντας χρήση ντοκουμέντων και μυθοπλασίας καταγράφει κρυμμένα μυστικά της πόλης, τους θύτες που εμφανίστηκαν μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ως πατριώτες. Η έρευνά του για το Εβραϊκό ζήτημα στη Θεσσαλονίκη συμπλέκεται με την επινοημένη αναπαράσταση για να αναδείξει τους ανθρώπους στις αληθινές, διόλου μυθιστορηματικές διαστάσεις τους.
Ο συγγραφέας μετέρχεται τριών αφηγηματικών τρόπων. Ο λογοτεχνικός μύθος, η ιστορική έρευνα με παράθεση εξωδιηγητικών στοιχείων (φωτογραφίες, έγγραφα, ντοκουμέντα αρχείων, τεκμήρια της εποχής) και τα ποιητικά -εμβόλιμα- όνειρα. Εμφανής στόχος του η ψυχολογική προσέγγιση της λογοτεχνίας, στην τομή της με την ιστορία. Η ικανότητα του Ρωμανού του δίνει την δυνατότητα και την ελευθερία να κινηθεί πέρα από τις βεβαιότητες, για αθώους κι ενόχους ,θύτες και θύματα. Ο ιστορικός και ο λογοτεχνικός ρεαλισμός, εκτυλίσσονται με κινηματογραφική σχεδόν ροή. Ο Ρωμανός δεν κρύβει την αγωνία του να φωνάξει το μέχρι πρότινος άφωνο, να ξύσει το δεδομένο κι επίσημο, να το ανατρέψει μέσα από εικόνες με έντονα χρώματα, τον αισθησιασμό της ζωγραφικής αλλά και κοπιώδεις αναζητήσεις που αποδεικνύουν την άλλη όψη της αλήθειας, την πικρή. Για την εγκληματική αμέλεια, την -έστω- αστοχία μιας κοινωνίας να προστατεύσει τους πολίτες της από τη θηριωδία του φασισμού.
Ο Ρωμανός μοχθεί για την ιστορική έρευνα αλλά πρώτα «νοιάζεται για τις λέξεις». Προσπάθησε να ενώσει την ιστορία με την λογοτεχνία αλλά ευτυχώς η λογοτεχνία κατάπιε την διάθεσή του να πει πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί ή εσκεμμένα έχουν αποσιωπηθεί. Έτσι αν και ηττημένες, συχνά πέρα από τα όρια της συντριβής οι γυναίκες του βιβλίου είναι οι νικήτριες στην αναμέτρησή τους με την Ιστορία καθώς αναδεικνύεται η αγωνία αναζήτησής νοήματος της ζωής μετά το Auschwitz.

*Ο Απόστολος Λυκεσάς είναι ποιητής, πεζογράφος και κριτικός. Η κριτική δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα: Η Αυγή, ένθετο, Αναγνώσεις, 14.4.2013, σ. 45. Και στο:


***

Κώστας Μαρίνος*

«Γιούντιν». Πρόσωπα χτυπημένα από την ιστορία

Μία φράση από τις πρώτες σελίδες του «Γιούντιν», του μυθιστορήματος του Γιώργου Ρωμανού, πρέπει να κρατήσει ο αναγνώστης, όταν θα μπει στον κόσμο που πλάθει ο συγγραφέας. Όπως γράφει στη σελίδα 19: «Τι μπορούσαν να κάνουν οι φωτογραφίες και οι συναισθηματικές τους προσεγγίσεις; Τι αξία έχει μία στιγμή σε ένα φιλμ που στο επόμενο κλάσμα του χρόνου είναι ήδη παρελθόν; Τον αέρα που φεύγει τον ανακαλείς με ένα... κλικ; Όλα τελικά είναι μνήμη. Μνήμη στιγμών μέσα στο χρόνο, που κυλά διαρκώς. Και αυτή η μνήμη ποτέ δεν είναι ίδια. Ποτέ».
Το ξέρει και ο συγγραφέας Γιώργος Ρωμανός. Και οι δικές του μνήμες από τον καιρό που μεγάλωνε στη Θεσσαλονίκη τον κυνηγούσαν, έως ότου πήρε μία μεγάλη απόφαση. Να αναζητήσει τις πηγές του, να διαπιστώσει εάν ήταν αληθινές ή όχι. Να τις δει με τη ματιά του ενήλικα.
Καταφεύγοντας σε αρχεία, ψάχνοντας το γεγονός, έκανε τη δική του καταβύθιση στο παρελθόν, από την οποία ανέσυρε το υλικό, για να αφηγηθεί την ιστορία τριών γυναικών και των αντρών που τις στιγμάτισαν. Δηλώνει πως έγραψε ένα μυθιστόρημα, αλλά έκανε κάτι περισσότερο.
«Πιστεύω ότι, για να γράψεις ένα βιβλίο, κινείσαι πάντα στην προσπάθεια προσδιορισμού της πραγματικότητας και της δικής σου αλλά και του γενέθλιου χώρου. Στη Θεσσαλονίκη μεγάλωσα, πήγα στο σχολείο, σπούδασα στο πανεπιστήμιο, είναι ο τόπος μου. Προσπαθώ να δω ποια είναι τελικά αυτή η πόλη. Όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου συνάντησα πάρα πολλές φορές τα λεγόμενα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, μυστικά της πόλης. Πολλά λέγονταν, αλλά δεν γράφονταν».
Έτσι άρχισε η εξόρυξη υλικού, το οποίο σταθεροποιούσε σε άλλες βάσεις τα πρόσωπα που έπλαθε η φαντασία του και τις μεταξύ τους σχέσεις. Μία διαδικασία που μπορεί να αποδειχθεί επώδυνη για τον αναγνώστη, ο οποίος δεν θα θελήσει να δει και τον εαυτό του στο μεγάλο καθρέφτη που στήνει ο συγγραφέας. Με όπλο όχι μόνο τις λέξεις που καταθέτει στο χαρτί αλλά και όσα μπορούν να συμπεριληφθούν στην έννοια «ντοκουμέντο», από φωτογραφίες ως τις αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα, ο Ρωμανός εμπλέκει τον αναγνώστη στις αναζητήσεις του και τον ωθεί να τον ακολουθήσει.
Έτσι πέρα από τη γοητεία που ασκούν τα πρόσωπα, που ζουν στο δικό τους χρόνο του τότε και του τώρα, αναδύεται από τις σελίδες του «Γιούντιν», η αίσθηση ή και η αποφορά της ιστορίας που έχουμε απωθήσει στο περιθώριο, επιδιώκοντας να τη διαγράψουμε από τη συλλογική μνήμη.
«Είναι αλήθεια ότι απαιτώ από τον αναγνώστη. Τον θέλω μαζί μου σε αυτήν την προσπάθεια», παρατηρεί ο Γιώργος Ρωμανός.
Θα τον ακολουθήσει ο αναγνώστης, για να παρακολουθήσει την πορεία της Αντζέλ και της Λέας και της Λόρυ. Και την πορεία του, αφού θα γίνει το πρόσωπο που θα ορίσει την πορεία τους τότε και θα αφήσει το ίχνος του ως το τώρα. Στο τώρα στο οποίο ζει η σπαρακτική στις αγωνίες της Λόρυ.
«Μέλημά μου σε αυτό το βιβλίο είναι να τραβήξω ενσυνείδητα τους χαρακτήρες στα άκρα. Έτσι η Λόρυ δεν θα μπορούσε να μην είναι ό,τι πιο ακραίο γέννησε η μεταπολεμική εποχή μέχρι τη γενιά των χίπις, μέχρι το ’90 και μετά. Και αυτό το ακραίο περνά μέσα από την ψυχανάλυση, μέσα από τη σχιζοειδή ή μανιοκαταθλιπτική κατάσταση».
Η Λόρυ -και στην ακριβώς αντίθετη κατάσταση η θεία Αντζέλ- η Λέα, που είναι ένας «άγιος άνθρωπος», όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας. Οι δυο τους, με το βάρος της ιστορίας να τις εξουθενώνει, με πλαίσιο μία Θεσσαλονίκη αναγνωρίσιμη ως τόπος, με μερικές φωτογραφίες να επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του.
Για το τέλος ένα σχόλιο του συγγραφέα: «Έκανα το χρέος μου στις δικές μου μνήμες. Είπα τις αλήθειες που κουβαλούσα, αφού τις διασταύρωσα, αφού είδα ότι είναι πραγματικές μνήμες».

*Ο Κώστας Μαρίνος είναι δημοσιογράφος πολιτιστικού ρεπορτάζ και κριτικός. Το κείμενο αποτελεί κριτική που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Μακεδονία, στις 31. 7. 2013, και στο:

***

Μουτάφη Βασιλική*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη
Μυθιστόρημα, σελ. 416, Εκδόσεις Άγκυρα

Ένας από τους ορισμούς που θα μπορούσαν να δοθούν για τον όρο μυθιστόρημα είναι ότι πρόκειται για πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο με πολύ μεγάλη έκταση και με υπόθεση πλαστή ή εμπνευσμένη από την πραγματικότητα. Μέσα στην πλοκή της υπόθεσης παρουσιάζονται γεγονότα και καταστάσεις, δίνονται οι χαρακτήρες των ανθρώπων που βρίσκονται στο επίκεντρό τους, αναλύονται τα συναισθήματα και τα πάθη των ηρώων, διαγράφεται η εποχή τους κ.τ.λ.
Έτσι, και ο κ. Γιώργος Ρωμανός μας έδωσε ένα εξαίρετο μυθιστόρημα στο οποίο πλέκεται ο μύθος με την πραγματικότητα, η φαντασία και το δημιουργικό πνεύμα του συγγραφέα με την ιστορία και τα γεγονότα που στιγμάτισαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Το σταθερό ιστορικό πλαίσιο είναι τόσο έντονο που εύκολα το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιστορικό μυθιστόρημα» όμως θα ήταν λανθασμένος ένας τέτοιος χαρακτηρισμός γιατί σκοπός του συγγραφέα ήταν να «τρέξει» μέσα και έξω από την επίσημη Ιστορία. Όλο το έργο στηρίζεται κυρίως στις επινοημένες ιστορίες άσημων ανθρώπων της εποχής, των χαρακτήρων του βιβλίου που ξεδιπλώνουν τη δική τους αλήθεια, τη δική τους εμπειρία για το δράμα μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων στη Θεσσαλονίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι μόνο.
Για το λόγο αυτό η αφήγηση δεν περιορίζεται σε ένα μόνο αφηγητή ούτε σε μια μόνο χρονική περίοδο. Τα πρόσωπα και οι αφηγήσεις τους αλληλοσυμπληρώνονται όπως τα κομμάτια ενός παζλ και οι αναχρονίες δίνουν μία μοναδική συμπλήρωση του χρόνου που καλύπτει το χθες με το σήμερα.
Ο κύριος αφηγητής του έργου είναι ο Ελιάν Καζάκογλου, ο σκηνοθέτης «που, τελευταία, σκηνοθετούσε μια ταινία μικρού μήκους για το Φεστιβάλ της Δράμας» όπως μας τον συστήνει μια άλλη σημαντική αφηγήτρια και ηρωίδα του έργου η Αντζέλ. Ο ίδιος πάλι στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου  (σελ. 364) μας λέει: «Θα μ΄ άρεσε κάποτε να γράψω ένα βιβλίο αλλιώτικο από όλα όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Δηλαδή, σα να ήμουν ένας αφηγητής που έκρυβε μέσα του έναν άλλο αφηγητή που εστίαζε μέσα από έναν τρίτο, ο οποίος με τη σειρά του έκρυβε κι άλλον κι άλλους… Ένας συγγραφές Μπάμπουσκα,. Μάλλον όμως δε θα τα καταφέρω ποτέ».
Κι όμως στο έργο έχουμε τον έναν αφηγητή που διαδέχεται τον άλλο, τον έναν αφηγητή που «βγαίνει μέσα» από τον άλλο σε μια πρωτοπρόσωπη, ομοδιηγητική αλλά και αυτοδιηγητική αφήγηση με έντονα βιωματικό χαρακτήρα. Ο Ελιάν, η Αντζέλ, η Λόρυ, η Λέα, ο Αλέξανδρος, ο Αφού αφηγητές και ιστορίες που φωτίζουν τα γεγονότα και δίνουν βάθος και συνοχή στο μύθο. Χαρακτήρες και ιστορίες που στήνονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου , χαρακτήρες με ακραίες, αλλά και μοιραίες αντιθέσεις μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δύο ερωτικές ιστορίες του βιβλίου. Στην πρώτη, που αφορά την μάνα, τη Λέα, η οποία οδηγείται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο έρωτας είναι ιδεαλιστικός, βασισμένος στο μεγάλο ιδανικό της μιας και μοναδικής αγάπης, για την οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει κάποιος. Αντίθετα, στη δεύτερη ερωτική ιστορία, που αφορά στην κόρη, τη Λόρυ, έχουμε μια γυναίκα επιθετικά απελευθερωμένη, με ερωτικές εμμονές που φτάνουν στα όρια του νοσηρού, ακόρεστη σεξουαλική βουλιμία, και κυρίως, ζωή χωρίς όρια και αναστολές. Εμμέσως, πλην σαφώς, αυτός ο δεύτερος χαρακτήρας, η κόρη, ανήκει στα κοινωνικά θύματα και τις επιπτώσεις που υπήρξαν μετά τον πόλεμο.
Ο συγγραφέας αδιαφορεί για την ηθικολογία, μέσω των χαρακτήρων που έχει συστήσει. Αντίθετα, τους πιέζει μέχρι τα αφηγηματικά τους όρια. Έτσι, αποδεικνύει πως βασικό του συγγραφικό πιστεύω, είναι οι χαρακτήρες σε μια μυθοπλασία υπακούουν σε έναν πρώτιστο κανόνα: να είναι ηθικοί απέναντι στη λογοτεχνική τους φύση και τη λογοτεχνικότητα. Γιατί, αν δεν υπάρχει αυτός ο πρώτος θεμελιώδης κανόνας οτιδήποτε περιγραφεί λογοτεχνικά θα είναι ψεύτικο και συνεπώς ανήθικο. Ταυτόχρονα, εάν η προκύπτουσα κοινωνική ηθική δεν είναι πειστική τότε θα έχει χάσει η ίδια η αφήγηση, δηλαδή, το βιβλίο.
Παράλληλα, με μοναδικό τρόπο ο συγγραφέας συνδέει το χθες με το σήμερα. Η μετάβαση γίνεται άλλοτε εξαιτίας κάποιων φωτογραφιών που βρήκε η Λόρυ «Τι είναι αυτές οι φωτογραφίες θεία Αντζέλ; Συνέβη στην πραγματικότητα τέτοιο γεγονός;», άλλοτε με αναφορά στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, τις περισσότερες φορές χωρίς προειδοποίηση αλλά με μια μοναδική συνεκτικότητα, απλά, αβίαστα, όπως όταν αφηγείται μια ιστορία που γνωρίζει καλά. Το χθες και το σήμερα παρά τις αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων δένουν τόσο ζωντανά και παραστατικά, όπως το έργο του Ελιάν. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη σα να τις βλέπουμε μπροστά μας, οι ήρωες είναι υπαρκτοί, ζουν μια ζωή όπου το παρελθόν σημαδεύει το μέλλον χωρίς όμως πάντα να το προδικάζει. Η ζωή κινείται στο χρόνο και τον τόπο (Θεσσαλονίκη, στρατόπεδα συγκέντρωσης Άουσβιτς, Μπέργκεν - Μπέλσεν , στρατόπεδο Κόκκινου Στρατού, Γιάλτα, ρώσικη στέπα και πάλι Θεσσαλονίκη). Ιστορίες που συνδέονται με την αληθινή Ιστορία και τη φωτίζουν από διαφορετικές πλευρές δημιουργώντας στον αναγνώστη την εντύπωση ότι τη γνωρίζει πλέον πιο ουσιαστικά και ας συνειδητοποιεί ότι διαβάζει ένα μυθιστόρημα.
Ειδική θέση στο μυθιστόρημα έχει η γλώσσα και η ανατροπή της, μέσα από έναν παραβατικό χαρακτήρα, έναν άνθρωπο του περιθωρίου, ο οποίος εμφανίζει και μία ψυχολογική έως και νοητική διαταραχή στο λόγο του. Με αυτόν το χαρακτήρα ο συγγραφέας θέτει το ακριβώς αντίθετο άκρο, απέναντι στο στρωτό λόγο της κυρίαρχης αφήγησης. Τα δύο αυτά, αντίθετα μεταξύ τους είδη αφηγηματικού λόγου μέσα στο κείμενο, εμπλουτίζουν το σύνολο της αφήγησης, αλλά όχι μόνο. Διότι αυτός, ο παραβατικός χαρακτήρας με το λοξό λεκτικό ιδίωμα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποκαλυπτικός σε θέματα κλειδιά της υπόθεσης του μυθιστορήματος.
Γενικότερα, όμως η γλώσσα σε όλο το βιβλίο ελέγχεται, κυρίως ως προς την οργανικότητά της, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερα το αφηγηματικό της αποτέλεσμα. Παράλληλα, ο ρυθμός εναλλάσσεται ανάλογα με την ταχύτητα που αρμόζει στα δρώμενα και στις εναλλαγές του χαρακτήρα της αφήγησης, σε κάθε παράγραφο. Έτσι, αξιοποιούνται οι φθόγγοι και οι ήχοι τους, ώστε να έχουμε ένα δεύτερο, ηχητικό επίπεδο αφήγησης κάτω από το τυπικά δεδομένο, του νοήματος.
Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται, από πλευράς αφηγηματικών τεχνικών, είναι το μέγεθος των κεφαλαίων. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το μυθιστόρημα ως σύνολο αφηγηματικής «πλαστικής». Έτσι, υπάρχει μια συνειδητή επέμβαση του στο μέγεθος – πλάτος των κεφαλαίων, ανάλογα με το νοηματικό τους βάρος, αλλά και την εκάστοτε ποιητική του πεζού λόγου. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει αυτό το μυθιστόρημα, των 420 περίπου σελίδων, ως το σώμα ενός εκτεταμένου ποιήματος. Με αυτή τη λογική, ένα κεφάλαιο έχει έκταση τριών και αλλού τεσσάρων σειρών, ενώ άλλο, δεκαπέντε σελίδων. Αυτή η ανισομέρεια των κεφαλαίων εξυπηρετεί απόλυτα την οργανικότητα του λόγου, ως προς το εκάστοτε βάρος των νοημάτων.
Επίσης, στο βιβλίο εντοπίζεται και το θέμα της διακειμενικότητας. Δηλαδή, άμεσες ή έμμεσες πλην σαφείς αναφορές, σε άλλα, γνωστά μυθιστορήματα. Έτσι, ο αναγνώστης θα δει πως η πρώτη σκηνή, με την οποία ξεκινά το Γιούντιν, αποτελεί ουσιαστική αναφορά στον Οδυσσέα, του Τζέημς Τζόυς. Αφού ξεκινά με ένα παρόμοιο λογοτεχνικό πορτραίτο, της Λόρυ, στο άνοιγμα μιας πόρτας, φορώντας μια κίτρινη ρόμπα, όπως εκείνη του Μπακ Μάλιγκαν (του Τζόυς), ο οποίος εμφανίζεται σε εξίσου εμφαντική θέση, σε ένα κεφαλόσκαλο. Έχουμε δηλαδή, κι εδώ, την εντυπω­σιακή είσοδο ενός προσώπου κλειδί, για το σύνολο του μυθιστορήματος.
Ανάλογος συσχετισμός μπορεί να γίνει και προς το τέλος του βιβλίου, όπου εμφανίζεται το πλήρες όνομα ενός άλλου βασικού χαρακτήρα της αφήγησης, του Ελιάν Καζάκογλου, που το όνομά του είναι παρόμοιο με το όνομα του αφηγητή του Στρατή Δούκα, στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πρώτο άλφα, αφού ο Δούκας ονομάζει τον αφηγητή του Κοζάκογλου. Και η διακειμενικότητα του βιβλίου συνεχίζεται με ευθείες αναφορές, στον Μόμπι Ντικ και στον Χέρμαν Μέλβιλ, σελ. 37, ενώ στην επόμενη σελίδα, 38, αναφέρεται η δίνη του Μάελστρομ, που προέρχεται από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Προς το τέλος του βιβλίου, σελ, 359, αναφέρεται ο Δημήτρης Χατζής, και το διήγημα του Σαμπεθάι Καμπιλή, από το βιβλίο του « Το τέλος της μικρής μας πόλης». Ανάλογους διακειμενικούς συσχετισμούς, όπως και αφηγηματικά τεχνάσματα και τεχνικές είναι πολλά μέσα στο βιβλίο και εναπόκεινται στον αναγνώστη να τα εντοπίσει.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν και εξωκειμενικά στοιχεία, φωτογραφίες, ντοκουμέντα της εποχής, μερικά εκ των οποίων είναι σπάνια. Όμως, η ένθεσή τους στη ροή του κειμένου παίζει οργανικό ρόλο στην αφήγηση, άλλοτε ενισχύοντας την δραματικότητά της και άλλοτε ως δραστικά σχόλια. Εμβόλιμα τίθενται και κείμενα, ένα πασίγνωστο λαϊκό τραγούδι, ένα σπάνιο γιαννιώτικο στιχούργημα, ιστορικά ντοκουμέντα, δημοσιεύματα εφημε­ρίδων, γραπτές εκθέσεις των τραγικών προσώπων, που επέζησαν του ολο­καυτώματος, ακόμη και το απόσπασμα σεναρίου, ενός φιλμ που δημι­ουργείται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Η αφήγηση είναι πυκνή, γεγονότα καταιγιστικά και, κυρίως, μεγάλες οι δραματικές εντάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες.
Στο τέλος του βιβλίου και σε Παράρτημα, το οποίο, όμως ενσω­ματώνεται, ως εξωδιηγητικό στοιχείο της συνεχιζόμενης αφήγησης, περι­λαμβάνονται πολλά ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία είναι αποκαλυπτικά και ανατρέπουν παγιωμένες και ενίοτε ψευδείς αντιλήψεις.
Έτσι, τίθεται εμμέσως πλην σαφώς, το μεγάλο ζήτημα της επανάγνωσης της νεώτερης Ιστορίας της χώρας μας. Μια επανάγνωση που θα οδηγήσει σε επανεκτίμηση της κοινωνικής δομής της χώρας μας και θα δώσει την ευκαιρία – προσδοκία σε μια, διαρκώς επιζητούμενη, καλύτερη κοινωνία του αύριο.
Άλλωστε, τα αληθινά λογοτεχνικά έργα στόχο δεν έχουν μόνο την τέρψη, αλλά και την αφύπνιση του ανθρώπου, μέσα από μια διαφορετική αντιμετώπιση της ίδιας της πραγματικότητας και ο κ. Γ. Ρωμανός το πετυχαίνει με πολύ εύστοχο, έντεχνο και εμπεριστατωμένο τρόπο.

*Η Βασιλική Μουτάφη είναι φιλόλογος. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο NEVERLAND, στον Πειραιά, στις 15 Δεκεμβρίου 2012.

***

Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος*

Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος εν διωγμώ
Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιώργου Ρωμανού,
Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, Άγκυρα, Αθήνα, 2012

Μελέτη

«Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,
Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς…»
Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’, Γιώργος Σεφέρης

Το βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού Γιούντιν φέρει ήδη από τον τίτλο του το στίγμα της πικρής γεύσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα στόματα χιλιάδων Εβραίων. Άλλοι από αυτούς, βίωσαν τις βάναυσες μεθόδους του Ναζισμού για την «τελική λύση» του εβραϊκού θέματος κι άλλοι ήρθαν απέναντι στο αφηγημένο φορτίο (ψυχολογικό πλέον) των διωγμών. Με τις μυθιστορηματικές συμβάσεις (πολλαπλά κι εναλλασσόμενα αφηγηματικά επίπεδα, αναχρονισμούς κ.ά.), ερχόμαστε απέναντι στην καθαρή ιστορική εμπειρία. «Κάτι σαν μυθιστόρημα με παρένθετα ντοκουμέντα, φωτογραφίες, έγγραφα» (σελ.21), όπως θα διαβάσουμε αυτό-αναφορικά στις σελίδες του. Ο τίτλος, σύμβολο χαραγμένο στις μνήμες των πρωταγωνιστών, θ’ αποτελέσει το μοναδικό ταυτοτικό στοιχείο των ηρώων μέχρι τέλους, με το εξαγωνικό Άστρο του Δαυίδ να στιγματίζει, όχι μόνο τον πραγματικό, αλλά και το ψυχικό τους κόσμο.
Πολλαπλά τα αφηγηματικά επίπεδα, σε παραπληρωματική σχέση, κάτι σαν κολλάζ διηγήσεων, με κοινούς παρονομαστές, με κύριο την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Αντζέλ Μπεφόρ, της οποίας τις μνημονικές καταθέσεις, φαινομενικά, θα διαβάσουμε. Δομικός θα είναι και ο ρόλος των αφηγήσεων τεσσάρων άλλων προσώπων, που θα συμπληρώσουν το παζλ των καταθέσεων μνήμης, της Λέα, αδερφής της Αντζέλ (3 αφηγήσεις), της ανιψιάς της Λόρυ (3 αφηγήσεις-εξομολογήσεις στην ψυχαναλύτριά της) και του Αλέξανδρου Παυλίδη, προσώπου κλειδιού για την προώθηση του μύθου (2 αφηγήσεις). Κοντά σ’ αυτές, θα προστεθούν οι δύο αφηγήσεις του Αφού με την πρώτη, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, να σχετίζεται με τα γεγονότα της πλατείας Ελευθερίας.
Η Αντζέλ, λοιπόν, μια παραδοσιακά δομημένη γυναίκα, θα γίνει ο οδηγός μας, τόσο στο ξεκλείδωμα μιας ιστορικά σκοτεινής περιόδου, όσο και στην κατανόηση συμπεριφορών προσώπων, που θα δρουν πολλές φορές σπασμωδικά μπροστά μας, μη μπορώντας να αιτιολογήσουμε τη στάση τους. Η ανιψιά της Λόρυ, με το σύντροφό της Ελιάν, θα κινητοποιήσουν τη μνήμη της (παράλληλα με τη χρήση του προσωπικού της ιστορικού αρχειακού υλικού) για τους σκοπούς μιας ταινίας μικρού μήκους, με κέντρο την οικογένειά τους, με σημαίνουσα θέση μεταξύ των μελών της εβραϊκής κοινότητας, τους Μπεφόρ. Η ιστορία της κατοχικής (και όχι μόνο) Θεσσαλονίκης, η προσωπική ιστορία των τριών γυναικών (Λέα, Αντζέλ και Λόρυ), η ιστορία των Μπεφόρ, συμπλέκονται, ιδωμένες πολυπρισματικά και αλληλοσυμπληρώνονται. Ο αναγνώστης, μοιάζει σα να παρακολουθεί το σενάριο του Ελιάν, ή εν τέλει και την ίδια του την ταινία.
Άλλωστε, ο εικονοπλαστικός λόγος είναι μία από τις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου·η εικόνα, είτε με τη μορφή της φωτογραφίας, είτε του κινηματογραφικού φακού (άλλες φορές κάποια αγιογραφία) εγείρει καταστάσεις της μνήμης και υποκινεί τις περισσότερες αφηγήσεις, οι οποίες δεν ακολουθούν ποτέ τη «ροή της συνείδησης», αλλά είναι προσεκτικά κατασκευασμένες, ιστορικά, μαρτυρίες. Κι αυτή ακριβώς η μνήμη της Αντζέλ είναι που άλλοτε θα στραφεί στην ιστορία κι άλλοτε στον οικογενειακό μικρόκοσμο και συγκεκριμένα στην ανιψιά της, Λόρυ, η σχέση των οποίων θα προσλάβει ιδιαίτερη δυναμική.
Οι συχνές αναφορές στο πρόσωπο της Αντζέλ, υπάρχει κίνδυνος να παραπλανήσουν τον αναγνώστη και να τον οδηγήσουν στο να πιστέψει, πως το πρόσωπο, με το οποίο τον καλεί ο συγγραφέας να ταυτιστεί (αφού η πεποίθηση αυτή είναι σθεναρά τοποθετημένη στο μυαλό των περισσότερων αναγνωστών), είναι η Εβραία γυναίκα, κάτι που θ’ αποδεικνυόταν μεγάλο λάθος. Η ταύτιση μ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο του βιβλίου γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Σ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης έχουμε μετωπικές συγκρούσεις, με την πλάστιγκα, πότε να γέρνει στον μεν, πότε στον δε. Μοιάζει, σα να παρακολουθούμε ένα αγώνα σκάκι εν εξελίξει, με τους παίκτες ν’ αλλάζουν συνεχώς και τα πιόνια, να παραμένουν αχρονικά, τοποθετημένα στη βάση τους. Οι παίκτες είναι, πότε η Λόρυ κι η Αντζέλ, η Λόρυ κι ο Ελιάν, η Λόρυ κι η μητέρα της Λέα, που μετωνυμικά συνδέεται με το παρελθόν και το ψυχικό κόσμο της πρώτης (η τελευταία σχέση υπολανθάνει). Ο υπότιτλος επίσης, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, θα προσφέρει στον αναγνώστη τόσες πληροφορίες, όσες για να στραφεί στην κατεύθυνση της Αντζέλ, κάτι που θ’ ανατραπεί, προϊούσης της ανάγνωσης και η ταυτότητα της Γιούντιν θα μοιραστεί μεταξύ των τριών γυναικών.
Ο φακός της αφήγησης βρίσκεται σ’ αρχικό στάδιο, στραμμένος στη Βίλα Πλανσέ, γύρω από την οποία η ζωή των ηρώων διαγράφει κύκλους και καθίσταται ένα κιβώριο μνήμης. Εκεί μάλιστα, είναι που γυρίζει κι ο Ελιάν την ταινία του, αφού, μετά την πώλησή του, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως «Κέντρο Ταινιών Μικρού Μήκους». Η Θεσσαλονίκη θ’ αποτελέσει το φόντο των εξιστορήσεων, μια Θεσσαλονίκη άχρονη, κινούμενη μεταξύ του βυζαντινού της περιβάλλοντος και παρελθόντος (στο οποίο θα εισαχθούμε απ’ την οπτική της Εβραίας αφηγήτριας, κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον) και της πορείας της στον 20ο αιώνα. Νιώθεις τη Θεσσαλονίκη σαν ένα ζωντανό οργανισμό, που υπόκειται στη φθορά του χρόνου και της ιστορίας· έτσι, το βιβλίο γίνεται μια χρονογραφία, με παραλλήλους την πορεία των Μπεφόρ και της Θεσσαλονίκης, που ωριμάζουν και απομαγεύονται. Η επιλογή της πόλης συνδέεται άρρηκτα με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο πόλη/άνθρωπος/λεωφορείο-καράβι, μοτίβο αεικινησίας, ταυτόσημο με το ψυχισμό των ηρώων.
Όταν ο ίδιος φακός απομακρύνεται απ’ την ασφάλεια που του παρέχει αυτή η αισθητική της ιθαγένειας, είναι για ν’ ακολουθήσει την πορεία της Λέα (και σε δεύτερο αντίστοιχο επίπεδο του Αλέξανδρου) από το στρατόπεδο του Άουσβιτς σ’ αυτό του Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Πριν περάσουμε στις επιμέρους, πιο αναλυτικές ενότητες που θα μας απασχολήσουν, θα επιχειρήσουμε μια ειδολογική κατάταξη του Γιούντιν στη Μετα-Ιστορία (Post History)· φωτογραφικό υλικό, καταθέσεις ανθρώπων, ιστορικά τεκμηριωμένες ημερομηνίες γεγονότων και πρόσωπα, προσφέρονται λογοτεχνικά, όπως θα επιλέξει να μας τα παραδώσει η Αντζέλ, χωρίς ωστόσο να υποβιβαστεί η αξία τους ως ντοκουμέντο.
Θα περιτρέξουμε εν συντομία τις σελίδες του βιβλίου και θα τοποθετήσουμε τις ιστορίες κατά χρονική σειρά, για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε συνολικά την εξέλιξη της υπόθεσης. Η οικογένεια των Μπεφόρ, ευπόρων Εβραίων εμπόρων, θα μετακινηθεί από τη Δράμα στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του αιώνα. Η εγκατάστασή της εκεί, θα σημάνει την περαιτέρω της ευημερία και την κοινωνική της εξέλιξη. Οι κοινωνικές συμβάσεις, μέρος της τότε καθημερινότητας, φαίνεται να μην ενοχλούν καθόλου την πορεία των προσώπων. Γάμοι από συμφέρον, επιχειρηματικές, ανδροκρατούμενες κινήσεις, κυρίες του Μεσοπολέμου, με άρωμα μπελ-επόκ, συνθέτουν ένα σκηνικό λεπτών ισορροπιών. Ανάμεσα σ’ αυτές τις ισορροπίες θα «γεννηθούν»οι χαρακτήρες του Ερρίκου και της Μαζαλτώφ Μπεφόρ, των κορών τους Λέα και Αντζέλ και του συζύγου της πρώτης Μωύς, παράλληλα με αυτές της στενά συνδεδεμένης με τους Μπεφόρ, λόγω επαγγελματικής συνεργασίας, Παυλίδη (πατέρας Παυλίδης και γιος Αλέξανδρος).
Τις ισορροπίες αυτές, θα ‘ρθει να ταράξει η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα κι η επιβολή της Κατοχής. Η οικογένεια των Μπεφόρ θα γνωρίσει την οικονομική πτώση και μέσα στο γενικότερο κλίμα των διωγμών, η Μαζαλτώφ και η Λέα, μαζί με τον Αλέξανδρο Παυλίδη, με τον οποίο θα εμπλακεί σε μία σχέση, μακράν πέραν της ερωτικής, θα συλληφθούν και θα προωθηθούν ταχύτατα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, όπου θα ζωντανέψουν μπροστά τους –και μπροστά μας- οι φρικιαστικές εικόνες των καταναγκαστικών έργων και της «Τελικής Λύσης» των φούρνων και των κρεματορίων.
Παράλληλα, στην Ελλάδα, οι δύο οικογένειες (Μπεφόρ και Παυλίδη), θα προσπαθήσουν να βελτιώσουν αρχικά τις συνθήκες κράτησης των δικών τους και κατόπιν να τους απελευθερώσουν, δυσχεραίνοντας κι άλλο την οικονομική τους θέση. Αλλά κι οι ίδιοι (η περίπτωση της Αντζέλ) θ’ ακολουθήσουν τους δικούς τους δρόμους φυγής, στο εσωτερικό, αυτή τη φορά, της Ελλάδας.
Η μεταφορά, τόσο της Λέα, όσο και του Αλεξάνδρου, αφού η Μαζαλτώφ θυματοποιήθηκε στους φούρνους του Άουσβιτς, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, θ’ αναζωπυρώσει τις ελπίδες μας, ενώ το τέλος του Πολέμου θα επιβεβαιώσει κάποιες απ’ αυτές. Τότε, η Λέα θα βρεθεί ζωντανή και θα μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη σε εγκυμονούσα κατάσταση, με τις συνέπειες που μπορούμε να φανταστούμε για το μικρόκοσμο της οικογένειας, αλλά και με ταραγμένη τη ψυχική της υγεία, κάτι, που θα τη στιγματίσει στο εξής. Το παιδί, η Λόρυ, γεννημένη σ’ ένα ασταθές πολιτικά περιβάλλον του Εμφυλίου, θα μεγαλώσει αποστασιοποιημένη από το κέντρο (Βίλα Πλανσέ) με τη θεία της Αντζέλ, μέσα σ’ ΄να προστατευτικό κύκλο, δημιούργημα της τελευταίας, ο οποίος συνεπάγεται όμως και το ψέμα. Οι προσπάθειές της να προσδιορίσει τα ταυτοτικά, πολιτισμικά και συναισθηματικά της στοιχεία, είναι που οδηγούν σε μια δεύτερη, συγκεκαλυμμένη υπό το πρίσμα της πρώτης, της ιστορικής για τους σκοπούς της ταινίας έρευνα, τα συμπεράσματα, τα κενά και τις ερωτήσεις της οποίας θα διαβάσουμε στην ουσία στο Γιούντιν.

Στη συνέχεια, θα δούμε ορισμένες, επί μέρους και πιο αναλυτικές θεματικές ενότητες, οι οποίες θα συγκροτήσουν το συνολικό οικοδόμημα του βιβλίου, είτε αυτές σχετίζονται με τη δομή του, είτε με το γενικότερο κλίμα στο οποίο ανήκει, λογοτεχνικά ή ιστορικά.

Ο αφηγημένος Εβραίος κι ο Εβραίος αφηγητής

Πώς πραγματεύεται κανείς ένα θέμα, το οποίο είναι εν μέρει ταμπού και πώς ρηγνύει τους τοίχους, που καλλιέργησε η λογοτεχνική παραγωγή επί αιώνες; Ο λόγος για τη σχηματοποίηση της εικόνας του Εβραίου στα ελληνικά γράμματα. Από νωρίς, ο Εβραίος στιγματίστηκε ως «θεοκτόνος», εξ ου και καταραμένος, αναγκασμένος συνεχώς να πληρώνει για τη σταύρωση του Ιησού. Το συμφραστικό του περιβάλλον είναι μονίμως προβληματικό: «οι Εβραίοι είναι ακάθαρτοι, λεπροί, μάγοι, ενώ οι Εβραίες είναι μάγισσες και παιδοκτόνες» (Αμπατζοπούλου, (1998), σελ. 197), περιβάλλον που θα φορτιστεί έτι περισσότερο απ’ το δημοτικό τραγούδι. Φαίνεται, πως μόνο μετά τους διωγμούς των Ναζί, οι λογοτέχνες ευαισθητοποιούνται, παρ’ ότι αυτό επιδέχεται πολλές αντιρρήσεις.
Στα σχετικά με το Ολοκαύτωμα έργα, οι Εβραίοι συγκροτούν μεν ένα σώμα, το οποίο ωστόσο, στερείται της εθνικής ταυτότητας κι επομένως συνείδησης και πάντοτε παρουσιάζεται σ’ αντιδιαστολή με τους Έλληνες, απηχήσεις του οποίου βρίσκουμε και στο Γιούντιν. Αρκεί να δούμε την ανακούφιση μερικών Εβραίων, στο άκουσμα (ψευδές), πως αντί για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα τους οδηγούσαν σε μια χώρα δική τους, στα πολωνικά εδάφη, την Κρακοβία. «Αλλά επειδή τα βάσανα των Εβραίων μέσα στη Θεσσαλονίκη ήταν μέχρι τότε πάρα πολλά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που διέδιδαν ότι «καλύτερα να μας πάνε στην Πολωνία για να σωθούμε…» (σελ. 147). Από αυτές τις θέσεις θ’ αποστασιοποιηθεί η αφηγήτριά μας, της οποίας η συνείδηση θα μετακινηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, πέρα από την έννοια της φυλής.
Ποια όμως είναι η πρόσληψη από εμάς, σαν αναγνωστικό κοινό, του φορτίου, που φέρει στις αποσκευές της η Αντζέλ; Φυσικά, μια πρόσληψη τέτοιου είδους βιβλίου, προϋποθέτει τη συνήθως κοινή πεποίθηση, πως η κατατιθέμενη μαρτυρία είναι εξ ολοκλήρου πραγματική και καθόλου κατασκευασμένη (σε επόμενη ενότητα, θα δούμε και την αφηγηματική τεχνική που μεταχειρίζεται ο Ρωμανός επ’ αυτού). Αυτό, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, ενισχύεται κι από την ευθεία κατάθεση της εμπειρίας σε α’ πρόσωπο, ακόμα κι αν αυτό είναι το προσωπείο μιας δεύτερης (και πάλι πρωτοπρόσωπης) αφήγησης, όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μας· θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για λόγο παρενδυσίας ύφους, με τον Ελιάν να είναι συμβατικά κρυμμένος πίσω απ’ το πρόσωπο της Αντζέλ.
«Η μίμηση της «μαρτυρίας», δηλαδή η παρακολούθηση του ιστορικού γεγονότος σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις από «απόσταση αναπνοής» μέσα από την παράλληλη ενίσχυση της αναφορικότητας και της αυτοβιογραφικότητας, είναι κοινή πρακτική στους λογοτέχνες», σημειώνει η Αμπατζοπούλου (ό.π. σελ. 102). Ας δούμε θεωρητικά, λίγο σύντομα, την πρακτική αυτή κι ας προσπαθήσουμε να την προσδιορίσουμε ενδο-κειμενικά. Πρώτος στόχος των μυθιστορημάτων, που η αφήγησή τους περιστρέφεται γύρω από ιστορικά γεγονότα, είναι η αποτύπωση του βιωμένου φορτίου στον αφηγητή και η ταύτισή του με το συγγραφέα, πεποίθηση που υπάρχει στο Γιούντιν, ως την ομολογία-αποστροφή του συγγραφέα στο κοινό της σελίδας 352: «Δεν νομίζω πως έχει νόημα να κρύβομαι άλλο… Με λένε Ελιάν Καζάκογλου. Και ό,τι έχετε διαβάσει μέχρι τώρα, εγώ το έγραψα», μαρτυρία, που σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει την αφήγηση-ντοκουμέντο, αφού το πρωταρχικό υλικό είναι η αφήγηση της Αντζέλ. Η ιστορία του αφηγητή παρουσιάζεται αληθινή, αναμφισβήτητη, με αυτονόητη αλήθεια. Ωστόσο, πολλές φορές, υπολανθάνει η όντως ταύτιση (πνευματική) συγγραφέα και αφηγητή, με τον πρώτο να μεταβιβάζει πολλά δικά του στοιχεία στο δεύτερο. Έτσι, ίσως οδηγηθούμε στην περαιτέρω κατανόηση της στροφής των δύο ηρωίδων στη λογοτεχνία. Οι σκέψεις κλειδώνονται στο χαρτί, πριν προλάβουν κάποιες φορές να περάσουν στην πραγμάτωση (ο αυτοεγκλεισμός που θα δούμε παρακάτω). «Ο ρόλος του αφηγητή είναι ένας: να πείσει τον αναγνώστη για την αυθεντικότητα της αφήγησης» (ό.π. σελ 105).
Το ευτύχημα με το Γιούντιν είναι, πως σε τελικό επίπεδο ο αφηγητής μένει γυμνός μπροστά μας και μας αποκαλύπτει εν συνόλω τις δομές του βιβλίου: «…έχω ένα περίεργο συναίσθημα. Νομίζω πως με αυτή την ταινία περισσότερα πράγματα έκρυψα παρά φανέρωσα. Θα μ’ άρεσε κάποτε να γράψω ένα βιβλίο αλλιώτικο από όλα όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Δηλαδή, σαν να ήμουν ένας αφηγητής που έκρυβε μέσα του έναν άλλον αφηγητή που εστίαζε μέσα από έναν τρίτο, ο οποίος με τη σειρά του έκρυβε κι άλλον κι άλλους… Ένας συγγραφέας Μπάμπουσκα […] Σε σχέση με τόσα ντοκουμέντα που πέρασαν από τα χέρια μου, και πάρα πολλά που δεν τα ανέφερα, πιστεύω πως εκείνο που έχει σημασία σε ένα μυθιστόρημα δεν είναι η αλήθεια των ντοκουμέντων, αλλά η αλήθεια της μυθοπλασίας» (σελ. 364), μια αλήθεια εμβαπτισμένη στο δοχείο της Ιστορίας.

Ιστορία και Ιστορικές συμβάσεις

Το βιβλίο, ίσως από τα λίγα που αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό ιστορικά ντοκουμέντα, μεταχειρίζεται ένα μεγάλο αριθμό, ημερομηνιών, γεγονότων, προσώπων, τα οποία τοποθετεί στο λογοτεχνικό του γίγνεσθαι. Ήδη, ο τίτλος, όπως επισημάναμε στην αρχή, είναι το τριγωνικό σύμβολο, με το οποίο στιγματίστηκαν χιλιάδες Εβραίοι την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Η ιστορία του, μαρτυρημένη στη διεθνή βιβλιογραφία, παραδίδεται στη σελίδα 58: «Η Λόρυ ξέρει την ιστορία του συμβόλου στην πόλη. Αυτά τα κίτρινα υφασμάτινα άστρα με την εξάλφα, το άστρο του Δαβίδ, στη Θεσσαλονίκη τα ετοίμαζαν οι ίδιοι οι Εβραίοι, για τους συμπατριώτες τους. […] Στην αρχή κάποιοι σκέφτηκαν να γράφουν τη λέξη Γιούντα, Jüda, για τους άντρες και Γιούντιν, Jüdin, για τις γυναίκες». Η επίσημη διαταγή του Μέρτεν, διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, η οποία προστίθεται για να επιβεβαιώσει την ακρίβεια των πληροφοριών όριζε: «1. Όλοι οι Εβραίοι οι κατοικούντες εν Θεσσαλονίκη […] πρέπει αμέσως να φέρουν διακριτικόν σήμα ως Εβραίοι», ενώ στις 12 Φεβρουαρίου του 1943, συμπληρώνεται με τον προσδιορισμό του σήματος, ως το Άστρο του Δαυίδ (Κουζινόπουλος, (2005), σελ. 51).
Ωστόσο, αυτή είναι η πρώτη από μια σειρά ιστορικών αφηγήσεων, τις οποίες, ανατρέχοντας κανείς στην καταγεγραμμένη ιστορία, μπορεί να επιβεβαιώσει, όπως τα ονόματα των «δημίων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης», Μπρούνερ, Μέρτεν και Βιτσελίνι. Επιπλέον, η περιγραφή, εν πρώτοις της κατασκευής και λειτουργίας του «Νοσοκομείου Χιρς» και η μετατροπή του στο φρικτό «Γκέτο Χιρς», ζωντανεύει τις αφηγήσεις ανθρώπων, που το βίωσαν σε όλη του τη φρικαλεότητα: «Φρουροί που τους φώναζαν να κάνουν γρήγορα. Τους στριμώχνανε σε φορτηγά βαγόνια […] Κλοτσούσαν, χτυπούσαν με το βούρδουλα και τον υποκόπανο, έβριζαν και χαστούκιζαν όσους καθυστερούσαν ή δεν μπορούσαν να ανεβούν», θα πει η Ελευθερία Δροσάκη (ό.π. 61), ενώ θα διαβάσουμε στο βιβλίο μας (σελ. 145): «Και ο τενεκεδομαχαλάς του Χιρς μετατράπηκε σε εφιάλτη, έγινε το γκέτο Χιρς. […] Σ’ αυτά (ενν. τα βαγόνια), ενώ μετά βίας θα χωρούσαν είκοσι άνθρωποι, στοιβάζονταν εβδομήντα κι ογδόντα άτομα για ένα ταξίδι, που συνήθως κρατούσε πάνω από βδομάδα». Η συστοιχία προφανής κι η ένταση, είτε ο φακός είναι εστιασμένος στο «Χιρς», είτε μετακινείται στο Άουσβιτς, αμείωτη.
Θα σταθούμε σε δύο ακόμη ιστορικά μαρτυρούμενες αναφορές του βιβλίου, για διαφορετικό λόγο στην κάθε μία. Η πρώτη, είναι η αφήγηση του Αφού, ενός πικαρικού χαρακτήρα στη δούλεψη του Μωύς, του άντρα της Λέα, σχετική με τα γεγονότα της Πλατείας Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου του 1942, στην οποία θα εντοπίσουμε, όχι μόνο ιστορικές συμβάσεις, αλλά και μια λογοτεχνική τεχνική, που αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα γραφής του Γιούντιν. Η δεύτερη, είναι η αφήγηση της Αντζέλ σχετικά με το ρόλο που διαδραμάτισε ο αρχιραββίνος Κόρετς στους διωγμούς των Εβραίων, που ενισχύει το ανθρωπιστικό και αμερόληπτο προφίλ της.
Έτσι, ο Αφού, σταλμένος απ’ το Μωύς για ίδιους λόγους, θα σταθεί σ’ ένα μαγαζί και θα παρακολουθήσει την κίνηση στην πλατεία. «Κι οι Οβριοί ερχόντανε, αφού… κανένας δεν το ‘σκαγε, αφού… κανένας ;! Ήρθε και μεσημέριασε κι ακόμα τους κουμαντάριζαν […] Κι οι Γερμανοί με τα όπλα τούς βάζανε στη γραμμή. […] Και όλο έρχονταν και τελειωμό δεν είχαν. Κι ένας ξερακιανός, κοντός, δεκανέα τον είπανε, τους έβαζε να κάνουνε ασκήσεις, και να πηδάνε στο ένα πόδι» (σελ. 28). Παρόμοια, θα μιλήσει κι η Δροσίκη (ό.π. σελ. 27): «Υποχρέωναν τους άνδρες να πηδούν, να κάνουν τούμπες, να κυλιούνται στο έδαφος, να σέρνονται μέσα στη σκόνη κι να εκτελούν γελοίες γυμναστικές ασκήσεις, ενώ τους χτυπούσαν, τους έφτυναν και τους έβριζαν χυδαία». Λίγο παραπάνω, ο Αφού θ’ αναφερθεί σε άτομα που φωτογράφιζαν τους Εβραίους, η περίπτωση των φωτογραφιών Αυστριακού στρατιώτη, που βγήκαν στο φως τη τελευταία δεκαετία.
Ο συγγραφέας θ’ αξιοποιήσει στις ήδη βεβαρημένες περιγραφές το «τέχνασμα αληθοφάνειας» (effet de reel), εμμένοντας σε μια, φαινομενικά, ασήμαντη λεπτομέρεια, εστιάζοντας σε κάτι «μικρό», μέσα στο χάος. Ο Αφού, μιλώντας για τη συγκέντρωση των Εβραίων, θα σταθεί σε αντίστοιχες λεπτομέρειες: «Κι ήτανε και κάτι λιμά δεντράκια, ακακίες, κι έπιασα ένα στο στενό, στην Καλαποθήκη, απέναντι από ‘κει που τώρα σταματάνε τα λεωφορεία…». Με το τέχνασμα αυτό, φαίνεται να γίνεται πιο πιστευτή η παρεχόμενη μαρτυρία.
Θα περίμενε κανείς ένα βιβλίο με συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς τους διωγμούς των Εβραίων την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, να είναι εν μέρει μεροληπτικό –τουλάχιστον θα ήταν συγχωρητέο. Η πρωτοπρόσωπη επιπλέον αφήγηση και μάλιστα από μια γυναίκα, της οποίας η προσωπική ζωή αναταράχτηκε και επαναξιολογήθηκε, αφήνει ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν μπορεί να λεχθεί με σιγουριά, αν είναι η ιδιοσυγκρασιακή «κατασκευή» του χαρακτήρα της Αντζέλ, ή το χρέος του ιστορικού, που διαποτίζει τις σελίδες του βιβλίου, πάντως τέτοιου είδους καταστάσεις δεν ευνοούνται.
Το πλέον ατράνταχτο παράδειγμα, που υποστηρίζει την παραπάνω θέση, είναι αναφορά στο πρόσωπο του αρχιραββίνου της Θεσσαλονίκης Σεβή Κόρετς και του σκοτεινού ρόλου, που έπαιξε στα τότε γεγονότα. Γι’ αυτόν, θα μιλήσει η Αντζέλ, πέρα από φυλετικές ταυτότητες ή ανθρώπινα μίση και θα πει ότι «κάποιοι είπαν πως ήταν καταναγκασμένος να το κάνει και άλλοι πως ενσυνείδητα συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Νομίζω πως η αλήθεια βρισκόταν μεταξύ της απελπισίας που τον κατείχε, των γερμανόφιλων εμμονών του και της νοητικής του ανικανότητας για σύλληψη της πραγματικότητας» (σελ. 140). Θα τον ψέξει για τη στάση του, απότοκο της οποίας ήταν η θανάτωση, άνευ αντίστασης, χιλιάδων Εβραίων, για να προσθέσει στο τέλος: «Κι αυτά είναι πράγματα που δεν τα χωράει το μυαλό μου». Κατόπιν, θα αναφερθεί και στους διωγμούς των Εβραίων της Βέροιας στις 22 Φεβρουαρίου του 1943 και στον παρασκηνιακό ρόλο του Κόρετς, γεγονότα, που η ιστορική έρευνα του Πολυχρόνη Επενεκίδη, θα επιβεβαιώσει αργότερα. Η αναφορά αυτή, θα καταδείξει την ανθρωπιά, που κρύβεται μέσα στην Εβραία γυναίκα, που καταφέρνει να μετατρέψει σε ιστορική αφήγηση, απομακρυσμένη από οποιοδήποτε ψυχικό φορτίο, γεγονότα οδυνηρά στη μνήμη.

Το «Τραύμα» και η διαχείριση του - Ψυχολογία Διωγμού

Είδαμε, εν περιλήψει, πως λειτουργεί η ιστορία στην κατασκευή του βιβλίου και πως μεταχειρίζονται πρόσωπα, καταστάσεις και συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία παραδίδονται σ’ εμάς καλυμμένα υπό το μανδύα της λογοτεχνικής αφήγησης και κάποιες υπολανθάνουσες σχέσεις, είτε εσωτερικών νημάτων, είτε εξωτερικών που αναπτύσσονται σε σχέση με την Ιστορία και τη Λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος. Η δημιουργία χαρακτήρων, υποκείμενων σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, με έμφυλα ταυτοτικά στοιχεία, προϋποθέτει τη γνώση των ψυχολογικών δομών αυτών των ανθρώπων. «Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της κλασικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης στα έργα της μυθοπλασίας, είναι η ψευδαίσθηση της αναπαράστασης του ψυχολογικού κόσμου των προσώπων» (Αμπατζοπούλου, (1998), σελ. 102). Η μελετήτρια Dorrit Cohn θα εξηγήσει παρακάτω, ονομάζει την τεχνική αφήγησης αυτή «ψυχαφήγηση», δηλαδή προσπάθεια ταύτισης με το μάρτυρα και μετατροπή της μαρτυρίας σε λογοτεχνική αφήγηση. Έτσι τώρα, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε το ψυχικό φορτίο των Εβραίων-διωγμένων, τη λειτουργία αυτού στη ψυχοσύνθεση της Λόρυ, αλλά και το χειρισμό του «Τραύματος» απ’ τη σκοπιά της Εβραίας αφηγήτριας.
«Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτό τον κόσμο. […] Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροι φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές» (Arendt, Εμείς οι πρόσφυγες, 2004, σελ. 4). Δεν πρόκειται για την απώλεια της ταυτότητας, των χαρακτηριστικών που συγκροτούν τα άτομα ανάγοντάς τα δε πολιτισμικές και ιστορικές μοναδικότητες. Τα ταυτοτικά στοιχεία ενυπάρχουν ως ενσώματη επιτέλεση, ως εμπειρία, ως μνήμη, ως νόστος, μα ωθούνται στη λησμονιά. Εξαναγκάζονται σε διωγμό με παρόμοιο τρόπο που και οι ίδιοι εκδιώχθηκαν, αποθέτοντας τα κομμάτια τους στο δρόμο προς την εξορία.   
«Μας είπαν να ξεχάσουμε και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί». Η παρότρυνση στη λήθη δεν αφορά μόνο τη βία των εμπόλεμων συγκρούσεων, το φόβο των διωγμών, τη φρικαλεότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αφορά τη λησμονήσει του εαυτού, της πολιτισμικής, ιστορικής, κοινωνικής συνθήκης που παρήγαγε και ανάθρεψε τους ανθρώπους που έμελλε να μετατραπούν σε διωκόμενους. Αφορούν τον προσδιορισμό τους μέσα από τα λιγοστά υπάρχοντα που μπορεί να κουβαλάνε μαζί τους, αφήνοντας πίσω τον μεγαλύτερο όγκο των πραγμάτων που καθόριζαν την αλλοτινή τους ζωή. Τα ελάχιστα που φέρουν εννοούνται ως τα στοιχειώδη, όπως στοιχειώδης αναδεικνύεται και η ίδια τους η ύπαρξη.
Η παραπάνω ,μαρτυρία, καταγεγραμμένη από ψυχολόγους, αποδίδει το αίσθημα της ανοικείωσης των διωγμένων με ό,τι αφορά την προ-διωγμού ζωή τους. Τις ίδιες καταστάσεις θα εντοπίσουμε και στην περίπτωση της Λέα, που θα ωθηθεί σε μια φάση λησμόνησης, προερχόμενη από εσωτερικές διαδικασίες. Μετά την εμπειρία του Άουσβιτς, η Λέα θα παραδοθεί σε μια εσωτερική αυτοβύθιση, συνοδευόμενη από μεγάλες σιωπηρές παύσεις, έως ότου οδηγηθεί, τελικά, σε άσυλο πάσχοντας από άνοια. Η διήγησή της για το πώς αισθανόταν οι έγκλειστοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης πραγματώνει τις παραπάνω θέσεις ώθησης απώλειας οποιουδήποτε ταυτοτικού στοιχείου (σελ. 160): «Μια γυμνή κουρεμένη γυναίκα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς χαρτιά, χωρίς όνομα, είναι μόνο ο αριθμός που χάραξαν στο χέρι της. στους κλιβάνους κάηκαν οι ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, αλλά και θανάτου. Χωρίς κανένα χαρτί είναι σαν να μην υπάρχει. Δεν μπορεί ν’ αποδείξει πια να ζει, ή αν πέθανε. […] Τα μάτια φοβισμένα· πριν χαθούν στα κρεματόρια θα έχει γίνει καπνός ακόμη και ο φόβος του θανάτου από τα βλέμματά τους. Ένας θάνατος πριν από τον θάνατο. […] Οι μνήμες θερισμένος καπνός». Κάθε έννοια της προσωπικότητας/ατομικότητας χάνεται κι η έγκλειστη νιώθει ένας αριθμός μεταξύ άλλων αριθμών, αδυνατώντας να προσδιορίσει την ταυτότητά της. Εδώ παραβάλλουμε την ίδια αίσθηση του Αλέξανδρου, όταν ελεύθερος πια (;) απ’ το στρατόπεδο του Μπέλσεν, θα καταταγεί στον Ερυθρό Στρατό (σελ. 279): «Από την άλλη ήμουν ο Κρασνοαρμίιτς, γραφέας του μεταφραστικού, με αριθμό μητρώου Δ 928194… κι αυτό σήμαινε πως υπήρχα. Αλλά, μόνο έτσι… και για τη συγκεκριμένη δουλειά».
Ας φανταστούμε τώρα, τη δυναμική του βιωμένου εγκλεισμού της Λέα στη ψυχοσύνθεση της Λόρυ, φορτίο, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. ο πραγματικός εγκλεισμός της μητέρας τής, θα οδηγήσει σε συνθήκες εσωτερικού εγκλεισμού για τη Λόρυ, ένα αυτοεγκλεισμό με τάσεις μαζοχισμού, ενοχικών αιτίων. Το παρελθόν τής είναι άγνωστο, ενώ διαδοχικά, ρήγνυνται οι δεσμοί της με μέλη του στενού της περιβάλλοντος, την μητέρα της, τον πατέρα της, αλλά και την ίδια την Αντζέλ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που η Λόρυ καταλήγει στην ψυχανάλυση. Μάρτυρες των συνεδριών της με τη ψυχαναλύτρια της θα γίνουμε κι εμείς, διαβάζοντας δύο ολοκληρωμένες καταθέσεις και τις σημειώσεις της τρίτης.
Νομίζω, πως δε χρειάζεται ν’ αναφερθούμε στις επιπτώσεις του Πολέμου περαιτέρω, αλλά αξίζει να προσεγγίσουμε την παρουσία και τη λειτουργία του «Τραύματος» στο Γιούντιν. Ως «Τραύμα», θα ορίσουμε ένα γεγονός, για το οποίο ένας λαός θρηνεί σ’ όλη του την πορεία, όπως η Άλωση της Κωνσταντινούπολης για τους Έλληνες· εν προκειμένω, η «Τελική Λύση» των κρεματορίων για τους Εβραίους. Η Αντζέλ θα μιλήσει, όχι μόνο για την εμπειρία του «Τραύματος», αλλά και για το επέκεινα, ανθρωπιστικά φορτισμένο (σελ. 332): «Κάηκαν όλα, όπως καίγεται ένας τόπος που πέφτει επάνω του καυτή λάβα. Και αφού εξαφανιστεί κάθε έννοια ζωής, στο τέλος καίγεται και το ίδιο το χώμα. Σε μια τέτοια γη μπορεί μετά από χρόνια κάτι ν’ αρχίσει να βλασταίνει, μεταφερμένο από ανέμους μνήμης. Και σιγά σιγά να γεννηθούν νέα φυτά, νέα όντα, νέες ψυχές. Και κάποιοι ν’ αρχίσουν να συλλαβίζουν απ’ την αρχή γλώσσα κι ελπίδα. Την ελπίδα να φτάσουν ποτέ ξανά στο Ολοκαύτωμα και στον Θεό του».

Το διακείμενο του διωκόμενου Εβραίου

Η ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα διαμόρφωσε την εικόνα του Εβραίου και την παρέδωσε ποικιλοτρόπως· οι Εβραίοι πέρασαν, όπως είδαμε στην αρχή από διάφορα στάδια, υποκείμενα όλα στο λογοτεχνικό κανόνα του καταραμένου Ιουδαίου, του συνεχώς αεικίνητου, του περιπλανώμενου. Εμείς θα σταθούμε στα κείμενα εκείνα που συνομιλούν με το Γιούντιν αρχικά σε χωρικό επίπεδο, παραγωγή ισομεγέθης κι εξίσου σημαντική με την κινούμενη στα Γιάννενα, πόλη με σημαντική εβραϊκή παρουσία και εξίσου οδυνηρή κατάληξη, απ’ τα οποία θα μας απασχολήσει μόνο ο Σαμπεθάι Καμπιλής.
Χρονικά πρώτος, ο Βασίλης Βασιλικός με το βιβλίο του Θύματα Ειρήνης (1956) και τη συλλογή διηγημάτων Αναμνήσεις από τον Χείρωνα και άλλες Ιστορίες (1974), όπου στη αφήγηση, όπως ακριβώς και στο βιβλίο μας, παρεμβάλλονται «πραγματολογικά στοιχεία, αποσπάσματα από συνεντεύξεις, ή από δημοσιογραφικό ρεπορτάζ» (ό.π. σελ. 324). Πρωταγωνιστής, ο Εβραίος φίλος του συγγραφέα, Ίνο, που η προσωπική του ιστορία θα συμπλακεί με τις τύχες των εβραϊκών περιουσιών μετά; Τη λήξη του Πολέμου.
Σε παρόμοιο κλίμα, θα γράψει κι η Κωστούλα Μητροπούλου τη Ραχήλ της Σαλονίκης (1960), όπου η αφηγήτρια, σε πρώτο πρόσωπο, θα μιλήσει για τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη και την εμπειρία της φιλίας της ,με τη Ραχήλ, μια Εβραιοπούλα, ορφανή από μητέρα, που με τον πατέρα της θα βιώσουν τους διωγμούς και την προώθηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αφηγήτρια με τη αδερφή της θα συνεχίσουν να γράφουν στη Ραχήλ σε άγνωστη διεύθυνση, έως ότου μαθευτεί η τραγική της κατάληξη. Η τελευταία επιστολή θα επιδοθεί στο «δάσος της μνήμης» στο Ισραήλ, στις 26 Απριλίου, ημέρα επετείου της συλλογικής, πλέον, «μνήμης».
Τελευταίος, ο Γιώργος Ιωάννου, με τη Σαρκοφάγο (1953) και το διήγημά του Το κρεβάτι, όπου θα διαφοροποιηθεί θέτοντας κέντρο του μύθου, όχι τον ίδιο τον Εβραίο αυτή τη φορά, αλλά τα αντικείμενα που αυτός μεταχειρίστηκε και λεηλατήθηκαν την περίοδο των διωγμών, το ρόλο των οποίων είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. «Το διήγημα περιλαμβάνει ένα χρονικό του διωγμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ενώ στον ιστό του, ο πρωταγωνιστής, το κρεβάτι, ρυθμίζει τους υπόλοιπους ρόλους και την παραγωγή σημασιών: το κρεβάτι ανήκει στον παιδικό χαμένο φίλο» (ό.π. σελ. 299) και γίνεται φορέας σημασίας ερωτισμού· ενός ερωτισμού ανδρωμένου σ’ ένα κλίμα θανάτου, αντίστοιχο μ’ αυτό μέσα στον οποίο γεννήθηκε η Λόρυ.
Ο Χατζής, με το Σαμπεθάι Καμπιλή του Τέλους της μικρής μας πόλης (1953), παρ’ ότι θ’ αναφερθεί στο διωγμό των Εβραίων των Ιωαννίνων, θ’ αξιοποιήσει ιστορικά πρόσωπα, παραλλάσσοντας το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο θα τα ενσωματώσει. Εκεί, θα παρακολουθήσουμε τη σύγκρουση δύο μελών της κοινότητας, του πλούσιου εμπόρου και αρχηγού της Σαμπεθάι Καμπιλή και του προοδευτικού, θρεμμένου με ριζοσπαστικές ιδέες, Γιοσέφ Ελιγιά. Οι μάταιες προσπάθειες του Καμπιλή, τόσο να περισώσει ό,τι μπορεί στον ερχομό των Γερμανών, όσο και να αντισταθεί στον πειρασμικό νεωτερισμό του Ελιγιά, θα δημιουργήσουν συνθήκες εσωτερικών συγκρούσεων, που θα συνθλιβούν υπό το βάρος της ιστορίας.

Είδαμε, στην τελευταία ενότητα, βιβλία (κάποια σταθμούς) σχετικά με τη λογοτεχνική παρουσία του Εβραίου στην ελληνική παραγωγή. Κοντά σ’ αυτά, έρχεται να προστεθεί μια σωρεία ιστορικών ντοκουμέντων και μαρτυριών. Ποια η θέση του Γιούντιν μέσα σ’ αυτά τα βιβλία; Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε παλίμψηστο, καθώς εσωκλείει τόσο μία, ευθύγραμμα κινούμενη αφήγηση, παράλληλα με την ιστορική, όσο και μεγάλο αριθμό στοιχείων, που καθιστούν ολόκληρα τμήματά του, μέρη ενός λογοτεχνικού εγχειριδίου ιστορίας.
Είναι αλήθεια, πως από το 1980 και έπειτα, υπήρξε μια μεγάλη στροφή προς το ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Lukàcs θα μιλήσει για  «φυγή απ’ τη σκληρή πραγματικότητα». Όταν η περίοδος είναι προβληματική, ο συγγραφέας την παρακάμπτει και στρέφεται στη μυθοπλασία, η οποία εμφιλοχωρεί στην ιστορία. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα του 2012 είναι η απάντηση στο σημερινό κοινωνικό μυθιστόρημα, που κατακλύζει την αγορά. Η αντιπαράθεση με την ιστορία αντικαθιστά τον κοινωνικό προβληματισμό ή την έκφραση της ατομικότητας των συγγραφέων.  
Κλείνοντας, θα αναφερθούμε στο Χατζή, ο οποίος θα πει, πως ήθελε να μιλήσει για το «δικό του Καμπιλή». Νιώθω, πως αυτό είναι και το κάλεσμα του Ρωμανού, να ακούσουμε τη δική του Αντζέλ και να περάσουμε σε μια ενόραση ιστορικού φάσματος, εσώκλειστου σε λογοτεχνικά καλούπια.
Ευχαριστώ για το χρόνο και τη προσοχή σας!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ρωμανός Γιώργος, Γιούντιν, Άγκυρα, Αθήνα, 2012
Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, Ο άλλος εν διωγμώ, Θεμέλιο, Αθήνα, 1998
Κουζινόπουλος Σπύρος, Υπόθεση Αλόις Μπρούνερ, Ιανός, 2005

*Ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος είναι φιλόλογος. Το κείμενο της μελέτης αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην Κοζάνη και στο βιβλιοπωλείο «Μορφωτικό Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο», στις 22. 12. 2013.

***

Ξανθάκος Γιώργος*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, Μυθιστόρημα, σελ. 411, Εκδόσεις Άγκυρα

Το μυθιστόρημα «Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη», αφηγείται τη διαδρομή μιας οικογένειας Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης, καθώς και ορισμένων ελλήνων Χριστιανών που συνδέθηκαν μαζί τους, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην καταστροφική-διαλυτική επίδραση της Γερμανικής κατοχής, του Ολοκαυτώματος και του Εμφυλίου, και τις συνέπειές τους για τις επερχόμενες γενιές.
Ο χρόνος εκτείνεται από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι, περίπου, το τέλος της δεκαετίας του1980.
Ο χώρος είναι κυρίως η Θεσσαλονίκη, αλλά και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, Άουσβιτς και Μπέργκεν Μπέλσεν. Εξάλλου, η περιπέτεια ενός από τους χαρακτήρες του βιβλίου, τον οδηγεί μέχρι τα στρατόπεδα εργασίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τα γνωστά Γκουλάγκ.
Βασική αφηγήτρια είναι η Αντζέλ, η οποία, μαζί με την αδελφή της Λέα και τη Λόρυ, την κόρη της Λέα, είναι οι τρεις γυναικείοι χαρακτήρες στους οποίους επικεντρώνεται ο μύθος. Γι’ αυτό και ο τίτλος του μυθιστορήματος, αναφέρεται σε εβραία γυναίκα.
Η Αντζέλ είναι αυτή που έχει έναν συνεχή διάλογο με την Ιστορία και με τα όσα συνέβησαν στους εβραίους της Θεσσαλονίκης. Για πολλά χρόνια, ερευνά τον ρόλο που έπαιξαν κυρίως στη διάρκεια της κατοχής και του εμφύλιου, πλην των Γερμανών, επιφανή πρόσωπα της εβραϊκής κοινότητας, αλλά και οι άντρες της οικογενείας της: Ο πατέρας της, ο επιχειρηματίας Ερρίκος Μπεφόρ, καθώς και ο σύζυγος της Λέα, ο Μωύς, συνεργάτης στις επιχειρήσεις του Ερρίκου, άνθρωπος που ξέρει να ελίσσεται σε όλες τις καταστάσεις, σκληρός και αδίστακτος. Βασικό ρόλο στην έρευνα της Αντζέλ, παίζει και ο Αλέξανδρος Παυλίδης, ο μεγάλος, ιδεαλιστικός έρωτας της Λέα, καθώς και ο πατέρας του Αλέξανδρου, που είναι από παλιά συνεργάτης του Ερρίκου. Ένα ακόμη σημαντικό πρόσωπο είναι ο Ελιάν, σκηνοθέτης, που γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για τη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Συνδέεται ερωτικά με τη Λόρυ, την ανεψιά της Αντζέλ.
Η Αντζέλ, όμως, δεν ψάχνει την ιστορία της πόλης και των Ελλήνων Εβραίων, με φιλοδοξία να γράψει ένα βιβλίο ιστορίας. Τη στάση και τις προθέσεις της, τις αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος:
«Από χρόνια ένιωθα θεατής και αναγνώστης της ζωής μου. Συγκέντρωνα αποκόμματα εφημερίδων, μάζευα φωτογραφίες, γράμματα, σημειωματάρια. Συζητούσα πολύ και άκουγα προφορικές αφηγήσεις. Μελετούσα κάθε βιβλίο που θα μπορούσε να μου ολοκληρώσει την εικόνα της Θεσσαλονίκης, πριν, κατά, και μετά την κατοχή, και κυρίως διασταύρωνα πληροφορίες. Ενδιάμεσα, έγραφα και τα… δικά μου. Κάτι σαν μυθιστόρημα με παρένθετα ντοκουμέντα, φωτογραφίες, έγγραφα.» Και λίγο παρακάτω θα πει: «Πάνω απ’ όλα ήθελα να καταλάβω… να απαντήσω στα δικά μου γιατί. Και τα στοιχεία μου είχαν σχέση κυρίως με τη διάλυση και καταστροφή της οικογένειάς μας. Με οτιδήποτε αφορούσε τους δικούς μου ανθρώπους, τη γενιά μας, τη φυλή μας…»
Σ’ αυτές τις δύο παραγράφους, του πρώτου κεφαλαίου, ο Γ. Ρ., μέσω της Αντζέλ, οριοθετεί και διακρίνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί το μυθιστόρημά του. Καταρχήν, δεν πρόκειται για ένα βιβλίο ιστορίας. Δεύτερο, και εξόχως σημαντικό: Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, με την έννοια που πιθανόν, ως αναγνώστες, έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή, δεν θα παρακολουθήσουμε ιστορικά γεγονότα, δοσμένα μέσα από την πορεία κάποιων χαρακτήρων. Το ακριβώς αντίστροφο: Θα παρακολουθήσουμε τη μυθοπλασμένη και δραματοποιημένη πορεία, ψυχολογική εμβάθυνση και εξέλιξη των χαρακτήρων, σε διαλεκτική σχέση με την ιστορία. Η στάση, κυρίως της Αντζέλ αλλά και του Ελιάν, απέναντι στην επίσημη εκδοχή της Ιστορίας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, είναι κριτική και αποκαλυπτική.
Κι εδώ, προκύπτει το εξής ζήτημα: Η μυθοπλασία επιτρέπεται μέχρι και να παραλλάσσει την επίσημη εκδοχή της Ιστορίας, εφόσον αυτό γίνεται λογοτεχνικά πειστικό. Αλλά, η επίσημη Ιστορία δεν επιτρέπεται να πλαστογραφείται και να επινοείται, όπως συχνά συμβαίνει. Σε αντίθεση με αυτή την πρακτική, ο Ρ. στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, αντιπαραθέτει τις επινοημένες ιστορίες των άσημων ανθρώπων της εποχής, δηλαδή των χαρακτήρων του βιβλίου, απέναντι στην επίσημη Ιστορία. Κυρίως αυτή κρίνεται, και όπου χρειάζεται επικρίνεται, με λογοτεχνικά ελεγμένο ύφος, με ακρίβεια και ευθύνη απέναντι στα γεγονότα.
Τα ιστορικά, πολιτικά στοιχεία της κάθε εποχής προβάλλουν μέσα από τις αφηγηματικές γραμμές. Έτσι, γίνονται αντιληπτές οι ευθύνες στις πράξεις του δράματος μεταξύ χριστιανών και εβραίων, στη Θεσσαλονίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Και πέραν του ναζισμού, που είναι ο αυτουργός του μεγάλου εγκλήματος, αναδεικνύεται το ζήτημα της συνευθύνης, χωρίς ο συγγραφέας να παίρνει τη ζυγαριά ενός δικαστή και να απονέμει ευθύνες κατά ποσοστό. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Ο ρόλος του είναι να αφηγείται με πραγματικά ή επινοημένα δρώμενα, τα οποία θέτουν ερωτήματα. Τις απαντήσεις θα τις δώσει ο αναγνώστης.

Στο πλαίσιο αυτού του τρόπου εξέτασης των ιστορικών γεγονότων και του καθοριστικού ρόλου που παίζουν στις ζωές των χαρακτήρων του βιβλίου, στήνονται δύο ερωτικές ιστορίες, που διατρέχουν όλο το μυθιστόρημα. Στην πρώτη, που αφορά τη Λέα, η οποία οδηγείται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο έρωτας είναι ιδεαλιστικός, βασισμένος στο μεγάλο ιδανικό μιας και μοναδικής αγάπης, για την οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει κάποιος.
Αντίθετα, στη δεύτερη ερωτική ιστορία που αφορά την κόρη της Λέα, τη Λόρυ, έχουμε μια γυναίκα ερωτικά απελευθερωμένη, με εμμονές που φτάνουν στα όρια του νοσηρού, ακόρεστη ερωτική βουλιμία και κυρίως ζωή χωρίς όρια και αναστολές. Η Λόρυ αποτελεί χαρακτήρα-εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς, της μεταπολεμικής. Βιώνει τις τραγικές επιπτώσεις που υπήρξαν μετά τον πόλεμο, τις κοινωνικές αλλά και τις ενδοοικογενειακές. Ζει μέσα σε μυστικά και ψέματα, φήμες και οδυνηρές απορρίψεις. Αναζητά την ταυτότητά της. Θέλει να αποτινάξει το βαρύ φορτίο του Ολοκαυτώματος και της διαλυμένης οικογένειάς της και να ζήσει ελεύθερη. Εξάλλου, στην πρώτη της ταυτότητα, την έχουν καταγράψει ως «Ελευθερία». Κι αυτό, είναι ένα έντονα σημειολογικό στοιχείο. Όμως, η Λόρυ έχει απύθμενες εσωτερικές συγκρούσεις. Και αντιδρά στο οδυνηρό και αποπνικτικό παρελθόν, με ακραίες συμπεριφορές, γίνεται αυτοκαταστροφική.
Μέσα από τον προβληματικό και περίπλοκο χαρακτήρα της, προβάλλει το ζήτημα της ψυχανάλυσης, που όλο και συχνότερα αφορά τους σύγχρονους ανθρώπους. Γι’ αυτό και οι αφηγήσεις της Λόρυ, είναι σημειώσεις που γράφονται με προτροπή μιας ψυχιάτρου. Πού θα καταλήξει; Θα καταφέρει να αναδυθεί από τα σκοτάδια της, στο φως; Σημαντικό το ερώτημα, γιατί αφορά μια νεότερη, τραυματισμένη γενιά.

Παράλληλα με τα επίπεδα της Ιστορίας και των δύο ερωτικών σχέσεων που αναφέραμε, μέσα από τις αφηγήσεις της Αντζέλ, προβάλλεται, ως πραγματικός πρωταγωνιστής, η πόλη, η Θεσσαλονίκη. Ένας μεγάλος πλούτος στοιχείων αναδεικνύουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, την καθοριστική της επίδραση στις ζωές των κατοίκων της. Οι περιγραφές δεν είναι στατικές αλλά εντάσσονται οργανικά και αποκτούν τη δική τους, δυναμική αλήθεια μέσα στο μυθιστόρημα.
Σ’ ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, παρουσιάζονται λεπτομέρειες από την προπολεμική Θεσσαλονίκη, τον τρόπο διαβίωσης, τα κέντρα διασκέδασης, τα ήθη της πόλης. Μια ειδυλλιακή, ανέμελη εποχή, λίγα χρόνια πριν την επερχόμενη καταστροφή, που τίποτε δεν την προϊδέαζε.
Αυτή την εποχή αφηγείται με νοσταλγία η Αντζέλ, που μέσα από τη ζωή της, τη διαρκή της έρευνα, γίνεται μια γυναίκα-μνήμη. Η μνήμη της οικογένειας, των εβραίων, η μνήμη της πόλης. Η ανεξιθρησκία της και η αντιπάθειά της προς κάθε φανατισμό και τοπικισμό, της  επιτρέπουν να ταυτιστεί με αυτή την πόλη-καράβι, όπως επιγράφεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Σ’ ένα της όνειρο, η Αντζέλ διηγείται: «οι εικόνες πέρναγαν από το νου μου αστραπιαία, σαν τις ψυχές που στοίχειωναν πολυκαιρισμένες βίλες, κοντά στη θάλασσα.» Και παρακάτω: «Ένα σιδερένιο τσέρκι μου έσφιγγε τους κροτάφους. Με τυραννούσε. Στεφάνι φτιαγμένο από πλήθος ασώματων αερικών: Βυζαντινοί επίσκοποι, Οθωμανοί καδήδες, χριστιανοί μάρτυρες, Τούρκοι κατακτητές, ραβίνοι στα διδακτήριά τους, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι. Η πόλη. Η πόλη. Μια ατελείωτη σειρά σκιών μέσα στη νύχτα του μυαλού μου, που στριφογύριζαν όπως οι φούστες των δερβίσηδων σε ίλιγγο χωρίς σταματημό.»
Η Αντζέλ είναι η πόλη. Η πόλη που πλέει στα νερά του Θερμαϊκού, αστέριωτη, όπως πλέει σε ωκεανό βροχής το λεωφορείο-καράβι που παίρνουν τυχαία, σε μια προπολεμική τους εξόρμηση, οι δυο αδελφές. Όπως, σε μια παλιά, χαρακτηριστική φωτογραφία, ο Μωύς, η Λέα και η Λόρυ μωρό «έμοιαζαν να μην ανήκουν στο χώρο. Έπλεαν. Άνθρωποι-καράβια.» Κι όμως, αυτή η πόλη δεν ταξιδεύει. Λικνίζεται πάνω στο νερό, μαζί με τους ανθρώπους της, φυλακισμένη στο απώτερο παρελθόν της. Και οι μνήμες της πονάνε.

Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, επίπεδο του βιβλίου είναι ο πόλεμος που στήνει η Αντζέλ με τον Θεό της όποιας θρησκείας. Οι φοβερές καταστροφές που έχει βιώσει, την έχουν κάνει να φιλοσοφήσει βαθιά περί της έννοιας του Θεού, κυρίως όπως τον προτείνουν οι διάφορες θρησκείες, και να έλθει σε θεμελιώδη αντιπαράθεση με ένα ον που δεν συμμετέχει, δεν αποτρέπει το Κακό, δεν αποδίδει δικαιοσύνη. Το κεφάλαιο με τίτλο «Το χρυσόψαρο και η γυάλα», αποτελεί ένα δοκίμιο περί της αντίληψης που έχει ή δύναται να έχει το ον άνθρωπος, για τον κόσμο και τον Θεό του.

Μετά από όσα αναφέρθηκαν έως τώρα, αντιλαμβάνεται κανείς, πως ένα τέτοιο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, με τόσο μεγάλη χωροχρονική έκταση, απαιτεί έναν ιδιαίτερο τρόπο κατασκευής. Γιατί, ενώ μια καλή ιστορική αφήγηση επιδιώκει την όσο το δυνατόν συνεπέστερη και ευθύγραμμη μετάδοση των γεγονότων, αντίθετα, όταν πρόκειται για μυθιστόρημα, αναζητείται κάθε φορά η αφηγηματική ενάργεια, η συνεπής και πειστική «πλαστική» του αφηγήματος, ως συνόλου. Αυτό είναι το μόνιμο λογοτεχνικό πεδίο του Ρ., επί δεκαετίες. Εδώ, λοιπόν, ο συγγραφέας επιζητά να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει τις αφηγηματικές τεχνικές της εποχής του. Επιλέγει να στήσει το μυθιστόρημα μέσα από πολλές σκοπιές, ξεχωριστές φωνές αφήγησης και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ειδικά, οι αφηγητές αναδύονται ο ένας μέσα από τον άλλον, σαν μπάμπουσκες, και στο τέλος υπάρχει μια απρόσμενη ανατροπή, ως προς το πρόσωπο του κύριου αφηγητή.
Αυτή η τεχνική δίνει στον Ρ. τη δυνατότητα να επιλέξει τα πιο καίρια επεισόδια της υπόθεσης και να τα εκθέσει με τον εναργέστερο τρόπο. Για παράδειγμα, οι αφηγήσεις της Λέα για το Άουσβιτς και το Μπέργκεν Μπέλσεν, ακριβώς επειδή εκτίθενται σε πρώτο πρόσωπο, από την ίδια, γίνονται συγκλονιστικά αυθεντικές στην απόλυτα τραγική τους διάσταση. Το ίδιο και οι αφηγήσεις του Αλέξανδρου, για τον τρόπο που απέδρασε, αλλά και για τη ζωή του στα Γκουλάγκ, όπου δίνεται συνολικά το ιστορικό δράμα εκείνης της εποχής. Το δράμα του κτηνώδους ολοκληρωτισμού, τόσο στο δυτικό, όσο και στο ανατολικό μπλοκ.
Εκτός του ότι, μέσω των διαφορετικών αφηγητών, το σύνολο κερδίζει σε συμπύκνωση, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της ιδιαίτερης οπτικής γωνίας, μέσα από την οποία ο κάθε χαρακτήρας βιώνει ένα  γεγονός, σε σχέση με το πώς βίωσε το ίδιο γεγονός ένας άλλος χαρακτήρας. Φορές, οι αντιλήψεις είναι τελείως αντιθετικές. Κι αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον αναγνωστικό ενδιαφέρον, και ως προς τα πρόσωπα αλλά και ως προς την πλοκή.
Τα μέσα και οι τεχνικές, λοιπόν, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ορίζουν εκείνη τη μορφή, που εναρμονίζεται όσο το δυνατόν πιο οργανικά, με το πολυεπίπεδο περιεχόμενο του μυθιστορήματος.
Συχνά, ο Ρ. μιλά αλληγορικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το κεφάλαιο με τίτλο «Το κήτος», όπου ο Εμφύλιος παριστάνεται συμβολικά ως θαλάσσιο τέρας που απειλεί να εξαφανίσει ολόκληρη την πόλη. Αλλού, η περιγραφή του κατεστραμμένου κήπου της βίλας, όπου κατοικούν οι Μπεφόρ, προοικονομεί τη διάλυση της οικογένειάς τους.
Ο Ρ. χρησιμοποιεί, επίσης, την τραγική ειρωνεία. Κάποιες άλλες φορές προβοκάρει εμφανέστατα. Η αλήθεια και το ψέμα, σ’ αυτό το μυθιστόρημα, συνυφαίνονται σε έναν ιστό που χρειάζεται την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, ώστε να τον ξετυλίξει.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της αφήγησης είναι τα εξωκειμενικά στοιχεία, όπως φωτογραφίες και ντοκουμέντα της εποχής, μερικά εκ των οποίων είναι σπάνια. Η ένθεσή τους στη ροή του κειμένου παίζει οργανικό ρόλο στην αφήγηση. Άλλοτε ενισχύουν τη δραματικότητά της και άλλοτε χρησιμεύουν ως δραστικά σχόλια. Εμβόλιμα τίθενται και κείμενα: ένα πασίγνωστο λαϊκό τραγούδι, ένα σπάνιο γιαννιώτικο στιχούργημα, ιστορικά ντοκουμέντα, δημοσιεύματα εφημερίδων, γραπτές εκθέσεις τραγικών προσώπων που επέζησαν του ολοκαυτώματος. Όλα αυτά, προσεκτικά και καίρια επιλεγμένα, όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως προς τα σημεία της αφήγησης όπου τίθενται, αποκαλύπτουν καλά κρυμμένα μυστικά, ολοκληρώνουν και αποδεικνύουν με την αυθεντικότητά τους την κριτική της επίσημης ιστορικής εκδοχής. Πέρα από προκαταλήψεις και παντός είδους σκοπιμότητες.

Σε ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου, περιγράφονται σκηνές από το ντοκιμαντέρ που γυρίζει ο Ελιάν. Αυτά τα κεφάλαια έχουν τίτλο «Το πρώτο μοντάζ», «Το δεύτερο μοντάζ» κτλ. Έτσι, δίνουν την αφορμή στον αναγνώστη να σκεφτεί το μυθιστόρημα στο σύνολό του, και ως ένα φιλμ που δημιουργείται μπροστά στα μάτια του. Γιατί, ακριβώς τα ποικίλα αφηγηματικά στοιχεία που περιγράψαμε μοντάρονται με τον τρόπο που μοντάρεται ένα φιλμ. Συνδιαλέγονται, εναλλάσσονται, αλληλο­συμπληρώνονται, ώστε να καταλήξουν σε μια συνολική, πολύπλευρη αίσθηση των θεμάτων, καταστάσεων και χαρακτήρων που αναπτύσ­σονται στο μυθιστόρημα.
Μόνο που στη λογοτεχνία, η όποια σκηνοθεσία, γίνεται πάντα μέσω της γλώσσας.
Η γλώσσα κατέχει ιδιαίτερα σημαντική διάσταση σε κάθε λογο­τέχνημα του Ρ. Σ’ αυτό το βιβλίο, ο ρυθμός της εναλλάσσεται, ανάλογα με την ταχύτητα που αρμόζει στα δρώμενα και στον χαρακτήρα της αφήγησης. Σε δύο κεφάλαια, ο αναγνώστης βλέπει τη γλώσσα να ανατρέπεται, μέσα από την αφήγηση ενός παραβατικού χαρακτήρα, ανθρώπου του περιθωρίου, ο οποίος εμφανίζει μια ψυχολογική έως και νοητική διαταραχή στον λόγο του. Με αυτόν τον χαρακτήρα, ο Ρ. θέτει το εντελώς αντίθετο άκρο, απέναντι στον στρωτό λόγο της κύριας αφήγησης. Έτσι, εμπλουτίζεται αντιστικτικά το αφηγηματικό σύνολο, αλλά όχι μόνο. Διότι, αυτός ο παραβατικός χαρακτήρας αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, σε θέματα κλειδιά της υπόθεσης του μυθιστορήματος.
Ακόμη, αξιοποιούνται γλωσσικά οι φθόγγοι και οι ήχοι που αυτοί παράγουν, ώστε να λειτουργεί ένα δεύτερο, ηχητικό επίπεδο αφήγησης, κάτω από το τυπικά δεδομένο του νοήματος.
Άλλωστε, κάπου στο βιβλίο, αναφέρεται ότι «πατρίδα του ανθρώπου είναι οι ήχοι που κρύβονται στην καρδιά του σπιτιού του.» Αλλά, στην καταστροφή, αυτοί οι ήχοι εξαφανίζονται. Στα Γερμανικά κρεματόρια, η Λέα ουρλιάζει άηχα, από μέσα της. Όταν επιστρέφει από το Μπέργκεν Μπέλσεν, μπροστά στη σκληρότητα του Μωύς, βουλιάζει στη σιωπή της. Και στο σπίτι τους, η σιωπή επιβάλλεται με τα μάτια, από τον σύζυγο. «Λόγια σφαγμένα οι σκέψεις μας», λέει η Αντζέλ.
Αντίθετα, πριν τον πόλεμο, στη διαδρομή-έξοδο των δύο αδελφών, με το λεωφορείο που γίνεται καράβι μέσα σε θύελλα, η Αντζέλ και η Λέα, για να πάρουν κουράγιο, να πιστέψουν πως δεν θα τους συμβεί κανένα κακό, τραγουδάνε με όλη τους τη δύναμη. Οι ήχοι, η μουσική είναι η σωτηρία.
Κι όμως, ακόμη και η υπέροχη μουσική του Μπετόβεν, όταν ακούγεται στο λασπωμένο προαύλιο του Άουσβιτς, από μια εξαθλιωμένη μπάντα κρατουμένων, διαπερνά σαν εφιάλτης τ’ αυτιά των έγκλειστων γυναικών. Η απόλυτη φρίκη, σαν μαύρη τρύπα, κάνει μέρος της ακόμη και τους εξαίσιους ήχους.

Ένα ακόμη ζήτημα που τίθεται, από πλευράς αφηγηματικών τεχνικών, είναι το μέγεθος των κεφαλαίων. Ο συγγραφέας επεμβαίνει στο μέγεθος-πλάτος των κεφαλαίων, ανάλογα με το νοηματικό τους βάρος, αλλά και την εκάστοτε ποιητική του πεζού λόγου. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει αυτό το μυθιστόρημα, των 420 σελίδων, ως το σώμα ενός εκτεταμένου ποιήματος. Με αυτή τη λογική, ένα κεφάλαιο έχει έκταση τριών και αλλού τεσσάρων σειρών, ενώ κάποιο άλλο δεκαπέντε σελίδων. Η αφήγηση είναι πυκνή, τα γεγονότα καταιγιστικά και, κυρίως, μεγάλες οι δραματικές εντάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες.

Τέλος, θα αναφέρω δύο παραδείγματα διακειμενικότητας. Διακει­μενικότητα σημαίνει ότι στο βιβλίο υπάρχουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε άλλα, γνωστά μυθιστορήματα. Έτσι, ο αναγνώστης θα δει πως η πρώτη σκηνή του βιβλίου αποτελεί ουσιαστική αναφορά στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς. Ξεκινά με το λογοτεχνικό πορτρέτο της Λόρυ, η οποία εμφανίζεται στο άνοιγμα μιας πόρτας, φορώντας μια κίτρινη ρόμπα, όπως εκείνη του Μπακ Μάλλιγκαν, στο μυθιστόρημα του Τζόυς, ο οποίος εμφανίζεται σε εξίσου εμφαντική θέση, σε ένα κεφαλόσκαλο. Έχουμε δηλαδή και στο Γιούντιν την εντυπωσιακή είσοδο ενός προσώπου, που αποτελεί κλειδί για το σύνολο του μυθιστορήματος.
Ανάλογος συσχετισμός μπορεί να γίνει προς το τέλος του βιβλίου, όπου εμφανίζεται το πλήρες όνομα ενός άλλου βασικού χαρακτήρα της αφήγησης, του Ελιάν Καζάκογλου. Το επίθετό του είναι σχεδόν όμοιο με το επίθετο του αφηγητή, στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου, του Στρατή Δούκα. Εκεί, λοιπόν, ο αφηγητής ονομάζεται Κοζάκογλου. Αλλάζει μόνο ένα φωνήεν.
Οι διακειμενικοί συσχετισμοί αφηγηματικών τεχνασμάτων και τεχνικών είναι πολλοί. Αλλού ο συγγραφέας τους αποκαλύπτει και αλλού εναπόκειται στον αναγνώστη να τους εντοπίσει. Στον αναγνώστη, που είναι πάντα ο τελικός αποδέκτης των προσπαθειών κάθε λογοτέχνη. Αυτός, που με την ενεργό συμμετοχή του θα αισθανθεί και θα δώσει το ιδιαίτερο, κάθε φορά νόημα και ειδικό βάρος του συγκεκριμένου έργου.

*Ο Γιώργος Ξανθάκος είναι συγγραφέας και καθηγητής Μ.Ε. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Παπάγου, στις 10. 12. 2013. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελληνική Γνώμη, Online, Βερολίνο, 15.4.2013, στο:

***

Νίκος Παπαγεωργίου*

Γιώργος Ρωμανός: Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη,
Μυθιστόρημα, σελ. 411, εκδ. Άγκυρα

Θα ήθελα να ξεκινήσω τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου, το οποίο και διάβασα με μεγάλη χαρά θέτοντας ένα ερώτημα μεθοδολογικό: τι είναι το βιβλίο Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη; Είναι μήπως ιστορικό μυθιστόρημα; Να σας θυμίσω ότι το ιστορικό μυθιστόρημα, δεν περιορίζεται απλώς στο να αντλεί από την ιστορία το σκηνικό, πρόσωπα και γεγονότα, αλλά μεταχειρίζεται με τέτοιο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα και ζητήματα, ώστε να έχουν ζωτική σημασία για τους κεντρικούς χαρακτήρες και την αφήγηση. Όπως έχουμε όλοι μας διαβάσει τον Ιβανόη του Ουόλτερ Σκοτ ή την Ιστορία δύο πόλεων του Ντίκενς, ή το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι ή το Όσα παίρνει ο άνεμος της Μίτσελ οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους πρωταγωνιστές και τη δράση τους για να αποκαλύψουν τις υπόγειες δυνάμεις που κινούν τα νήματα της ιστορίας.
Μήπως το βιβλίο του Ρωμανού είναι τεκμηριωτική μυθοπλασία, η οποία δεν περιλαμβάνει απλώς ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα αλλά και καθημερινά συμβάντα της επικαιρότητας από εφημερίδες της εποχής με κύριους εκπροσώπους τον John Dos Passos με το αριστούργημά του USA ή τον Doctorow (Ragtime).
Ή μήπως το βιβλίο αυτό ανήκει στο μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, κατά το πρότυπο του Τρούμαν Καπότε (Εν ψυχρώ), όπου εφαρμόζονται διάφορες μυθιστορηματικές τεχνικές, όπως οι αποκλίσεις από τη χρονική ακολουθία των γεγονότων και οι περιγραφές της ψυχικής κατάστασης ενός χαρακτήρα, προκειμένου να αποδοθούν με παραστατικό τρόπο πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος;
Αναμφίβολα, το βιβλίο του Ρωμανού είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αναπαριστώντας σύνθετους χαρακτήρες με ανάμεικτα κίνητρα που αλληλεπιδρούν με άλλους χαρακτήρες και ζουν εμπειρίες είτε καθημερινές είτε τρομακτικές. Και σε αυτό το σημείο μπορούμε να σταθούμε λίγο: οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι σφαιρικοί, η ιδιοσυγκρασία και τα κίνητρα είναι σύνθετα και αναπαρίστανται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι δύσκολο να περιγραφούν με επάρκεια στην πραγματική ζωή, πόσο μάλλον στις σελίδες ενός βιβλίου. Εδώ έγκειται όμως και η μαεστρία του συγγραφέα, ο οποίος καταφέρνει με την αφηγηματική του δεινότητα να μας εκπλήξει.
Με κύριο όπλο τη μνήμη ο συγγραφέας αναζητά την ουσία των πραγμάτων: «Τι μπορούσαν να κάνουν οι φωτογραφίες και οι συναισθηματικές τους προσεγγίσεις; Τι αξία έχει μία στιγμή σε ένα φιλμ που στο επόμενο κλάσμα του χρόνου είναι ήδη παρελθόν; Τον αέρα που φεύγει τον ανακαλείς με ένα... κλικ; Όλα τελικά είναι μνήμη. Μνήμη στιγμών μέσα στο χρόνο, που κυλά διαρκώς. Και αυτή η μνήμη ποτέ δεν είναι ίδια. Ποτέ». (σ.19)
Και το παρελθόν, ούτε το ορίζεις, ούτε το αλλάζεις. Το μόνο που κάνεις, όταν δεν το αντέχεις, είναι να το αποκρύπτεις (σ.48). Αποφασίζει να μιλήσει, όπως ένας ήρωας του βιβλίου, με τον δικό του τρόπο. Για τη δική του Θεσσαλονίκη, με όλα αυτά που χάθηκαν ή αλλοιώθηκαν, από Την παραλία, τη Ροτόντα, το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα, το Μéditerranée, το Όλυμπος Νάουσα και το Roi Georges, το Αστόρια και το Λουξεμβούργο. Μια πόλη ανεπηρέαστη από θρησκείες αλλά και τον ισχυρό τοπικισμό και φανατισμό που πάντοτε κυριαρχούσε σ’ αυτή.
Στην ιστορία του Ρωμανού συμπλέκονται και διαπλέκονται τρεις γυναίκες, τρεις ζωές, ένα δίπτυχο έρωτα και θανάτου.
Γιατί τι άλλο είναι η λογοτεχνία παρά η μελέτη του έρωτα και του θανάτου; Τι άλλο είναι η τέχνη παρά η μελέτη του έρωτα και του χάρου;
Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης γίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και έχουν ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.
Στην ιστορία μας, λοιπόν. Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, η Αντζέλ, Εβραία, αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, η οποία αρχίζει πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής κρίσης, απλώνεται στην Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά μετεμφυλιακά χρόνια και φτάνει ως τη δεκαετία του 1990. Σε όλο το μήκος του χρόνου διασταυρώνεται με την ιστορία μίας οικογένειας χριστιανών.
Η αδελφή της Αντζέλ, η Λέα θα ερωτευθεί αλλά και θα βιώσει την κορύφωση του μεγάλους της έρωτα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ η Λόρυ, κόρη της Λέα, προσπαθεί να ξεπεράσει τον δικό της έρωτα ζητώντας βοήθεια από την ψυχαναλύτριά της.
Μόνο που το βιβλίο του Ρωμανού δεν είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα σαν αυτά που πουλιούνται κατά χιλιάδες και καταλήγουν στην ανακύκλωση λίγους μήνες μετά. Ή μάλλον δεν είναι μόνο ερωτικό μυθιστόρημα, είναι ένα σύνθετο μυθιστόρημα με ιστορία και κυρίως με πολλή ποίηση. Ποίηση στον τρόπο γραφής, ποίηση στην εκλογή των λέξεων, των εκφράσεων, των εκφραστικών μέσων.
Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί έναν ενσυνείδητο αναγνώστη, ο οποίος και θα μελετήσει το βιβλίο. Γιατί το βιβλίο Γιούντιν αυτό απαιτεί την προσοχή και την εγρήγορση του αναγνώστη, για να το απολαύσει. «Είναι αλήθεια ότι απαιτώ από τον αναγνώστη. Τον θέλω μαζί μου σε αυτήν την προσπάθεια», παρατηρεί ο Γιώργος Ρωμανός. Αυτή η προσπάθεια είναι καρποφόρα, είναι γόνιμη και δημιουργική. Η επικοινωνία με το κείμενο είναι μόχθος, το οποίο και αποκαλύπτεται σταδιακά. Δεν είναι βιβλίο για το αεροπλάνο ή για την παραλία. Μόνο που στο τέλος, όπως κάθε καλό λογοτεχνικό κείμενο, ανταμείβει τον αναγνώστη.
Με τον λογοτεχνικό μύθο από τη μία πλευρά, την ιστορική έρευνα με παράθεση εξωδιηγητικών στοιχείων (φωτογραφίες, έγγραφα, ντοκουμέντα αρχείων, τεκμήρια της εποχής) και τα ποιητικά -εμβόλιμα- όνειρα, ο συγγραφέας μας προσκαλεί σε μία αναζήτηση ταυτότητας, σε μία αναζήτηση του εαυτού μας. Μήπως για κάποιους ισχύει ότι «δεν έχω πια τόπο, ο μόνος τόπος μου είναι ο χρόνος. Κάτω από τα πόδια μου έτρεξε όλη η γη. Και χάθηκε για πάντα».
Γιατί τι άλλο είναι η αναζήτηση των κινήτρων των ανθρώπων σε μία από τις πιο φρικιαστικές στιγμές της ανθρωπότητας, όπως το Ολοκαύτωμα; Ανθρώπων, Ελλήνων και ξένων, που πούλησαν και ξεπούλησαν ό,τι πιο ιερό είχαν; Άνθρωποι-υπάνθρωποι, ναζί, δωσίλογοι, προδότες που ξέφυγαν χωρίς να τιμωρηθούν; Υπάρχει τελικά Θεός δικαστής τιμωρός, που μπορεί να είναι και Θεός ελεήμων; Μήπως ισχύει αυτό που γράφει ο Ρωμανός στη σελίδα 88: «γνώρισα τους ανθρώπους που πλάστηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού τους. Και είναι υπερεκτιμημένοι. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι οι άνθρωποι. Το πρόβλημα είναι ο Θεός τους. Είναι κι αυτός υπερεκτιμημένος».
Κλείνοντας, παραθέτω ένα σχόλιο του συγγραφέα: «Έκανα το χρέος μου στις δικές μου μνήμες. Είπα τις αλήθειες που κουβαλούσα, αφού τις διασταύρωσα, αφού είδα ότι είναι πραγματικές μνήμες».

*Ο Νίκος Παπαγεωργίου είναι Δρ. Φιλολογίας. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λαμία, στις 5.11.2013, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λαμιέων.

***

Λένα Παπαθανασίου*

Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη

Η Αντζέλ, Εβραία, αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, η οποία αρχίζει πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής κρίσης, απλώνεται στην Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά μετεμφυλιακά χρόνια και φτάνει ως τη δεκαετία του 1990. Σε όλο το μήκος του χρόνου διασταυρώνεται με την ιστορία μίας οικογένειας χριστιανών.
Ο λογοτεχνικός μύθος ανάγει τις γυναίκες σε κυρίαρχα πρόσωπα, σκηνοθετεί έναν τραγικό χορό γυναικών που «πάσχουν» υπό το βάρος των ιστορικών γεγονότων, των δυσθεώρητων βράχων της σύγχρονης Ιστορίας αλλά και της ιστορίας τους. Οι γυναίκες αυτές συνθλίβονται ή γιγαντώνονται. Ομοίως και τα πάθη τους. Τότε και τώρα. Το παρελθόν τρέχει παράλληλα, ως προς το παρόν των μυθιστορηματικών προσώπων και της πόλης. Οι κοινότητες των εβραίων και των χριστιανών της Θεσσαλονίκης αποτυπώνονται ως κύτταρα ζύμωσης καθημερινών ανθρώπων, ώσπου, στη συγκυρία της οδύνης, κάποιοι εξ αυτών μετατρέπονται ακόμη και σε προδότες, ή επώνυμους δωσίλογους. Εντέλει, ίσως απλώς να αποκαλύπτονται.
Ιμάντες ροής της πλοκής οι μεγάλοι έρωτες. Αυτοί που λυτρώνουν, στοιχειώνουν, ξορκίζουν και αρχετυπικά ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Η Λέα, αδελφή της Αντζέλ, ερωτεύεται σπαρακτικά στις παρυφές του θανάτου, στη συγκλονιστική «καθημερινότητα» των στρατοπέδων εξόντωσης. Επιβιώνει, ενώ αυτιστικά ακροβατεί μεταξύ λογικής και ερωτικού ιλίγγου, νικώντας έτσι τον ίδιο τον τρόμο. Φόβος δεν θα υπάρξει πια, σε ηδονή θα μετουσιωθεί τη στιγμή της ύστατης απειλής. Ο φόβος θα έρχεται στο εφιαλτικό «μετά», να θρυμματίζει τα όνειρα τις νύχτες. Τις δικές της νύχτες και τις μέρες της Λόρυ, της κόρης της. Γιατί το μαύρο πρωτίστως είναι ένδυμα που φοριέται στην ψυχή. Έχει υφή, γοητεία, βάρος και ένα χαρακτηριστικό. Το αδιατάρακτο της διά βίου σχέσης των ανθρώπων που το αντιλαμβάνονται στη «βρώση» και την απόγνωσή του. Αυτό το μαύρο περνάει τα κρέπια του πάνω από τις γενιές εκφυλιζόμενο σε νοσηρότητα κι απελπισμένες διηγήσεις στα αυτιά ειδικών, εμβρυακά κουρνιασμένο σε πολυθρόνες από ακριβό δέρμα, μήτρα απόξενη –ίσως– και μισητή. Η Λόρυ γίνεται «το έσχατο θύμα ενός κρεματορίου που συνέχιζε το έργο του αενάως στην οικογένειά μας…» σχολιάζει προς το τέλος του βιβλίου η Αντζέλ.
Στο άγριο δικό της παρόν, η Λόρυ και ο σκηνοθέτης Ελιάν μαζεύουν στοιχεία για μια ταινία μικρού μήκους που προορίζεται για το Φεστιβάλ της Δράμας, με θέμα την τραγωδία των Εβραίων της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η επαρχία της Μακεδονίας απλώνεται μπροστά μας, αλλά η κορυφαία πόλη ελλοχεύει και στις 400 σελίδες του βιβλίου. Οικεία και ξένη ταυτόχρονα. Η Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής. Με τα σημεία αναφοράς της. Την παραλία, τη Ροτόντα, το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα «για να είσαι του κόσμου». Το Μéditerranée. Το Όλυμπος Νάουσα και το Roi Georges. Το Αστόρια και το Λουξεμβούργο. Τα αναψυκτήρια δίπλα στον Λευκό Πύργο, αλλά και το σημερινό καφέ ΑΛΦΑ. Αυτή η πόλη που αγάπησε τις τέχνες και τη μόδα αλλά επίσης οριοθέτησε την κοινωνική διαστρωμάτωση, ενίοτε σε όρια ασφυξίας. Αυτή η πόλη που τραγουδήθηκε κυρίως για το πιο δυναμικό συστατικό της Ιστορίας της. Η Θεσσαλονίκη των ανθρώπων της.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, τεκμήρια και μύθοι υπαινίσσονται σαφώς τα καλά κρυμμένα μυστικά της πόλης και των θυμάτων της εποχής εκείνης. Το βιβλίο θέτει ερωτηματικά καταιγιστικά, θρυμματίζοντας τις σιωπές. Ο κακός τρόπος δράσης όσων δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν να κάνουν. Η ανοχή και η ενοχή περιγράφονται με λέξεις και στοιχεία, αφού η έρευνα του Ρωμανού για το Εβραϊκό Ζήτημα στη Θεσσαλονίκη είναι κοπιώδης, σχεδόν αβάσταχτη, υπό το βάρος της συλλογικής (;) μνήμης. Η Hannah Arendt προφανώς θα υπογράμμιζε πως τα εγκλήματα του ναζισμού δεν στηρίχθηκαν στους μεγάλους και γνωστούς εγκληματίες πολέμου, αλλά στους μικρούς γραφειοκράτες και τους έννομους, τον μέσο όρο, τους συνηθισμένους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Τους ανθρώπους του βεληνεκούς των χαμηλόβαθμων γραφειοκρατών, αλλά και των γειτόνων μας. Ο Γιώργος Ρωμανός το αποδεικνύει.
Όλα αυτά συμβαίνουν, καθώς στο επίπεδο του «πώς», της ίδιας δηλαδή της γραφής, ο μυθοπλάστης επιδίδεται στο αγαπημένο του παιχνίδι με τον αναγνώστη. «Παιδεύει» τα εκφραστικά μέσα, εναλλάσσοντας αφηγηματικές τεχνικές.
Παρακινημένος από την ωστική δύναμη των ηρώων που αιματώνει η γραφή του, ο Ρωμανός κινείται σε τρεις «τόπους» αφήγησης. Ο μύθος, η λογοτεχνική αφορμή, η ιστορική έρευνα τεκμηριωμένη με στοιχεία (έγγραφα, φωτογραφίες, αναφορές αρχείων) και τα όνειρα. Η ποίηση. Στέκομαι στο τελευταίο, που έρχεται να «δέσει» με την εικαστική ιδιότητα του συγγραφέα. Όλα μπλέκονται αρμονικά. Η αληθινή όψη του ανθρώπου εκφράζεται παρά την παραμορφωτική γεωμετρία της απόγνωσης. Μέσα στο κάδρο της αγωνίας των δίσεχτων καιρών. Κι ο εφιάλτης και το όνειρο και το σκοτάδι και η ασέλγεια στους έρωτες κι ο τρόμος κι η προδοσία και του ταξιμιού ο λυγμός, Άνθρωπος είναι. Όλα Άνθρωπος. Η μαγιά της ποίησης.
Με λέξεις και εικόνες επαληθεύεται η άποψη για την οργανικότητά της, ως απαρχής του λόγου, ενώ εκφράζεται παράλληλα η αγωνία να ξαναγραφεί η Ιστορία, να αποδομηθεί το δεδομένο. Ποίηση και Ιστορία συναντώνται στους παράλληλους βίους της γενιάς των ηττημένων. Μέσα στον μύθο. Εναλλάξ χρησιμοποιείται η πένα και ο χρωστήρας. Με ένταση και γνώση. Με δύναμη κι αισθαντικότητα. Σαν να έχει καταληφθεί ο συγγραφέας από την επίδραση του θυμού για την εγκληματική αδυναμία της κοινωνίας να μην επιτρέψει να συμβεί η γενοκτονία μιας ολόκληρης κοινότητας, στερώντας της, όχι μόνο ένα μέρος από την πολιτισμική κουλτούρα της, αλλά –πιο ανθρώπινα– στερώντας από τον καθένα μας τους φίλους που θα μπορούσε να έχει. Στο παρόν. Αυτό το πολιτικό χρέος «ασθμαίνει» στον λόγο του Ρωμανού. Ο λογοτέχνης γράφει την ανεπίσημη, αλλά τελικά τη ζωντανή Ιστορία παίρνοντας θέση. Το Auschwitz υπήρξε η βαρβαρότητα που συνεχίζει να μας απειλεί όσο οι βασικές συνθήκες που ευνόησαν αυτή την υποτροπή εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να μην έχουν αλλάξει. Αυτός ο καθολικός τρόμος του «ανείπωτου» που αποκορυφώθηκε σε παγκόσμια-ιστορική κλίμακα στη θηριωδία που λέγεται Auschwitz, ταλανίζει το σύμπαν του λογοτέχνη. Η κοινωνική πίεση που το προκάλεσε είναι υφιστάμενη, ο κίνδυνος ορατός στα χρόνια μας, οι πληγές αυτών που επέζησαν ή ακολούθησαν, πληγές στην ανθρώπινη μοίρα. Απειλητικές στο διηνεκές.
Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, ανέσυρα στη μνήμη μου τα λόγια του Primo Levi:
«…η θλίψη τού να θυμάμαι, η παλιά άγρια θλίψη τού να είμαι άνθρωπος, που ορμά πάνω μου σαν σκύλος όταν αφυπνίζεται η συνείδηση. Τότε παίρνω το μολύβι και το τετράδιο και γράφω αυτό που δεν θα μπορούσα να πω σε κανέναν».
Ο Ρωμανός δεν έζησε τα γεγονότα αλλά έψαξε, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας εργάτης της ιστορικής έρευνας που ταυτόχρονα «πονάει γλυκά για τη λογοτεχνία». Γράφει την ιστορία χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα με προσιτότητα και προσαρμοστικότητα, παράλληλα προς τον σεβασμό και την τρυφερότητά του για τη γλώσσα. Αγωνιά για την Ιστορία της πόλης, αλλά και για τους ήρωές του. Αγωνιά και για τους επερχόμενους.
Οι διωγμένοι, μέσα από την τραγωδία τους που ήταν «έργο ανθρώπων» κι όχι καμιάς βάσκανης μοίρας, δεν απώθησαν τον εαυτό τους. Οι ήρωες πάσχουν ως το τέλος. Κι όταν αμύνονται στη μνήμη προς χάριν της επιβίωσης, το κάνουν προσωρινά. Τέχνασμα για να κερδίσουν το επόμενο πρωινό. Χώρεσε έρωτας στο Auschwitz. Οι φαλακρές γυναίκες και οι σκελετωμένοι άνδρες έγραφαν στίχους με τα κορμιά τους που πεινούσαν για τον «άλλο». Όλα αυτά κι άλλα τόσα στον παρόντα χρόνο ακούγονται παράξενα. Σχεδόν σαν παραλήρημα καταθλιπτικού, που αυτιστικά αναζητά το νόημα της ύπαρξής του. Όπως η Λόρυ. Όπως οι πόλεις που απόδιωξαν τους ανθρώπους τους. Η αντίστροφα.
Είναι πολύ λίγο να πει κάποιος ότι το παρόν είναι ένα ακόμη βιβλίο για το Ολοκαύτωμα, στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα βιβλίο μέσα από το οποίο αφουγκραζόμαστε την περιπέτεια της ύπαρξης στην αιώνια πατρίδα, τη γη των ανθρώπων.

*Η Λένα Παπαθανασίου, είναι βιβλιοθηκονόμος. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 19.4.2013, στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στο diastixo, 24.7.2014, και στο περιοδικό «Η Ακτή», έτος Κ.Ε΄., τ. 97, Χειμώνας 2013.

***

Μαρσέλ Σολομών*

Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Άγκυρα

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, καλησπέρα σας.
Θεωρώ πως δεν είμαι ειδικός στην παρουσίαση βιβλίων. Αν κι έχω ασχοληθεί στο παρελθόν κυρίως με βιβλία ιστορικού ή βιογραφικού περιεχομένου, που ήταν για μένα σχετικά πιο οικεία εξαιτίας της θεματικής τους.
Όταν μιλάς για κάποιο βιβλίο ουσιαστικά ασκείς ένα είδος κριτικής. Πολύ δύσκολο ήταν για μένα να τοποθετηθώ, όταν αυτό το βιβλίο  έχει γραφτεί από έναν καταξιωμένο συγγραφέα όπως είναι ο κ. Γεώργιος Ρωμανός, με πλούσια συγγραφική δράση, τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω μόλις σήμερα. Γνωρίζω, όμως ότι πρόκειται για έναν συγγραφέα και καλλιτέχνη με υψηλές διακρίσεις στο ενεργητικό του.
Δέχθηκα την πρόταση του επίσης αγαπητού φίλου φιλόλογου και συγγραφέα κ. Διονύση Λεϊμονή, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, γιατί θεώρησα άκρως τιμητικό τόσο για εμένα όσο και για την κοινότητα μου να μιλήσω για το βιβλίο «Γιούντιν».
Διάβασα με πολλή προσοχή κι ενδιαφέρον το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρωμανού, ένα μυθιστόρημα το οποίο θα χαρακτήριζα πρωτίστως αφηγηματικό και βιογραφικό.
Η αφήγηση τρέχει μέσα κι έξω από την επίσημη ιστορία, τη σχολιάζει, την ανατρέπει, αλλά και τη συμπληρώνει μυθοπλαστικά.
Όσο διάβαζα το βιβλίο, το ενδιαφέρον μου μεγάλωνε και στην κυριολεξία αύξαινε η επιθυμία μου να προχωρήσω την ανάγνωση, αφού ο τρόπος γραφής και το περιεχόμενό του με κέρδιζαν ως άνθρωπο κι αναγνώστη.
Το μυθιστόρημα αυτό, φίλες και φίλοι είναι γραμμένο κατ’ εμέ με αριστουργηματικό τρόπο, ώστε να συνεπαίρνει και να διεγείρει τον αναγνώστη κι αυτό θεωρώ ότι οφείλεται στη συγγραφική εμπειρία και γνώση του γράφοντος.
Η αφήγηση είναι τόσο πειστική, που δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι ζει στο περιβάλλον που περιγράφει ο συγγραφέας νιώθοντας την αγωνία και τον ανείπωτο πόνο, όπως τον βίωσαν τα θύματα του Ολοκαυτώματος και μόλις ο αναγνώστης φθάνει στα όρια του μην αντέχοντας άλλο το κεφάλαιο τελειώνει.
Το αμέσως επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται σε γεγονότα μετά το ολοκαύτωμα, που οπωσδήποτε δεν είναι ευχάριστα, αλλά παρόλο αυτά αποφορτίζουν τον αναγνώστη.
Το βιβλίο περιγράφει με σαφήνεια και με απόλυτη ειλικρίνεια χωρίς να ωραιοποιεί, όμως, καταστάσεις από όπου προκύπτουν κάθε είδους πράξεις προδοσίας, αντίστασης, αυταπάρνησης, αυτοθυσίας.   
Από την ανάγνωση προκύπτουν οι ευθύνες στην πράξη του δράματος μεταξύ χριστιανών και εβραίων στη Θεσσαλονίκη αναδεικνύοντας  το ζήτημα της συνευθύνης αφήνοντας τις απαντήσεις στον αναγνώστη.
Ο αναγνώστης γίνεται αποδέκτης εφιαλτικών αφηγήσεων μέσα απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αναφέρω χαρακτηριστικά τις δραματικές στιγμές του ομαδικού κουρέματος των μελλοθάνατων γυναικών απ’ τους χώρους των επιστημονικών μαρτυρίων αλλά και τους φούρνους αποτέφρωσης των θυμάτων του ολοκαυτώματος.
Για να περιγράψω όλες τις πτυχές του βιβλίου θα έπρεπε να μιλάω επί ώρες. Όμως θα περιοριστώ σε κάποιες επισημάνσεις που προκύπτουν από την ανάγνωση του βιβλίου προκειμένου να μη εξαντλήσω την υπομονή σας. Άλλωστε έχουμε τη χαρά σήμερα να φιλοξενούμε στην πόλη μας τον κύριο Ρωμανό, ο οποίος είναι κι ο πλέων αρμόδιος να μας δώσει διευκρινίσεις και εξηγήσεις που αφορούν το μυθιστόρημά του.
Ξεκινώ, λοιπόν από:
Τις μεγάλες αδικίες που πάντα επιτελούνται σε καταστάσεις κοινωνικής και πολιτικής ταραχής:
α. Ένας ήρωας πατριώτης έλληνας χριστιανός, “ο Αλέξανδρος” που εντάσσεται στην αντίσταση προδίδεται ως κομουνιστής, οδηγείται στα ναζιστικά στρατόπεδα και μετά από μαρτύρια που περνάει δραπετεύει και βρίσκεται σε σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
β. Εφημερίδες που συνεργάστηκαν με τον ναζισμό, αναγορεύτηκαν μεταπολεμικά σε προπύργια της Δημοκρατίας. Δωσίλογοι που δε διώχθηκαν, καταχραστές και μαυραγορίτες οι οποίοι όχι μόνο διασώθηκαν, αλλά αναρριχήθηκαν σε υψηλές θέσεις της κοινωνίας και του κράτους.
Κατά δεύτερο λόγο θα ήθελα να αναφέρω επίσης. τις δύο ιστορίες αγάπης που περιγράφονται στο μυθιστόρημα:
Η μία της Λέας, η οποία οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης με τον ήρωα Αλέξανδρο. Ο έρωτας τους είναι ιδεαλιστικός, βασισμένος στο μεγάλο ιδανικό μιας και μοναδικής αγάπης για την οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει κάποιος. Είναι τόσο δυνατή η αγάπη, που ξεπερνά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες, με αποτέλεσμα να βρεθεί το ζευγάρι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τον έρωτα των οποίων γεννιέται  η κόρη τους.
Αυτό που με συγκίνησε και με συγκλόνισε ήταν πως ενώ οι ερωτευμένοι ξεπέρασαν το εμπόδιο των κρεματορίων, δεν μπόρεσαν να συναντηθούν μετά το ολοκαύτωμα. Ο Αλέξανδρος, ράκος ο ίδιος μετά από την απελευθέρωση του από τα σοβιετικά γκουλάγκ, δεν άντεξε ποτέ να περάσει το κατώφλι της κλινικής όπου ήταν έγκλειστή η Λέα, γιατί ανάμεσα τους μεσολαβούσε το θαμπό όριο ενός άγνωστου κόσμου, μιας ανείκαστης διάστασης, όπου εκείνη είχε περάσει για πάντα και διαρκώς απομακρυνόταν μια αδιάκριτη φιγούρα σε ένα απροσδιόριστο θολό, μακρινό τοπίο (όπως το περιγράφει χαρακτηριστικά πολύ επιτυχημένα ο συγγραφέας, σ.357)
Επίσης η Λόρυ, η οποία πιστεύει ότι προέρχεται από πατέρα Ναζί αγνοώντας ότι είναι καρπός του μεγάλου έρωτα της μητέρας της Λέας με τον Αλέξανδρο, προσπαθεί να ξεπεράσει τον δικό της νοσηρό κι αδιέξοδο έρωτα ζητώντας βοήθεια από την ψυχαναλύτριά της.
γ. Ένα τρίτο θέμα είναι αυτό της προδοσίας
Οι προδότες πολλοί, χριστιανοί και εβραίοι. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Μωύς της ιστορίας, ο οποίος πρόδωσε τη Λέα και τον Αλέξανδρο κι όταν οι προδότες προέρχονται από τα σπλάχνα της πόλης αυτό λέγεται εφιάλτης.
Πολλά ερωτηματικά προκύπτουν για τη στάση του Ραβίνου Κόρετς που είχε σαν αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να μέτρα απώλειες των τάξεων του 96% του εβραϊκού πληθυσμού της.
Ο συγγραφέας αναφέρεται και στην πόλη μας και συγκεκριμένα στον δικό μας αρχιραββίνο Συμεών Πέσσαχ που με την ηρωική του στάση συνέβαλε αποφασιστικά στην σωτηρία πολλών εβραίων της Μαγνησίας η οποία είχε απώλεια 26%.
Επιτρέψτε μου μια παρένθεση. Σκέπτομαι ότι έτσι καταρρίπτεται το γνωμικό ότι δεν υπάρχει άνθρωπος αναντικατάστατος. Πιστεύω λοιπόν αν στη Θεσσαλονίκη ήταν ραβίνος ο Συμεών Πέσσαχ, σίγουρα δεν θα είχαμε τα ίδια αποτελέσματα.
Το βιβλίο επίσης θέτει μια σειρά από προβληματισμούς στον αναγνώστη:
Ποιος ο ρόλος του Ελληνικού κράτους, στο ολοκαύτωμα;
Ποια η στάση της εβραϊκής κοινότητας, κατά την κατοχή;
Ποια είναι τα ονόματα των δωσίλογων
τι συνέβη με τον εβραϊκό χρυσό;
Ποιες οι σχέσεις Βουλγάρων και εβραίων, μετά το 1912, στο διπλωματικό θρίλερ της ενσωμάτωσης της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα;
Ποιος ο ρόλος των Βουλγάρων στην πόλη το διάστημα 1941-1944;
Ποια η καθημερινότητα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και τα σοβιετικά Γκουλάγκ;
Τι σχέση είχε η δολοφονία Πολκ, με την αμερικανική βοήθεια, και σε τι ποσοστό αυτή υπήρξε αντικείμενο κατάχρησης από τους μαυραγορίτες;
Η σημερινή κρίση σχετίζεται με εκείνα τα γεγονότα;
Πώς επηρεάστηκε η πολιτική ζωή της Θεσσαλονίκης τις επόμενες δεκαετίες;
Ποιες οι ψυχολογικές επιπτώσεις στις ζωές των επιγόνων των θυμάτων του ολοκαυτώματος;
Τελειώνω με το απόσπασμα του βιβλίου :“Το παρελθόν δεν μπορείς να το αλλάξεις. Το θέμα είναι πως ειδικά το κακό παρελθόν με έναν αλλόκοτο τρόπο επεκτείνεται στο μέλλον”.
Με την δική μου ευχή κι έκκληση να εργαστούμε όλοι με όλες μας τις δυνάμεις να μην επαληθευτεί κάτι τέτοιο.
Συγχαίρω τον συγγραφέα για το πόνημα του λαμβάνοντας υπόψη πως ο κύριος Ρωμανός δεν ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα, αλλά αντιμετωπίζει στο βιβλίο του την ιστορία με σύνεση, σοβαρότητα, ειλικρίνεια, και σεβασμό συνδυάζοντας αριστοτεχνικά την ιστορική γνώση με τη λογοτεχνική τέρψη, τον ευχαριστώ για την παρουσία του εδώ, στην πόλη μας και τον καλωσορίζω με χαρά καλώντας τον να μας δώσει τη δική του εμπειρία κατά τη συγγραφική πορεία του βιβλίου του. Ξέρω ότι ήταν για εκείνον ένα δύσκολο όσο και γοητευτικό εγχείρημα κι αυτό προκύπτει από το θαυμαστό αποτέλεσμα που εμείς κρατάμε σήμερα στα χέρια μας.
Ευχαριστώ επίσης τον κ. Λεϊμονή για την τιμή να με συμπεριλάβει στο πάνελ των ομιλητών στον φιλόξενο αυτό χώρο του βιβλιοπωλείου Χάρτα απόψε.
Ευχαριστώ την κ. Ροσσάνα Πώποτα για τον καλό συντονισμό της βραδιάς με την πείρα και τη γνώση που διαθέτει υπηρετώντας τα γράμματα και τον πολιτισμό.
Το Κέντρο Πολιτισμού Κοινωνικής Παρέμβασης για την ευαισθησία του σε θέματα πολιτισμού στην πόλη μας και τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ για την πρωτοβουλία τους να διοργανώσουν την σημερινή παρουσίαση στον Βόλο.
Τέλος ευχαριστώ όλους εσάς για την τιμητική σας παρουσία.

*Ο Μαρσέλ Σολομών είναι πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Βόλου. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Βόλο, και στο βιβλιοπωλείο «Χάρτα», στις 11.11.2013.

***

Γιώργος Σταμούλης*

Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη

Θα μου επιτρέψετε πριν ξεκινήσω την αναφορά μου στο περιεχόμενο του βιβλίου «Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη», να αναφερθώ για πολύ λίγο στη γνωριμία μου με το Γ. Ρ.
Μια γνωριμία που ξεκίνησε πριν περίπου 12 χρόνια μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Πανδώρα που εξέδιδε μέχρι το 2010. Κάποιες δικές μου δημοσιεύσεις, κάποιες συναντήσεις, κάποιες συζητήσεις, αρκετές δυσκολίες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική γνωριμία. Γνώρισα έτσι καλύτερα όχι μόνο τον άνθρωπο Γ. Ρ, αλλά και το λογοτέχνη. Ίσως για να είμαι πιο ακριβής, γνώρισα τον πνευματικό άνθρωπο Γ. Ρ.
Και δεν επιλέγω τυχαία αυτόν το χαρακτηρισμό, διότι, όντως, στην περίπτωσή του μπορεί να συναντήσει κάποιος τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσιδιάζουν σε έναν πνευματικό άνθρωπο. Δηλαδή, πνευματικός μόχθος, θεωρητική κατάρτιση, ουσιαστικός δημόσιος λόγος, «δημιουργικό» άγχος για την πορεία της κοινωνίας και –γενικότερα– της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ως συγγραφέας, είναι μεθοδικός… Θα έλεγα απόλυτος. Δεν υπάρχει κάτι στο έργο του που να μην το έχει περάσει μέσα από τη βάσανο της επαλήθευσης, της διόρθωσης, της επαναπροσέγγισης, της κριτικής, όταν πιστεύει ότι αυτό πρέπει να συμβεί. Και σας βεβαιώνω ότι συμβαίνει πολύ συχνά.
Ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτή του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα όλα όσα προανέφερα φτάνουν σε οριακά σημεία. Διότι όταν σε μια αφήγηση εντάσσονται πρόσωπα, συγκεκριμένοι τόποι, πραγματικά γεγονότα, δύσκολες –χρονικά και ιστορικά– περίοδοι, τότε το οποιοδήποτε λανθασμένο ή αλλοιωμένο στοιχείο θα ακύρωνε τη θέση του μέσα στο έργο.
Με όσα, λοιπόν, ανέφερα καταδεικνύω ότι το «Γιούντιν» δεν είναι απλώς το προϊόν μιας εμπνευσμένης στιγμής του συγγραφέα, την οποία, όπως δυστυχώς πολλοί πιστεύουν, με έναν μεταφυσικό τρόπο τη συλλαμβάνει στον αέρα ,και με πυρετώδεις ρυθμούς τη μεταφέρει στο χαρτί. Είναι σαφώς και έμπνευση, αλλά παράλληλα είναι και καρπός εξαντλητικής, χρονοβόρας και ενδελεχούς έρευνας. Αυτή η έρευνα στοχεύει στην ιστορική τεκμηρίωση των αναφορών στα πρόσωπα, στις καταστάσεις, και στα γεγονότα τα οποία εντάσσονται στην πλοκή της ιστορίας. Ξέρω από πρώτο χέρι πόσο δούλεψε πάνω σ’ αυτό ο συγγραφέας.
Μετά από αυτά τα λίγα εισαγωγικά, μπαίνω στο κυρίως θέμα. Δηλαδή, τι πραγματεύεται το βιβλίο «Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη».
Έχοντας σαν όχημα την πορεία της οικογένειας Μπεφώρ στη διάρκεια του 20ου αιώνα η ιστορία κινείται σε δύο άξονες. Ο ένας είναι η δραματουργική σύνθεση των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων των ηρώων(έρωτες, φιλίες, μίση, προδο­σίες). Ο άλλος είναι αυτός του ευρύτερου ιστορικού περιβάλλοντος(προπολεμική Θεσσαλονίκη, Βος παγκ. πόλεμος, εμφύλιος, μεταπολεμική εποχή) που ως φόντο αναδεικνύει και επεξηγεί αυτές τις σχέσεις. Έτσι ο αναγνώστης εισπράττει και τη συναισθηματική φόρτιση που του προσφέρουν απλόχερα τα πάθη των ηρώων και την ιστορικοπολιτική γνώση μιας περιόδου καθοριστικής για τον ελληνικό και τον παγκόσμιο χώρο.
Κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο του βιβλίου είναι η προσέγγιση και η διάθεση κατανόησης του ζητήματος της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ένα ζήτημα ταμπού μέχρι πριν λίγα χρόνια, για το οποίο τώρα έχουν αρχίσει να ξεδιπλώνονται και να φωτίζονται κάποιες πτυχές του.
Φυσικά θα ήταν απλουστευτικό ή και αφελές να θεωρήσει κάποιος ότι ένα τέτοιο ζήτημα αφορά μόνο την εναπομείνασα εβραϊκή κοινότητα. Κι αυτό γιατί η παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στον ελλαδικό χώρο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του. Η θρησκευτική και καταγωγική ιδιαιτερότητά τους δεν μπορεί να τους στερήσει αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν και θεωρούν ότι είναι. Δηλαδή, Έλληνες εβραϊκής καταγωγής.
Παρενθετικά να τονίσω ότι οι μύωπες του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας ας σταθούν, καλύτερα, μακριά από αυτό το βιβλίο.
Σ’ αυτήν τη βάση συνεχίζοντας, πρέπει να σας πω ότι –για τον πολύ κόσμο– είναι αρκετά δύσκολο να κατανοήσει το δημογραφικό σκηνικό της Θεσσαλονίκη μέχρι και το Βος παγκ. Πόλεμο. Ένα φυλετικό χαρμάνι που έλκει την ύπαρξή του  στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φτάνει αρκετά αλλοιωμένο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, εξαιτίας, κυρίως, πολιτικών και πολεμικών γεγονότων.
Το ξέσπασμα του Βου παγκ. Πολέμου, βρίσκει την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αρκετά ακμαία στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Οι περιγραφές της καθημερινής ζωής της οικογένειας Μπεφώρ, το σπίτι τους, οι συναναστροφές τους με την καλή κοινωνία της Θεσσαλονίκης, οι επαφές με το εξωτερικό, οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες που παρουσιάζονται με κάθε λεπτομέρεια από το συγγραφέα ,το επιβεβαιώνουν.
Η ηγεσία της κοινότητας και οι ήρωες μας, όμως, δείχνουν να μην έχουν αξιολογήσει κάποια προμηνύματα, που ήδη από τη δεκαετία του 30, δείχνουν ότι ένα δυσοίωνο μέλλον τους περιμένει. Παραμένουν εντυπωσιακά εφησυχασμένοι. Ίσως γιατί το οποιοδήποτε ανθρώπινο μυαλό αδυνατούσε να συλλάβει το ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ που βρίσκεται προ των πυλών. Ίσως πάλι θεωρούν ότι η από αιώνων μειοψηφική τους ένταξη σε μια πλειοψηφικά ελληνική κοινότητα τους παρέχει το απαραίτητο δίχτυ προστασίας απέναντι σε κάθε μελλοντική απειλή.
Θα διαψευστούν με τραγικό τρόπο.
Έτσι τα πρόσωπα που θα συναντήσουμε μέσα στις αράδες του βιβλίου κουβαλάνε μια ήδη γνωστή σε μας τραγικότητα. Η οικογένεια Μπεφώρ, δηλ. η Αντζέλ, η Λέα, η Λόρυ, ο Ερρίκος, ο Μωύς, η Μαζαλτώφ. Η οικογένεια Παυλίδη, ο πατέρας και ο γιος του Αλέξανδρος. Τα περιφερειακά, αλλά εξίσου κρίσιμα, πρόσωπα όπως ο Αφού, η Φραγκίσκη, ο Ελιάν. Και τέλος, τα πρόσωπα κλειδιά της εβραϊκής κοινότητας, των αρχών της γερμανικής κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, του ελληνικού κράτους πριν-κατά και μετά την Κατοχή.
Αλλά ας δούμε ξεχωριστά μερικά από αυτά τα πρόσωπα, ούτως ώστε να γίνει κατανοητό το πολυπλόκαμο σενάριο που μας έστησε και μας προσφέρει με πραγματικά συναρπαστικό τρόπο ο συγγραφέας.
Κυρίαρχο πρόσωπο της ιστορίας είναι η Αντζέλ Μπεφώρ. Αδελφή της Λέα Μπεφώρ, θεία της Λόρυ Μπεφώρ. Μέσα από την αφήγησή της γίνεται η σύνδεση των τριών προσώπων τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν. Ως παρόν εννοούμε τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν με αφορμή το ντοκιμαντέρ για την εβραϊκή κοινότητα που ετοιμάζει ο Ελιάν Καζάκογλου, η Αντζέλ αρχίζει και ξεδιπλώνει το υφάδι των αναμνήσεών της. Είναι αποφασισμένη να ανασύρει και να μοιραστεί όσα κρατούσε κλειδαμπαρωμένα στη φυλακή της μνήμης της. Όλα εκείνα που την καθήλωσαν σ’ ένα ρόλο αιώνιου συμπαραστάτη, συμπάσχοντα, στηρίγματος του Άλλου. Λέει η Λόρυ δια χειρός Γ. Ρ. στη σελ.170: Από την άλλη, δεν δεχόμουν ότι η Αντζέλ δεν έζησε ποτέ για τον εαυτό της, αλλά ζούσε για τους Άλλους. Για την ακρίβεια ζούσε από τα προβλήματα των Άλλων. Κυρίως είχε ξεχάσει το φύλο της, κι αυτό ειδικά εμένα με τρέλαινε.
Είναι ένας ρόλος τόσο συνηθισμένος μέσα στην ελληνική πραγματικότητα. Είμαι σίγουρος ότι όλοι μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας περιπτώσεις τέτοιας ολόψυχης αφοσίωσης στους άλλους. Τα άτομα του γυναικείου φύλου υπερτερούν σαφώς. Θείες, αδελφές, γιαγιάδες, μητέρες, κόρες. Όλες μ’ αυτήν την ανεξήγητη για τη Λόρυ και για πολλούς από εμάς διάθεση προσφοράς που περιθωριοποιεί το αυτονόητο εγώ, χάριν ενός ακατανόητου σαμαρειτικού προτάγματος. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα πρόσωπο αποκαλυπτικά τραγικό. Στην αφήγησή της μεταφέρει με εντυπωσιακή σαφήνεια και ενάργεια όσα συνέβησαν στην οικογένεια της από τη δεκαετία του ‘20 και μετά. Όσα η ίδια βίωσε και όσα έμαθε από τις εξιστορήσεις των άλλων. Κάθε πτυχή μιας ζωής τρικυμιώδους, με τις καλές, αλλά, κυρίως, τις κακές πλευρές της. Αν και στην ουσία ανέραστη, επιδεικνύει περίσσια κατανόηση στα ερωτικά δράματα που ταλανίζουν την οικογένεια της. Θυμοσοφώντας σε κάποιο σημείο λέει για το πώς ο έρωτας σε δύσκολες εποχές μπορεί να είναι βάλσαμο, αλλά μαζί και φαρμάκι. Το κυριότερο, όμως, στοιχείο που διαθέτει η Αντζέλ και που αυτό ακριβώς το στοιχείο την καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη είναι η προσήλωσή της σ’ αυτήν την ευθύγραμμη πορεία που όρισε για τη ζωή της-της προσφοράς- και που την ακολουθεί μέχρι το τέλους.
Στον αντίποδα της θείας της βρίσκεται η Λόρυ Μπεφώρ. Παιδικά χρόνια δύσκολα, γεμάτα κενά, απουσίες, μοναξιά, ερωτηματικά,… παρά φύσει επιθυμίες. Κατέχοντας μια απροσδιόριστη θέση μέσα στην οικογένεια Μπεφώρ. Παιδί της ή αποπαίδι; Καρπός αγάπης ή μίσους; Συνειδητής, δηλαδή, επιλογής ή τυχαίας και αναπόφευκτα βίαιης συγκυρίας; Όλα αυτά δημιουργούν μια προσωπικότητα που κύρια χαρακτηριστικά της είναι ο κυνισμός, η ανασφάλεια, η καχυποψία, ο ναρκισσισμός, η αυτοκαταστροφικότητα, η ακρότητα, η αδυναμία, η αμφιθυμία. Σε τελική ανάλυση, η Λόρυ είναι ο ορισμός του συμπλεγματικού ατόμου, θύμα των ανθρώπων και των  καταστάσεων που αυτοί δημιουργούν. Διατηρεί μια αλλοπρόσαλλη σχέση με τον Ελιάν, ερωμένη και συνεργάτρια στο φιλμ που ετοιμάζει.
Παράλληλα, δεν διαλύει το γάμο της με τον τσιγκούνη και αρκετά μεγαλύτερο στην ηλικία Αρμένη άντρα της, τον οποίο απεχθάνεται. Είναι πολύ πιθανόν μέσα από αυτή τη διατήρηση να εκτονώνεται μέρος της εκδικητικής υστερίας που τρέφει προς το ενήλικο αντρικό φύλο. Προς την Αντζέλ δείχνει αγάπη και καχυποψία μαζί. Αναγνωρίζει, όχι πάντα με ξεκάθαρο τρόπο, ότι χωρίς αυτήν η τύχη της θα ήταν ακόμα πιο δραματική. Κάποιες στιγμές διαισθανόμαστε ότι υπάρχει μια διάθεση για  καταλογισμό ευθυνών, όμως αυτό δεν κρατάει για πολύ, αφού η στέρεη αγάπη της θείας της φροντίζει για την εξάλειψή τους.
Αντίθετα, η στάση προς τον εραστή της, τον Ελιάν, περιέχει αρκετά ισχυρές δόσεις αντίθετων μεταξύ τους συναισθημάτων: απόρριψης και αποδοχής, αγάπης και μίσους, εκτίμησης και δυσφορίας. Όσο κι αν αντιλαμβάνεται ότι τα αισθήματα του προς αυτήν είναι αληθινά, όσο κι αν είναι ολοφάνερη στα μάτια της η προσπάθεια του να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τους δαίμονες που την κατατρέχουν, η Λόρυ εξακολουθεί να βυθίζεται στο σκοτεινό πηγάδι του μυαλού της. Μέχρι που θα φτάσει; Υπάρχει πάτος, απ’ τον οποίον σιγά σιγά θα αρχίσει να επιστρέφει στην επιφάνεια και στο φως;
Ο συγγραφέας στο πρόσωπο της Λόρυ στήνει ένα αγωνιώδες, για τον αναγνώστη, σκηνικό που αφορά στην κατάληξη που θα έχει η πορεία της στη ζωή και στο αν θα καταφέρει, τελικά, να βγει νικήτρια από τη σύγκρουσή της με μια αδυσώπητη μοίρα.
Αν και η εμπλοκή του με τη Λόρυ προσδίδει στον Ελιάν ένα δραματικό προφίλ, η θέση του μέσα στο μυθιστόρημα θεωρώ ότι έχει τα χαρακτηριστικά του προσεκτικού παρατηρητή, ο οποίος αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα της δουλειάς του και προσπαθεί να σταθεί όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια, κρατώντας απόσταση από συναισθηματισμούς και προσωπικές αδυναμίες.
Έχει ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με την Αντζέλ όχι μόνο για τα στοιχεία που αφορούν στο φιλμ, αλλά και για τα βήματα που πρέπει να κάνουν και τη στάση που πρέπει να κρατήσουν απέναντι στο κοινό αγαπημένο πρόσωπο.
Ο Ελιάν, όπως θα αποδειχθεί, είναι ο μπαλαντέρ σε ένα παιχνίδι φαινομενικά χαμένο για τον παίκτη, που η παρουσία του όμως ανάμεσα στα υπόλοιπα χαρτιά αλλάζει άρδην τους συσχετισμούς.
Και φτάνω στο πιο σκοτεινό πρόσωπο του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τον Μωύς Μπεφώρ. Άντρας και εξάδελφος της Λέα. Πρόσωπο βγαλμένο θαρρείς από κάποιο αμερικάνικο φιλμ νουάρ. Ο άνθρωπος και επιχειρηματίας που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Όσες ρωγμές κι αν δημιουργεί  ο συγγραφέας στην μοχθηρή εικόνα του μέσα από κάποια περιστατικά, –π.χ. η συνάντηση του με μια αρκούδα σε εξοχή της Θεσσαλονίκης– αυτές δεν είναι αρκετές για να τον αντιμετωπίσουμε με κατανόηση και συμπάθεια.
Ο δρόμος της προδοσίας, η επιλογή της, ως μέσο που αγιάζεται από το σκοπό, δεν απαλύνει ούτε αλλάζει το αρνητικό πρόσημο με το οποίο ο αναγνώστης τον στιγματίζει. Τα ίχνη του μετά τον πόλεμο θα χαθούν, μαζί με πολλά ακόμα ίχνη. Αυτών που ποτέ η δικαιοσύνη –άγραφη ή θεσμική– δεν θα βρει για να αποδώσει τα επέχειρα του ρόλου και των πράξεών τους.
Μ’ αυτό το τόσο σκοτεινό πρόσωπο θα συνδεθεί εκούσα-άκουσα και η Λέα Μπεφώρ. Ένα εύθραυστο θηλυκό, που λες κι επίτηδες εξ αιτίας αυτού, συνωμότησαν όλοι οι ανθρώπινοι και μη παράγοντες για να το συντρίψουν. Όμορφη, καλλιεργημένη, μοιραία. Η μήτρα των δεινών της Λόρυ. Ο κρίκος που συνδέει το προσωπικό δράμα με το συλλογικό. Η Λέα και τα πάθη της είναι το όχημα με το οποίο ο Γ. Ρ. αποκαλύπτει με ωμό ρεαλισμό τα πάθη μιας ολόκληρης φυλής. Ειδικά οι δύο αφηγήσεις της στην Αντζέλ για το πώς επιβίωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης διαθέτουν την ψυχρή ακρίβεια ενός ντοκουμέντου. Εδώ είναι που αποκαλύπτεται στα μάτια του αναγνώστη σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια το ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ για το οποίο μίλησα στην αρχή.
Στο πρόσωπο, τώρα, του Αλέξανδρου Παυλίδη ο συγγραφέας χτίζει έναν σύγχρονο Οδυσσέα. Στους σύγχρονους Οδυσσείς, όπως μπορούμε να φανταστούμε,  δεν είναι απαραίτητο να έχει η ιστορία τους την ίδια κατάληξη μ’ αυτήν του ομηρικού ήρωα. Οι καιροί μέσα στους οποίους πραγματοποιείται το ταξίδι τους είναι αρκετά περίπλοκοι και τα περιθώρια για μια θεϊκή «κατ’ οικονομία» επέμβαση ελάχιστα. Έτσι ο νεαρός Αλέξανδρος στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού του σε καιρό ειρήνης βιώνει τη στέρηση του αγαπημένου του προσώπου- της Λέα. Στη διάρκεια του πολέμου προσπαθεί να ζωντανέψει ένα όνειρο μαζί της, το οποίο ,όμως, μετατρέπεται σε εφιάλτη, όταν συλλαμβάνονται και στέλνονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί η μοίρα θα τους επιτρέψει για λίγες στιγμές να ζήσουν σα σε όνειρο αυτή τη φορά αυτό που πρότερα δεν μπόρεσαν να ζήσουν. Το τελείωμα του Βος παγκ. πολέμου δεν είναι το τέλος των περιπετειών του, όπως και το τελείωμα του Τρωικού πολέμου δεν ήταν το τέλος των περιπετειών  για τον Οδυσσέα. Μόνο που εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες των δύο ηρώων.
Αφήνω για το τέλος, το πρόσωπο pass-par-tout της ιστορίας που δεν είναι άλλο από τον Αφού. Λούμπεν από γεννησιμιού του. Το πραγματικό του όνομα είναι Τασος Τσαντανάσης. Επικρατεί το παρατσούκλι του, εξ αιτίας της συχνής και χωρίς λόγο προσθήκης του αιτιολογικού συνδέσμου σε κάθε σχεδόν κουβέντα του. Όλη η ζωή του μια διαδρομή ανάμεσα σε προπολεμικά καπηλειά, τελευταίας κατηγορίας πορνεία, περιστασιακές δουλειές. Και, φυσικά, τσιράκι του Μωύς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το τελευταίο προκύπτει από έναν εκβιασμό του Μωύς για κάποια παρανομία του Αφού, την οποία ο Μωύς με τις διασυνδέσεις του κάλυψε. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Αφού στρατολογείται στην υπηρεσία του σωτήρα του: Δίπλα μου θα ‘σαι όποτε σε χρειαστώ, εγώ θα σε κρύβω, εγώ θα σ’ έχω. Για μένα θα βλέπεις, για μένα θ’ ακούς. Δίπλα μου. Φρουρός στεκάμενος θα μου’ σαι. Και θα τους λιανίσουμε όλους.
Η παρουσία του στην αρχή και το τέλος της ιστορίας προσδιορίζει και τη θέση του μέσα σ’ αυτή.
Δεν θα θελα να μακρηγορήσω αναφερόμενος και στα υπόλοιπα πρόσωπα του βιβλίου, γιατί έτσι θα άφηνα έξω τον μεγάλο πρωταγωνιστή του. Τη Θεσσαλονίκη. Την πόλη-καράβι, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας. Ίσως γιατί τα καράβια προϋποθέτουν θάλασσα, και η θάλασσα είναι ένα στοιχείο στο οποίο συναντάμε την ηρεμία και τη φουρτούνα, τη γαλήνη και το χαλασμό. Κάπως έτσι η πόλη διανύει της ζωή της μέσα στην μακραίωνη ιστορία της. Κι όποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό, έρχεται ο συγγραφέας να το αποδείξει και να το υποδείξει μέσα από ακριβείς περιγραφές των γεγονότων και των χώρων στους οποίους διαδραματίζονται. Μνημεία, δρόμοι, συνοικίες, πλατείες, μαγαζιά, νοσοκομεία, σπίτια παρελαύνουν σε μια ασταμάτητη σειρά. Σχεδόν σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου. Γίνονται οδηγοί και διερμηνείς των γεγονότων που τη συνταράζουν. Συνταράζουν το καράβι, συνταράζουν και τους επιβάτες του.
Παράλληλα, η ενδελεχής αναφορά του συγγραφέα σε όσα προανέφερα του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει  ένα σχολιασμό και να θέσει ερωτήματα πάνω στα κοινωνικά συμφραζόμενα. Πώς, δηλ. φτάνουμε στο σημείο μηδέν των ανθρωπίνων σχέσεων σε καιρό πολέμου; Τι είναι αυτό που μετατρέπει τον άνθρωπο σε θηρίο; Γιατί η Ύβρις που προκύπτει δεν ακολουθείται πάντα από τη Νέμεση; Υπάρχει περιθώριο για ελπίδα μέσα σ’ έναν κόσμο που διαρκώς αυτοκαταστρέφεται, όπως οι ήρωες της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Και τελικά  ποιο είναι το σημερινό πρόσωπο της πόλης μέσα απ’ τα δράματα που παρακολουθούμε; Τι έχει αλλάξει από τότε ως τα σήμερα σ’ αυτό το αβύθιστο καράβι που όλο πάει ν’ ανοίξει τα πανιά του κι όλο δεμένο παραμένει στο λιμάνι, λες και κάποια αόρατη δύναμη το εμποδίζει για να ξεκινήσει;
Πολλά τα ερωτηματικά στα οποία καλείται ο αναγνώστης να απαντήσει.
Αν, λοιπόν, στην ιστορία της οικογένειας Μπεφώρ συγκεφαλαιώνεται η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης τον 20ο αιώνα, τότε στην τοπογραφία της πόλης που συντάσσει ο Γ. Ρ. στις σελίδες του βιβλίου, πιστοποιείται η αντίστοιχη ιστορία της την ίδια χρονική περίοδο.
Κλείνοντας, θέλω για άλλη μια φορά να τονίσω ότι το βιβλίο αυτό μας προσφέρει με την ανάγνωσή του μια αισθητική, συναισθηματική και πληροφοριακή ευωχία σπάνια στις μέρες μας. Καρπός της κοπιώδους προσπάθειας του Γιώργου Ρωμανού.

Γιώργος Σταμούλης είναι καθηγητής Μ. Ε. και συγγραφέας. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στη Ν. Ερυθραία, στις 3.12.2012, και στο βιβλιοπωλείο «Η φωλιά».


***

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη,
μυθιστόρημα, εκδόσεις Άγκυρα

Θα ήθελα να ξεκινήσω με δύο περιστατικά που μου συνέβησαν πρόσφατα και που ίσως στην αρχή να σας φανούν άσχετα με την σημερινή παρουσίαση. Πριν δύο-τρία Σαββατοκύριακα κι ενώ ήμαστε στο σπίτι μιας φίλης, οπαδοί μιας ποδοσφαιρικής ομάδας που αυτοπροσδιορίζονται ως Αναρχικοί, το ίδιο άστοχα με τους ναζιστές που αυτοπροσδιορίζονται ως υπέρμαχοι της αλήθειας, αποφάσισαν να μπουν μέσα στο πάρτι της φίλης μας για να πιούν δωρεάν ποτά, καπιλεύοντας, κατά κάποιο τρόπο, την έννοια του Αναρχισμού. Όταν αρνηθήκαμε να τους αφήσουμε να μπουν, λέγοντας πως πρόκειται για έναν κλειστό κύκλο φίλων, εκείνοι έφτυσαν την οικοδέσποινα στο πρόσωπο, ζωγράφισαν μια σβάστικα στην πόρτα της κοπέλας και άρχισαν να την σπάνε με σφυριά απ’ έξω ενώ, έντρομα τα παιδιά είχαν κουβαλήσει βιβλιοθήκες πίσω από την πόρτα για να προστατευθούν. Λίγο καιρό πριν, ένας πολύ αγαπητός φίλος ήταν σε μια εντελώς φιλειρηνική, φοιτητική πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας, δίχως συμμετοχή κομμάτων, όταν μέλη της ΧΑ άρχισαν να δέρνουν μια έγχρωμη κοπελίτσα-φοιτήτρια δίχως λόγο, μπροστά στα μάτια των φίλων της.
Δεν ανέφερα τυχαία αυτές τις ιστορίες. Το βιβλίο του κ. Ρωμανού, «Γιούντιν: Μια γυναίκα από την Θεσσαλονίκη», έχει ως κεντρικό του άξονα την Κατοχή και τον φανατισμό των Ναζιστών, έναν άξονα που καθιστά το βιβλίο περισσότερο επίκαιρο από ποτέ, στις μέρες μας.
Για να βλάψει κανείς ένα ανθρώπινο ον, πρέπει να πιστεύει ότι πράττει κάτι σωστό, λέει ο Σολζενίτσιν. Η ιδεολογία είναι το συστατικό εκείνο που δίνει την αποφασιστικότητα και την δικαιολογία, η ιδεολογία είναι η θεωρία που βοηθά κάποιον να βλέπει τις πράξεις του ως καλές και όχι ως κακές, άσχετα με το τι λέει η κοινή λογική. Η λέξη Φανατισμός προέρχεται από την λέξη fanum που στα λατινικά σημαίνει ιερό, εκκλησία. Κάθε λογής φανατισμός, ετυμολογικά, ενέχει την καθολική πίστη. Υπογραμμίζω, εδώ, πως μιλάμε για τον φανατισμό ετυμολογικά κι όχι όπως χρησιμοποιείται στην κοινωνία μας. Αυτός ο φανατισμός, αναγάγει τον κεντρικό του άξονα σε κάτι το αλώβητο, οδηγώντας έτσι τον πιστό είτε σε απόλυτη σύγχυση, είτε σε απόλυτη ελευθερία. Το πρώτο συμβαίνει όταν πρόκειται για φανατισμό που έρχεται μέσω της άγνοιας κι όχι μέσω μιας επίπονης διαδικασίας σκέψης που συχνά παίρνει χρόνια ολόκληρα. Ο κακός φανατισμός γεννιέται από την προπαγάνδα ενώ ο άλλος, από μια πίστη σαν διαμάντι, που δέχτηκε χρόνια πιέσεων μέχρι να κρυσταλλωθεί.
Το βιβλίο του κύριου Ρωμανού αποτελεί ένα ημερολόγιο των συνεπειών ενός τέτοιου ακραίου φανατισμού, που σχεδόν κατέστρεψε τον δυτικό πολιτισμό. Εξιστορεί τις ζωές δύο καθημερινών και ασήμαντων οικογενειών την περίοδο της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας, χρησιμοποιεί τα μάτια των ηρώων του για να προσφέρει ένα συναισθηματικό παράθυρο στα πάθη των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και στον απόηχο που άφησε το Ολοκαύτωμα στις επόμενες γενιές. Γενιές που ήρθαν στον κόσμο μέσα από το Άουσβιτς και το Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Το Γιούντιν, ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφήγηση τρέχει μέσα και έξω από την επίσημη Ιστορία, ταυτόχρονα όμως, το βιβλίο έχει εκτενείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα, μαζί με τις πηγές απ’ τις οποίες προήλθαν οι πληροφορίες. Ο κ. Ρωμανός πλέκει μια ιστορία ανθρώπων, μπολιάζοντας τη με ιστορικά στοιχεία σε σημείο τέτοιο, που ο αναγνώστης αναρωτιέται, πού αρχίζει η ιστορία και πού τελειώνει το μυθιστόρημα. Βεβαίως, ο συγγραφέας παρέχει ιστορικές πηγές για όλα τα σημαντικά γεγονότα που διαδραματίζονται, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει, τόσο στην ιστορία, όσο και στη μυθοπλασία του βιβλίου. Ενίοτε διακριτά, άλλες φορές ταυτόχρονα. Τα ιστορικά στοιχεία κυμαίνονται από λεπτομέρειες για την ζωή της προπολεμικής Θεσσαλονίκης, τον τρόπο διαβίωσης, τα κέντρα διασκέδασης και τα ήθη της πόλης, μέχρι την καθημερινότητα μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον εφιάλτη εκείνων των ανθρώπων.
Από όλο το βιβλίο, θα ήθελα να εστιάσω σε μια συγκεκριμένη σκηνή, που θεωρώ από τις πιο δυνατές μέσα στις γραμμές του. Είναι μια ερωτική σκηνή που εξελίσσεται μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης από ένα ζευγάρι που, σε λίγο, πρόκειται να πεθάνει από αέρια μέσα στους κοιτώνες. Ο Α. Καμύ, στο βιβλίο του «Ο μύθος του Σισύφου», προτείνει πως το παράλογο γεννιέται από την αντίφαση, ανάμεσα στις προσδοκίες του ανθρώπου και στο κόσμο. Σε αυτή την σκηνή, οι ήρωες του Ρωμανού, όπως και οι ήρωες μιας άλλης συγγραφέως, της Έρσης Λάγκε στο βιβλίο «Βιοχημική Τρομοκρατία», αντιμετωπίζουν το επικείμενο τέλος με ένα αντίστοιχο παράλογο: Έναν δικό τους, προσωπικό κόσμο καταμεσής της καταιγίδας. Στον Ρωμανό, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης γίνεται άγγελος θανάτου, στης Λάγκε, ένα αεροπλάνο. Τα σώματα μυρίζουν έσχατο –πόδια και χέρια παρατημένα δίχως ειρμό στις θέσεις, ανθρώπινα υγρά και αβάσταχτες οσμές βασιλεύουν σε κάθε ανάσα, καθώς οι άνθρωποι παραδίνονται στην μοίρα τους. Κυλούν αργά τα λεπτά μα, εκεί, καταμεσής σήψης και θανάτου, το παράλογο σπρώχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα σε μια πράξη έρωτα που μαστιγώνει τον ίδιο τον θάνατο με την ορμή του. Γίνεται η ερωτική τους επαφή φως, που τρομοκρατεί με την άγρια ομορφιά του. Τόσο μεγάλη είναι η ένταση του παραλόγου, που τα δύο σώματα νιώθουν πιο ζωντανά από ποτέ. Ο Ρωμανός, με μια δυνατή εικόνα, περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον κεντρικό άξονα του συστήματος άνθρωπος – κόσμος, του αιώνιου παραλόγου της υπάρξεώς μας: «Γιατί όλα τα πράγματα έχουν βαφτιστεί μέσα στην κολυμπήθρα της αιωνιότητας και πέρα από το Καλό και το Κακό. [...] Μ’ όλα αυτά, ένα μόνο πράγμα είναι αδύνατο: ο ορθολογισμός», λέει ο Νίτσε.

Συσχέτιση Ρωμανού με Κέρτες
Η Λόρυ και η Λέα, οι δύο πρωταγωνίστριες του βιβλίου, αποτελούν μια ζωντανή συνέπεια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, έμμεσα και άμεσα αντίστοιχα. Η Λέα εκφράζει το βιωματικό στοιχείο, το άτομο που επεβίωσε (αν πραγματικά επιβιώνει ποτέ κανείς από ένα τέτοιο μέρος) ενώ η Λόρυ, εκφράζει τον απόηχο των γεγονότων στις γενιές του μέλλοντος. Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι ήρωες του παρόντος, παρά ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων και συναισθημάτων. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, οι ήρωες αφηγούνται γεγονότα παρά δημιουργούν καινούργια οι ίδιοι, λες και έχουν παραιτηθεί στην δύναμη του παρελθόντος. Άνθρωποι δίχως όρια, εγκλωβισμένοι στην σάρκα τους αλλά με μια ψυχή, ξέφραγο αμπέλι. Η Λόρυ είναι το «λάθος» που προέκυψε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Γράφει ο Ρωμανός: «Αυτά που συνέβησαν, τα όσα υπέθετε για τον βιασμό. Οι ιστορίες που άκουγε για τους ναζί. Το Ολοκαύτωμα. Μόνο αν σταματούσε να γεννάει παιδιά αυτός ο κόσμος, θα τελείωνε και κάθε πιθανότητα επανάληψης μιας τέτοιας φρίκης». Είναι μια πρόταση-θέση που φέρνει στο μυαλό μας το μυθιστόρημά του Νομπελίστα Ίμρε Κέρτες, «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί». Ο Κέρτες απευθύνει ένα καντίς, δηλαδή την επιμνημόσυνη προσευχή της εβραϊκής θρησκείας, για το παιδί που ο συγγραφέας αρνήθηκε να φέρει σε έναν κόσμο, για πάντα τραυματισμένο από το Άουσβιτς. Η Λόρυ στο έργο του Ρωμανού είναι αυτό το παιδί, αυτό το «λάθος» που γεννήθηκε ενώ δεν έπρεπε, η δικαίωση του Κέρτες όταν λέει πως «δεν μπορώ να το κάνω αυτό σε ένα παιδί, να το φέρω στον κόσμο που συνέβη το Άουσβιτς».
Διαβάζοντας το βιβλίο Γιούντιν και συνδέοντάς το με τα γεγονότα που συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη χώρα μας, ταυτίστηκα με μια παράγραφό του που γράφει τα εξής, «Το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» είναι μια πολύ παλιά ρήση που δείχνει μέγιστο ανάστημα. Τελικά, ούτε το μέγεθος της άγνοιάς του δεν μπορεί να ορίσει ο άνθρωπος.» Γιατί τόσος πόνος; Επιτέλους, γιατί τόσο μίσος; Κι ακόμα χειρότερα, δεν θα ‘πρεπε να έχουμε μάθει πια, μετά από τόσα και τόσα; Πόσα μαθήματα θέλει ο άνθρωπος για να σταματήσει να αυτοκαταδικάζεται στο να επαναλαμβάνει την ιστορία του; Ο Σοπενχάουερ δίνει μια μελαγχολική απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Λέει: «πίστευα πως τουλάχιστον σαν άνθρωποι θα κάναμε καινούργια λάθη. Αλλά όχι, όποιος έχει επιζήσει δύο-τρεις γενιές, βρίσκεται στην ίδια ψυχική διάθεση με ένα θεατή, καθώς βλέπει τις ίδιες φάρσες να επαναλαμβάνονται, τα ίδια λάθη, κι αυτό γιατί είχαν υπολογιστεί για μια μόνο ζωή
Θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω τέσσερις μόνο σειρές που αποτελούν ένα μονοσέλιδο κεφάλαιο του βιβλίου. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι «Ο Υπερεκτιμημένος». Σας το διαβάζω. […]
Από μόνες τους αυτές οι τέσσερις σειρές με έκαναν να νιώσω πως, η αξία των ανθρώπων είναι ανάλογη του θεού στον οποίο πιστεύουνε. Και αυτοί, που δεν σέβονται την ζωή, ανεξαρτήτως από το πού γεννιέται, δεν έχουν κανένα, μα κανένα, θεό.
Σας ευχαριστώ πολύ.

***
Τουρίκης Παναγιώτης*

Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος
Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Άγκυρα,
του Γιώργου Ρωμανού

Μελέτη
Μετάφραση από τα αγγλικά
Αντωνία Γουναροπούλου-Τουρίκη

Ό,τι ακολουθεί δεν αποτελεί παρουσίαση ή «κριτική» του καινούριου βιβλίου του Γιώργου Ρωμανού. Επιπλέον, δεν αποτελεί απόπειρα να σχολιαστούν οι ποικίλες διαστάσεις των ζητημάτων που θέτει ή να εξεταστεί η μεταξύ τους σχέση. Ο στόχος μας εδώ –χωρίς να θέλουμε να φανούμε μονόπλευροι– είναι να εστιάσουμε σε μόνο μία από τις διαστάσεις του μυθιστορήματος, προσέγγιση που επιλέγεται εσκεμμένα και για συγκεκριμένο λόγο. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει είναι το εξής: τι σημαίνει η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου σήμερα, στην Ελλάδα; Για να το θέσουμε κάπως διαφορετικά, μπορούμε να πούμε ότι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι όχι το πώς γράφει κανείς σε συνθήκες κρίσης (αυτό αφορά τον συγγραφέα και τους κριτικούς του), αλλά το πώς διαβάζει κανείς τα σύγχρονα έργα σε τέτοιες συνθήκες (κάτι που αφορά τον αναγνώστη). Έτσι, οποιαδήποτε «αξιολόγηση» του έργου θα εξαρτηθεί από τον βαθμό στον οποίο αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο «μιλάει» για τους καιρούς μας αλλά και από τον τρόπο που το επιτυγχάνει.
*
Πολύ σχηματικά, μία από τις διαστάσεις του συγκεκριμένου ιστορικού μυθιστορήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως καταγραφή μιας «κίνησης» που διατρέχει τρεις ιστορικές περιόδους:
Α΄ Ιστορική Περίοδος: η περίοδος της ιστορίας της Θεσσαλονίκης πριν από τη γερμανική Κατοχή∙
Β΄ Ιστορική Περίοδος: η περίοδος της ιστορίας της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής∙
Γ΄ Ιστορική Περίοδος: η περίοδος της ιστορίας της Θεσσαλονίκης μετά τη γερμανική Κατοχή.
Ας εξετάσουμε πολύ σύντομα καθεμία από αυτές τις περιόδους.
Α΄ Ιστορική Περίοδος: Προ-κατοχική Θεσσαλονίκη

1) Έχουμε μια γενική κοινωνικο-οικονομική αλληλεπίδραση μεταξύ των Ελλήνων και των Εβραίων εμπόρων (και οι δύο αποτελούν δυο «κυρίαρχες» κοινωνικές κατηγορίες της θεσσαλονικιώτικης κοινωνίας). Ένας από αυτούς τους Έλληνες εμπόρους είναι ο Παναγιώτης Παυλίδης. Ο Εβραίος έμπορος με τον οποίο συνεργάζεται και έχει δοσοληψίες είναι ο ισχυρός Ερρίκος Μπεφόρ.
2) Ο τελευταίος, ως κεφαλή μιας σημαντικής εβραϊκής οικογενειακής μονάδας, καταπνίγει την ερωτική σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον γιο τού Έλληνα εμπόρου –ονόματι Αλέξανδρου– και σε μία από τις κόρες του, τη Λέα.
3) Αυτό που ακολουθεί είναι ένας «ακατανόητος» [1] γάμος συμφέροντος ανάμεσα στη Λέα και στον ξάδερφό της, τον Μωύς. Φυσικά, αυτός που επιλέγει τον σύζυγο είναι ο Ερρίκος.
4) Έχουμε, συνεπώς, μια συσκότιση της ερωτικής αλήθειας που υπάρχει ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τη Λέα.
5) Έχοντας πάντα υπόψη τη συγκεκριμένη διάσταση του έργου στην οποία εστιάζουμε, αυτή η συσκότιση συνιστά την τραγωδία της Α΄ Ιστορικής Περιόδου.

Β΄ Ιστορική Περίοδος: Κατοχική Θεσσαλονίκη

1) Τόσο ο Έλληνας έμπορος όσο και, ιδιαίτερα, ο Μωύς, ο οποίος είναι πλέον η πραγματική κεφαλή της εβραϊκής οικογένειας, συνεργάζονται ποικιλοτρόπως με τους Ναζί.
2) Ο Μωύς, που γνωρίζει ότι η σύζυγός του συνεχίζει να αγαπά τον Αλέξανδρο, προδίδει και τους δύο στους Ναζί. Εάν στην Α΄ Ιστορική Περίοδο είχαμε την κατάπνιξη της ερωτικής σχέσης, τώρα έχουμε μια απόπειρα να τιμωρηθεί αυτή η σχέση, κι αυτό με τη βοήθεια των Ναζί. Αλλά εάν στην Α΄ Ιστορική Περίοδο κυριαρχεί ακριβώς αυτή η κατάπνιξη, στη Β΄ Ιστορική Περίοδο βλέπουμε τελικά την επανένωση των δύο εραστών, ή αλλιώς τη φυσική τους ένωση, για πρώτη φορά. Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει μέσα σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης (η ιστορία εμπεριέχει πάντα την ειρωνεία, όπως ξέρουμε).
3) Αυτό που ακολουθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι η εκπλήρωση της ερωτικής σχέσης (παρόλο που, δεδομένων των συνθηκών, η εκπλήρωση αυτή είναι ένας «ερωτοθάνατος», όπως πολύ εύστοχα περιγράφεται). Η εκπλήρωση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον «ακατανόητο» γάμο της Α΄ Ιστορικής Περιόδου.
4) Αν και «ερωτοθάνατος», πρόκειται εντούτοις για μια διαφώτιση της ερωτικής αλήθειας του ζευγαριού (που πρέπει να συγκριθεί με τη συσκότιση της Α΄ Ιστορικής Περιόδου). Συνέπεια αυτής της διαφώτισης μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι η σύλληψη ενός παιδιού, το οποίο και θα αποτελέσει τη σαρκική πραγμάτωση αυτής της αλήθειας, έστω και σε εμβρυακή μορφή.
5) Ως εκ τούτου, στη Β΄ Ιστορική Περίοδο έχουμε κάποιου είδους «λύση» της τραγωδίας της Α΄ Περιόδου.

Γ΄ Ιστορική Περίοδος: Μετα-κατοχική Θεσσαλονίκη

1) Με την τελική επιστροφή της Λέα στη Θεσσαλονίκη (η Λέα θα «σωθεί»), ο «ακατανόητος» γάμος συμφέροντος θα εδραιωθεί εκ νέου και εξίσου εκ νέου θα συνεχιστεί – αυτή τη φορά, ωστόσο, η γυναίκα φέρει μέσα της το παιδί του Αλέξανδρου (ο ίδιος ο Αλέξανδρος αγνοείται).
2) Η περίοδος αυτή είναι μια τραγική σύνθεση των δύο προηγούμενων: ενέχει τόσο τον «ακατανόητο» γάμο (και την παράλληλη με αυτόν συσκότιση της αλήθειας) όσο και τη σύλληψη του παιδιού (και την αντίστοιχη διαφώτιση της αλήθειας που συνεπάγεται αυτή η σύλληψη).
3) Θα καταλήξει στη γέννηση μιας κόρης, της Λόρυ, και ως εκ τούτου στη γέννηση μιας νέας τραγωδίας, που συνιστά την κορύφωση της Γ΄ Ιστορικής Περιόδου. Γιατί μια «νέα» και «υπέρτερη» τραγωδία; Εάν ο «ακατανόητος» γάμος ανάμεσα στη Λέα και τον Μωύς ήταν η αιτία της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε κατά την Α΄ Ιστορική Περίοδο, και εάν η σύλληψη της Λόρυ διαφώτισε την αληθινή πραγματικότητα ανάμεσα στη Λέα και τον Αλέξανδρο κατά τη Β΄ Ιστορική Περίοδο, η γέννηση της Λόρυ μέσα σε ένα μετακατοχικό πλαίσιο –εντός του οποίου αναμενόταν να συνυπάρξουν δύο αντιθέσεις– δεν θα μπορούσε παρά να αποφέρει μια «υπέρτερη» τραγωδία.
Η Λόρυ, ως παράπλευρη συνέπεια των τριών ιστορικών περιόδων, θα καταλήξει να ζει ένα ολοκληρωτικό, αυτοκαταστροφικό και ανελέητο «τίποτα». Έτσι, θα αρνηθεί την πραγματική της μητέρα ως μητέρα, και θα αποδεχτεί τον θετό πατέρα της, τον Μωύς, αλλά όχι ως πατέρα: θα δει σε αυτόν «τον Άνδρα» – ένα ερωτικό υποκατάστατο. Στην πραγματικότητα, η Λόρυ θα υιοθετήσει μια συμπεριφορά που εκφράζει διάφορες μορφές σεξουαλικής «διαστροφής», μορφές που δεν γνωρίζουν κανέναν αυτοπεριορισμό.
*
Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να θέσει το σύνηθες ερώτημα: ποια είναι η συμβολική σημασία αυτών των γεγονότων στην «κίνηση» της ιστορίας; Χωρίς να θέλουμε να αρνηθούμε μια τέτοιου είδους σημασία, θα ήταν πιο ακριβές να πει κανείς ότι τα γεγονότα που αφηγείται το μυθιστόρημα δραματοποιούνται από πραγματικούς ανθρώπους, οι οποίοι όντως συνιστούν μια πραγματική συμπύκνωση της «ιστορικής κίνησης» της εποχής. Με αυτό κατά νου, μπορούμε να βγάλουμε μια σειρά από κοινωνιολογικά συμπεράσματα, τα οποία ίσως μας βοηθήσουν να «αξιολογήσουμε» το έργο βάσει των «αναγκών» ενός αναγνώστη της σημερινής Ελλάδας.

Πιθανά συμπεράσματα

1) Οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση σε έναν λαό –όπως η στρατιωτική κατοχή της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’40– θα καταλήξει να έχει μια σειρά αποτελεσμάτων (κοινωνικο-πολιτικά, ηθικο-πολιτισμικά και προσωπικά), τα οποία όμως θα καθοριστούν και από το ιδιαίτερο κοινωνικό milieu που προϋπήρχε της ίδιας της παρέμβασης. Τα αποτελέσματα της Γ΄ Ιστορικής Περιόδου στο Γιούντιν δεν ήταν απλώς συνέπεια ούτε μόνο των γεγονότων που οδήγησαν στην «απελευθέρωση» της Θεσσαλονίκης κατά την Γ΄ Ιστορική Περίοδο ούτε μόνο της Β΄ Ιστορικής Περιόδου. Τα αποτελέσματα αυτά επρόκειτο επίσης να υπερκαθοριστούν και από το milieu της Θεσσαλονίκης των προ-κατοχικών χρόνων.
2) Η «ιστορική κίνηση» μπορεί να επιφέρει μια «ασυνέχεια» με το παρελθόν (Α΄ Ιστορική Περίοδος έναντι Γ΄ Ιστορικής Περιόδου), όμως αυτή η «ασυνέχεια» φέρει εντός της και στοιχεία «συνέχειας» (όπως είδαμε εξετάζοντας την Γ΄ Ιστορική Περίοδο, σημείο 2).
3) Μια τέτοιου είδους συνάρθρωση του «παλιού» και του «νέου» μπορεί να καταλήξει είτε σε μια νέα και «υπέρτερη» τραγωδία (ο απόλυτος μηδενισμός της Λόρυ) είτε σε κάποια μορφή «συμβιβασμού» ή «εξισορρόπησης» (η Λόρυ ως μητέρα η ίδια).[2] Αλλά ούτως ή άλλως, η κοινωνικο-οικονομική κρίση μιας κοινωνίας δεν μπορεί να ιδωθεί ως ιστορική «μήτρα» που γεννά μια νέα «ουτοπία». Στην πραγματικότητα, μια τέτοια «χιλιαστική» ή «εσχατολογική» θεώρηση της ιστορίας έχει από καιρό χαρακτηρίσει την ιδεολογική σκέψη της «Αριστεράς» (και τη χαρακτηρίζει έως και σήμερα). Τέτοιου είδους σκέψη κυριαρχούσε, επίσης, ανεξέλεγκτα τόσο στους απλούς αγωνιστές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ όσο και στους «διανοούμενους» του ΚΚΕ. Τα ουτοπικά τους όνειρα σύντομα γνώρισαν μια απότομη προσγείωση, όπως συνέβη και σε όλο τον κόσμο. (Και, φυσικά, η μετακατοχική Θεσσαλονίκη ποτέ δεν αποτέλεσε μια τέτοια ουτοπία: ήταν μια «ελεύθερη πόλη» που ταλαντευόταν είτε προς μία ακόμα τραγωδία είτε προς κάποια πιθανή εξισορρόπηση ανάμεσα σε δυνάμει εκρηκτικούς παράγοντες.)
4) Υπάρχουν, παράλληλα, οι «διανοούμενοι» εκείνοι που, ενώ απορρίπτουν τον γραμμικό ντετερμινισμό που οδηγεί σε κάποια «εσχατολογική ουτοπία», πέφτουν αυτοί οι ίδιοι στην παγίδα τού να βλέπουν την ιστορία ως μια μεταφυσικά σχεδιασμένη «κυκλικότητα». Όχι, η ιστορία δεν επαναλαμβάνει τον εαυτό της: στο Γιούντιν, η τραγωδία της προ-κατοχικής περιόδου όντως μεταφέρεται στην Γ΄ Ιστορική Περίοδο, αλλά με μια εντελώς διαφορετική μορφή και με ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Η πολυγαμία της Λόρυ, η σεξουαλική διαστροφή και η απουσία οποιωνδήποτε προσωπικών «ορίων» ή κάποιας «τάξης» που θα επέβαλλε η ίδια στον εαυτό της είναι ακρότητες που εν μέρει εκφράζουν ένα νέο milieu, το οποίο σταδιακά αναδυόταν και στην Ελλάδα από τα μέσα του ’50 και αρχές του ’60 – τουτέστιν, μια «σεξουαλική επανάσταση» που θύμιζε κάπως αυτό που συνέβαινε τότε στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Εν μέρει η ψυχολογία της Λόρυ χαρακτηρίζεται από ένα κοινωνικό περιεχόμενο και μια κοινωνική συμπεριφορά, τα οποία όμως καθορίζονται και από το «μοντέρνο» milieu, το οποίο πολύ απλά δεν υπήρχε και δεν θα μπορούσε να υπάρχει κατά τα προπολεμικά χρόνια (σχετικά με την κοινωνικο-πολιτιστική επανάσταση που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’40, βλ. Ε. Χόμπσμπαουμ, Η εποχή των άκρων, κεφ Χ και ΧΙ).
5) Η ιστορία, επομένως, είναι μια συσσώρευση συγκυριών οι οποίες όχι μόνο φέρουν εντός τους «συνέχειες» αλλά καταλήγουν και σε νέες «ασυνέχειες» που θα ήταν αδιανόητες στο παρελθόν. Δεν είναι ούτε «γραμμική-εσχατολογική» ούτε «φαύλα κυκλική»–κι αυτό φαίνεται καθαρά στο Γιούντιν.
6) Αλλά εάν αυτή είναι με λίγα λόγια η «κίνηση» της ιστορίας, τι είναι αυτό που την «κινεί»; Υπάρχουν αρκετοί αντικειμενικοί παράγοντες που διαμορφώνουν την ιστορία: αλλά, σε τελευταία ανάλυση, μια μέγιστη κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι το υποκείμενο μέσα στην ιστορία. Ακριβώς σε αυτό το υποκείμενο εστιάζεται το έργο του Γιώργου Ρωμανού, κι αυτό ο συγγραφέας το κάνει συνειδητά. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του σε πραγματικούς ανθρώπους και στις προσωπικές τους ιστορίες, ο Γιώργος Ρωμανός γράφει μια «άλλη» ιστορία της Θεσσαλονίκης – την «grassroot» κοινωνική ιστορία, όπως θα την ονόμαζε ο E.P.Thompson. Με έναν παρόμοιο τρόπο, στη δεκαετία του ’70, ένας από τους πιο πρωτοπόρους και ικανούς ιστορικούς της Νότιας Αφρικής –ο Charles van Onselen– αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μελέτη του γύρω από τις «δομές» και τις «λειτουργίες» της νοτιοαφρικανικής πολιτικής οικονομίας και να επανεξετάσει συνολικά τη σύγχρονη ιστορία της Νότιας Αφρικής ερευνώντας τη ζωή και την απασχόληση μονάχα ενός «ταπεινού» μαύρου επίμορτου καλλιεργητή, η ζωή του οποίου εκτείνεται σε σχεδόν μια εκατονταετία (1894-1985). Αυτός ο γεωργός, ονόματι Kas Maine, αγωνιζόταν για την επιβίωσή του (και συχνά ευημερούσε) ακόμα και κατά τη διάρκεια της σταδιακής εγκαθίδρυσης του συστήματος του απαρτχάιντ, ένα σύστημα ρατσιστικού καπιταλισμού: ως εκ τούτου «συνδέθηκε» –ως πρόσωπο– με «μεγίστης σημασίας» πολιτικά γεγονότα με τρόπο σχετικά αυτόνομο από αυτά. Όμως αυτή ήταν η πραγματική ιστορία της Νότιας Αφρικής.[3] Παρομοίως, οι πραγματικοί άνθρωποι σαν τον Αλέξανδρο και τον Μωύς δεν αποτέλεσαν απλώς μέρος της ιστορίας της Θεσσαλονίκης: η ιστορία της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε μέρος δικό τους. Το πρακτικό συμπέρασμα που συνάγεται εδώ είναι προφανές: δεν αρκεί να αναλύσει κανείς την «αντικειμενική» πολιτική οικονομία ενός κοινωνικού σχηματισμού (ή την «τοπική» πολιτική οικονομία της Θεσσαλονίκης) – χρειάζεται ταυτόχρονα να ερευνήσει τον υποκειμενικό «νου» των ανθρώπων, είτε είναι αυτοί εργάτες, έμποροι είτε εργολάβοι κτλ. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα αποτελέσματα της μετακατοχικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη, αν δεν διερευνήσει και τα κοινωνικοπολιτισμικά και ηθικά συστήματα/υποσυστήματα που έφτιαξαν οι ίδιοι οι άνθρωποι και εντός των οποίων κινήθηκαν κατά την Α΄ και Β΄ Ιστορική Περίοδο. Και ακριβώς αυτό κάνει ο Γιώργος Ρωμανός όταν μελετά τη ζωή και την οικογενειακή ιστορία ενός διαπρεπούς Εβραίου εμπόρου – του Μωύς.
7) Η κοινωνική ιστορία έχει τους κοινωνικούς της «δρώντες» («social agents»). Ο Kas Maine στη Νότια Αφρική ήταν ακριβώς ένας τέτοιος κοινωνικός «δρων». Το ίδιο και ο Αλέξανδρος Παυλίδης στη Θεσσαλονίκη. Αγωνίστηκαν και οι δύο να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους και την περηφάνια τους έναντι παρόμοιων ολοκληρωτικών συστημάτων (στην περίπτωση του Kas, έναντι μιας σχεδόν φασιστικής Νότιας Αφρικής του απαρτχάιντ∙στην περίπτωση του Αλέξανδρου, έναντι τόσο του ναζιστικού όσο και του σταλινικού καθεστώτος). Αλλά η κοινωνική ιστορία έχει επίσης και τα «θύματά» της: στη Νότια Αφρική, χιλιάδες επί χιλιάδων μαύρων γυναικών και –κάτι που έχει ενδιαφέρον– Εβραίων μεταναστριών στράφηκαν προς την πορνεία και χάθηκαν (παρεμπιπτόντως, ο van Onselen έχει επίσης φέρει εις πέρας μια πολύ σημαντική μελέτη γύρω από τη ζωή ενός Πολωνοεβραίου προαγωγού Εβραίων ιερόδουλων στη Νότια Αφρική).[4] Στη Θεσσαλονίκη, η Λόρυ «εκπορνεύεται» με έναν τρόπο υποσυνείδητο ή ακόμα και «αυτόματο», βγαίνοντας εκτός ελέγχου και με ορατές τις πιθανότητες να καταστραφεί. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τις τρεις προαναφερόμενες ιστορικές περιόδους της Θεσσαλονίκης χωρίς να λάβουμε εξίσου υπόψη τους «δρώντες» και τα «θύματα». Η ιστορία της Θεσσαλονίκης ήταν κομμάτι και των δύο.
*
Τα κοινωνιολογικά συμπεράσματα που έμμεσα ή άμεσα αντλήσαμε παραπάνω, βασισμένοι σε μια πολύ συγκεκριμένη «ανάγνωση» του Γιουντίν, πρέπει να ιδωθούν ως μεθοδολογικά «εργαλεία» που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη σημερινή κρίση. Παράλληλα με τις τρεις ιστορικές περιόδους της Θεσσαλονίκης που έχουμε παρουσιάσει, μπορούμε να προτείνουμε και την ακόλουθη «περιοδοποίηση» της ελληνικής περίπτωσης στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα – μια τέτοια «περιοδοποίηση, ωστόσο, δεν μπορεί να παρουσιαστεί εδώ παρά μόνο με τη μορφή ερωτημάτων που μένει να διερευνηθούν:

Α΄ Ιστορική Περίοδος: η περίοδος προ της κρίσης

Ποιες κοινωνικο-πολιτισμικές/ηθικές πρακτικές καθόρισαν αυτή την περίοδο; Πώς «συναρθρώθηκαν» αυτές οι πρακτικές με το Κράτος; Ποιος ήταν ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο αυτής της «συνάρθρωσης»; Ποιος ήταν ο ρόλος –μεταξύ άλλων– της οικογενειακής μονάδας στην ελληνική κοινωνία αλλά και των ατόμων-μελών αυτής της μονάδας σε ένα τέτοιο milieu; – και ούτω καθεξής.[5]

Β΄ Ιστορική Περίοδος: η περίοδος της κρίσης

Ποιες είναι οι δυνατότητες μιας τέτοιας «οριακής κατάστασης»; Ποιοι θα είναι οι «δρώντες» –όπως ο Αλέξανδρος– που θα «διαφωτίσουν» την πραγματικότητα ενός λαού, καθώς αυτός ο λαός θα κουβαλάει ήδη στην ψυχή του την Α΄ Ιστορική Περίοδο;[6] Όπως θα το έθετε ο Έρνστ Μπλοχ: ποια είναι –εάν υπάρχει– η «ύλη της ελπίδας» στη σημερινή ελληνική κοινωνία;

Γ΄ Ιστορική Περίοδος: η περίοδος μετά την κρίση
(ανεξαρτήτως της διάρκειάς της)

Με ποιον τρόπο θα φέρει μέσα της αυτή η τρίτη περίοδος τις πραγματι­κότητες των δύο προηγούμενων περιόδων; Ποια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα σε αυτές τις πραγματικότητες του παρελθόντος θα φανεί κατά την Γ΄ Ιστορική Περίοδο; Θα δούμε μια «υπέρτερη» τραγωδία ή κάποιου είδους ομοιοστατικής εξισορρόπησης;
Η ιστορία, όπως προτείνουμε εδώ, δεν επαναλαμβάνεται: επαναλαμβάνεται, εντούτοις, λίγο πολύ η λογική της. Και ακριβώς αυτή την ιστορική λογική αποπειράται να ξεδιπλώσει το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρωμανού.

*Ο Παναγιώτης Τουρίκης, είναι φιλόλογος Αγγλικής και συγγραφέας.

***

Ψωμά Μαρία*

Γιώργος Ρωμανός, Γιούντιν, Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, Μυθιστόρημα, σελ. 411, Εκδόσεις Άγκυρα

Ξεφυλλίζοντας το «Γιούντιν», το νέο βιβλίο του Γ. Ρωμανού, στην προμετωπίδα του διαβάζουμε ένα απόσπασμα από τον Έρνεστ Χεμινγουέι : «Όταν οι αληθινοί άνθρωποι αντιληφθούν πόσο υπαρκτοί είναι οι χαρακτήρες μιας μυθοπλασίας κι ότι τους μοιάζουν απόλυτα, τότε μισούν τον συγγραφέα». Η επιλογή αυτής της ρήσης είναι πράγματι εύστοχη, διότι μετά την ανάγνωση μπορεί να μη φθάσουμε να μισήσουμε τον συγγραφέα αλλά τουλάχιστον τον ζηλεύουμε για τη δημιουργία αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος.
Είναι ένα έργο δυνατό, πυκνό, με συνοχή, ροή, ποιητική αλλά και συνάμα κινηματογραφική ενάργεια. Οι χαρακτήρες ζωντανεύουν μέσα από τις λέξεις του με τέτοια γλαφυρότητα και πειστικότητα ως προς την ύπαρξή τους, που αν είσαι θεσσαλονικιός, δεν μπορεί παρά ν’ αρχίσεις να τους αναζητάς ανάμεσα στους συμπολίτες σου.
Η πλοκή ξεκινάει από τα προπολεμικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, με επίκεντρο κυρίως μια εβραϊκή οικογένεια αλλά και μια χριστιανική. Διατρέχει την Κατοχή, τον Εμφύλιο και φθάνει μέχρι το 1990. Έναυσμα για την λεπτομερή κι εναγώνια αναδρομή στο παρελθόν δίνει το γύρισμα μιας ταινίας με θέμα τα δεινά των εβραίων της Μακεδονίας κατά την Κατοχή, από τον σκηνοθέτη Ελιάν. Στην ταινία εμπλέκονται προσωπικά οι βασικές ηρωίδες που από την έρευνα και την διαλεύκανση των στοιχείων του παρελθόντος, επιχειρούν να βρουν επιτέλους απαντήσεις στα τόσα αιωρούμενα ερωτηματικά και να επανατοποθετήσουν τη ζωή τους μέσα από την κάθαρση.
Το «Γιούντιν» πατάει στα ιστορικά γεγονότα αυτών των περιόδων, όπως διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη και χτίζει μέσα τους με άνεση την ζωή απλών ανθρώπων. Μπαίνει και βγαίνει στην πραγματικότητα με τέτοια μαεστρία, που ο αναγνώστης είναι δύσκολο να ξεχωρίσει τη μυθοπλασία από τα αληθινά γεγονότα. Μέσα από τον βίο των ηρώων του ο συγγραφέας δίνει την προσωπική του ματιά στα τεκταινόμενα της εποχής, αφήνοντας ταυτόχρονα ελεύθερο τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Η Αντζέλ, η μεγαλύτερη αδελφή της ελληνικής εβραϊκής οικογένειας Μπεφόρ, είναι η βασική αφηγήτρια. Η γυναίκα που ανέλαβε οικειοθελώς στις πλάτες της τη διατήρηση της συνοχής της οικογένειας, θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή για τους άλλους. Δηλαδή την αδελφή της την Λέα, την Λόρυ την ανιψιά της, τον πατέρα της Ερρίκο, καθώς και για τον Μωύς τον γαμπρό της και για άλλους πιο μακρινούς ακόμη που τυχόν βρισκότανε σε ανάγκη. Η ίδια εξομολογείται:
«Συχνά στον ύπνο μου έβλεπα το ίδιο όνειρο. Ένιωθα ξένη, που πάντοτε έμπαινα, σαν να πετούσα, από την αρχή της Μοναστηρίου. Άφηνα πίσω μου τον σιδηροδρομικό σταθμό και πήγαινα προς την πλατεία Βαρδαρίου κι από κει στην Εγνατία. Ξένη πάνω από την πόλη. Κι αυτή η σκηνή επαναλαμβανόταν, χωρίς να προχωράει τ’ όνειρο και χωρίς ουσιαστικά να μπαίνω κάποτε στην πόλη. Ίσως γιατί ήξερα πως και η τελευταία πέτρα της Θεσσαλονίκης με πονούσε τόσο πολύ, ώστε προτιμούσα να είμαι κάτι το απροσδιόριστο που πήγαινε και ερχότανε διαρκώς εκεί, στην είσοδο. Σαν μια πόρτα που δεν την άνοιγα ποτέ. Αέρας πάνω από την πόλη.»
Η Αντζέλ, μέσα σε όλα που κάνει, συμβουλεύει και την Λέα την αδελφή της, όταν εκείνη επιστρέφει έγκυος από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης:
«Ότι δεν λύνεται μέσα στην οικογένεια, της λέει, αργότερα φουσκώνει, ξεχειλίζει και την πνίγει. Κι ότι μένει για μετά… κι αυτό το μετά πάει από αναβολή σε αναβολή, τότε το πράγμα λοξοδρομεί μόνιμα και δεν επανέρχεται ποτέ. Όποιος δεν συμφιλιώνεται με το παρελθόν του, αυτό που έχει αφήσει για πάντα πίσω του, δεν μπορεί να έχει μέλλον».
Όμως η Λέα, τραγικό θύμα της Κατοχής, της εκκαθάρισης των Εβραίων από τους Γερμανούς, δεν έχει πια ψυχή για να την ακούσει. Επιλέγει τον δρόμο της σιωπής, όπου θα βουλιάζει εκεί μέσα μέχρι να πνιγεί.
Δεν θα ομολογήσει ποτέ πως έμεινε έγκυος, αφήνοντας όλους να πιστεύουν πως την είχε βιάσει κάποιος Γερμανός στο στρατόπεδο, αποδεχόμενη τη βουβή κατάκριση και την περιφρόνηση κυρίως του Μωύς, του συζύγου της. Με αυτόν τον αυτοκαταστροφικό τρόπο θα προστατεύει έναν δυνατό, ρομαντικό και φυσικά τραγικό έρωτα.
Από τις σπάνιες φορές που θα αποφασίσει να μιλήσει στην αδελφή της για τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ζούμε από τη διήγησή της ανατριχιαστικές καταστάσεις πέρα από κάθε όριο λογικής και ανθρωπιάς.
«Στο Άουσβιτς, φτάσαμε βραδάκι, λέει. Το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου ο αέρας που ανάσανα μόλις άνοιξε η πόρτα του βαγονιού. Εκείνη… η πρώτη ανάσα. Ποτέ δεν θα την ξεχάσω. Μέσα στο βαγόνι η μυρωδιά από γνώριμες σάρκες πεθαμένες, μισοζώντανες. Τους μισούσα όλους. Ήθελα μόνο τον εαυτό μου. Μόνο με την απόλυτη αίσθηση του εαυτού μου μπορούσα να πεισθώ ότι ήμουν ζωντανή. Και έξω ο άγνωστος, ο αλλιώτικος αέρας. Πιο κρύος. Κάτι σαν τριμμένο σμυρίδι ανακατεμένο με πετρέλαιο και γράσο. Σκληρός αέρας. Με έκανε να νιώθω σαν πιωμένη. Και ζωντανή».
Η Λέα όμως δεν συνελήφθη μόνη της από τους Γερμανούς, ούτε τυχαία, απ’ ότι υπονοείται από την αρχή του βιβλίου. Μαζί της σε κρυφό ραντεβού ήταν ο Αλέξανδρος, ο γιος της οικογένειας Παυλίδη, με την οποία είχε στενές φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις η δική της οικογένεια.
Ο Αλέξανδρος, στο κεφάλαιο «Το Μπλόκο», διηγείται τη στιγμή της σύλληψής τους, από την οποία προκύπτουν πολλά ερωτηματικά για το πώς και το ποιος;
«Ο κόσμος έμοιαζε να έχει χωριστεί στα δυο. Κάτω από τα σύννεφα , μέσα σ’ ένα γκρίζο φως η πόλη, οι άνθρωποι κι από πάνω οι εκτυφλωτικές λάμψεις ενός άστοργου όντος που δεν νοιαζόταν για τις τύχες μας».
Μαζί με τη Λέα και τη Μαζαλτώφ, τη μητέρα της που συνελήφθη την ίδια μέρα σε άλλο σημείο, ο Αλέξανδρος θα μεταφερθεί στο Άουσβιτς, όπου εκεί αμέσως μετά την αποβίβαση οι τύχες τους θα χωρίσουν. Ο ίδιος θα καταφέρει να επιβιώσει των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης για να καταλήξει μετά την κατάρρευση της Γερμανίας σε Γκουλάγκ και να βιώσει την απανθρωπιά και της άλλης πλευράς. Χρόνια μετά, όταν θα επιστρέψει στην Ελλάδα, δε θα θυμίζει σε τίποτε το όμορφο δραστήριο παλικάρι που υπήρξε πριν την οδύσσειά του.
Ποια δύναμη όμως ήταν εκείνη που κράτησε τη Λέα και τον Αλέξανδρο ζωντανούς; Η στιγμή που αντικρίζουν ο ένας τον άλλο από απόσταση, συνειδητοποιώντας πως συνεχίζουν να υφίστανται, μέσα στο μαύρο τοπίο του τίποτα που βίωναν μέχρι τότε.
Η Λέα διηγείται: «Άλλαξε η ζωή μου. Αγαπούσα χωρίς καμιά ενοχή. Ήμουν στην άκρη της ζωής, πολύ πιο μακριά από αυτό που λένε άκρη ή τέλος του κόσμου. Αγαπούσα, όπως τον είχα αγαπήσει από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο παρά πώς να μαζέψω δύναμη να ξυπνήσω το πρωί και να περιμένω…».
Καταλυτικός, σκοτεινός χαρακτήρας ανάμεσά τους ο Μωύς, ο άντρας της Λέα και πρώτος της εξάδελφος. Δυσανάγνωστη φιγούρα που δρα διαρκώς στη σκιά. Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πιστεύω εσκεμμένα από την πλευρά του συγγραφέα. Ψυχρός, απρόσιτος, απασχολημένος συνέχεια με τις απροσδιόριστες υποθέσεις του και φυσικά άπληστος. Με μεσάζοντα το πρόσωπό του ανακινείται ο κόσμος των δωσίλογων, των μαυραγοριτών και λοιπών παρατρεχάμενων που επέπλευσαν της Κατοχής, του Εμφύλιου και κατόπιν με άλλο προσωπείο φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Τις περισσότερες από τις πράξεις του τις πληροφορούμαστε από τον «Αφού», τον αγράμματο αφελή κολαούζο του για όλες τις δουλειές. Ο Αφού χρόνια μετά , ξεχασμένος και φτωχός, είναι αυτός που θα δώσει στην Αντζέλ τα περισσότερα στοιχεία για την αποσαφήνιση των κινήσεων του Μωύς και θα αποκαταστήσει την αλήθεια με τη δική του χαρακτηριστική ακατέργαστη γλώσσα.
Ο Μωύς, όταν θα αντικρίσει τη Λέα να κατεβαίνει φάντασμα του εαυτού της από το τρένο κι έγκυος, δεν θα τη σπλαχνιστεί. Ούτε θα αποδεχτεί τη Λόρυ που θα γεννηθεί λίγους μήνες μετά. Το κοριτσάκι θα το μεγαλώσει η θεία του Αντζέλ, σε άλλο σπίτι.
Η Λόρυ είναι η μοναδική απόγονος της οικογένειας Μπεφόρ. Η σύλληψή της έγινε μέσα στην παραφορά και την απελπισία του πολέμου και η γέννησή της μήνες μετά τη λήξη του. Είναι ο χαρακτήρας που κυριαρχεί στο βιβλίο από τις πρώτες σειρές μέχρι το τέλος. Το πρόσωπο που υφίσταται τα αποτελέσματα των δεινών της εποχής της αλλά και των επιλογών των δικών της ανθρώπων. Ουσιαστικά φορτώνεται τις αμαρτίες και των μεν και των δε. Διαμορφώνει έναν αντιφατικό ατίθασο ακραίο χαρακτήρα, χωρίς όρια, πιστεύω και αξίες. Εκπροσωπεί την νεότερη γενιά με τα ψυχολογικά προβλήματα, την αποσυντονισμένη πυξίδα ζωής που της έλαχε να ζήσει. Μισεί την μητέρα της. Την θεωρεί υπεύθυνη  για την κατάστασή της, εμπόδιο στον κολασμένο έρωτα που νιώθει για τον υποτιθέμενο πατέρα της Μωύς, που μεγαλώνοντας προσπαθεί να τον κάνει δικό της με κάθε τρόπο.
«…Τι να έλεγε η ανύπαρκτη; (γράφει στις σημειώσεις της). Μια ζωή χαμένα τα είχε. Χαπακωμένη. Κι εκείνος όταν δεν την άντεχε, την έδιωχνε από το κρεβάτι του. Ενώ, εγώ ήξερα. Ήξερα, κατάλαβα τι πουτάνα ήτανε εκείνο το βράδυ… που έφυγα από το σπίτι κι ανέβηκα στο φορτηγό με τους Βούλγαρους. Αυτή έφταιγε. Αυτή τον προκαλούσε να την παίρνει. Έκλαιγε σαν να μην τον ήθελε. Η ανισόρροπη. Και τότε γιατί του καθόταν; Κι αυτός, αν δεν τον προκαλούσε η Λέα, εμένα θα ήθελε, εμένα κι όχι αυτήν. Σκατά γυναίκα του ήταν. Δεν είναι μάνα μου αυτό το πράμα. Σε τίποτε δε μοιάζουμε. Αποκλείεται να είναι μάνα μου…»
Η Λόρυ αναλώνεται σε άπειρους ερωτικούς συντρόφους. Παντρεύεται ένα γέρο τσιγκούνη Αρμένη που τον αποστρέφεται, συνεχίζοντας ακάθεκτη τις ερωτικές της επιδόσεις.
«Δεν θέλω τον κόσμο σας, γράφει, την πόλη σας, τις φυλές σας, τον θεό σας. Το μόνο που θέλω είναι να ζω τα αισθήματά μου, χαρά ή λύπη, μέχρι να καούν, να γίνουν στάχτη. Έτσι θα νιώσω γαλήνη. Έτσι, χωρίς κανένα συναίσθημα, να μπορέσω να πεθάνω χωρίς φόβο».
Δεν βρίσκει πουθενά και σε τίποτε ικανοποίηση. Κυκλοθυμική κι εριστική. Βαριέται γρήγορα ακόμα και τον Ελιάν, τον σκηνοθέτη, τον σταθερό ερωτικό της σύντροφο για καιρό. Ο Ελιάν Καζάκογλου, το τρίτο πρόσωπο, ο εκτός της ιστορίας, που με τις κινήσεις του θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο των κομματιών της. Για να καταλάβετε όμως περισσότερα για το ρόλο του θα πρέπει να διαβάστε το Γιούντιν.
Πολυεπίπεδο το μυθιστόρημα του Γ. Ρωμανού, με πολλαπλές πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, που αλληλεπικαλύπτουν την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά και με άλλους χαρακτήρες σε δεύτερους και τρίτους ρόλους που συνθέτουν με αληθοφάνεια το σκηνικό. Δημιουργικό πόνημα μακρόχρονης μελέτης και συλλογής στοιχείων. Βασισμένο σε ιστορικά ντοκουμέντα των πολυτάραχων εκείνων χρόνων, αναδεικνύει την μικροϊστορία ασήμαντων ανθρώπων που έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με την επίσημη ιστορία. Συνταρακτικά ανατριχιαστικές οι περιγραφές τους για την ημέρα της μαζικής συγκέντρωσης των εβραίων στην Πλατεία Ελευθερίας, στα γκέτο της πόλης, κι έπειτα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Άουσβιτς, Μπέργκεν Μπέλσεν αλλά και αργότερα στα Γκουλάγκ. Αποκαλυπτικές ως προς το τι μουλωχτά διαδραματίστηκε μετά τον πόλεμο στη διάρκεια του Εμφύλιου. Τα ντοκουμέντα και η μυθοπλασία φέρνουν στο φως καλά κρυμμένα μυστικά της Θεσσαλονίκης και των θυμάτων της εποχής εκείνης. Μέσα από τις σελίδες του αναβιώνουν τα ανέμελα προπολεμικά χρόνια με την έντονη κοινωνική ζωή, η πολυπληθής και ανθούσα εβραϊκή κοινότητα της πόλης, με τις αντιθέσεις, τα ήθη και τα έθιμά της, η ανεξήγητη έλλειψη αντίδρασή της απέναντι στους γερμανούς ακόμη κι όταν άρχισε η μαζική συγκέντρωση και εξόντωσή τους. Μαζί τους και ο χριστιανικός πληθυσμός. Και από την άλλη οι Γερμανοί και ο ρόλος των Βουλγάρων. Ποιος πρόδωσε ποιόν; Ποιος ο ρόλος των δωσίλογων και των μαυραγοριτών; Τι συνέβη μετά τον Εμφύλιο; Πως φτάσανε όλα αυτά να επηρεάζουν σήμερα τη χώρα μας;
Το Γιούντιν αφορά όλους αλλά και ιδιαίτερα εμάς τους θεσσαλονικιούς. Με την ανάγνωσή του μας τραβάει απ’ το μανίκι ν’ αντικρίσουμε το παρελθόν, να προβληματιστούμε για το παρόν και να ενεργοποιηθούμε για το μέλλον.
Το τέλος του απρόσμενο, ανατρεπτικό, όπως άλλωστε και η αληθινή ζωή.
Η πένα του Ρωμανού ατόφια λογοτεχνική, με κινηματογραφική διαύγεια στις περιγραφές της μα και αμιγώς ποιητική στη ροή της, όταν φτάνουμε στο τέλος του μυθιστορήματος μας χαρίζει εκείνη την σπάνια πλούσια αίσθηση που λέει ότι μετά από ένα τέτοιο ανάγνωσμα ίσως και να γίναμε λίγο καλλίτεροι άνθρωποι…

*Η Μαρία Ψωμά είναι πεζογράφος και ποιήτρια. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο Public Θεσσαλονίκης, στις 20.12.2012. Δημοσιεύτηκε στο Εyelands.gr, 26.12.2012.
***

Περιοδικό Χρονικά,
Έκδοση Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος,
τόμος 36, αρ. φύλλου 241, σελ. 21, Ιούλ.–Σεπτ. 2013,
Γιούντιν μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Άγκυρα.

Τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει, από Εβραίους και μη βιβλία(κυρίως μυθιστορήματα και ιστορικά μελετήματα-έρευνες) που αναφέρονται στην τύχη των Ελλήνων εβραίων κατά το διωγμό του Ολοκαυτώματος.
Το βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού, Γιούντιν, διαφέρει από τα άλλα της μυθιστορηματικής υφής που διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη γιατί περιέχει με ακρίβεια επίσημα στοιχεία, όπως επίσης πτυχές του δράματος (κυρίως προδοσίες) που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωτικά ολοκληρωθεί.
Πραγματικές καταστάσεις και υπαρκτά πρόσωπα παρουσιάζονται στις σελίδες του πρωτότυπου αυτού μυθιστορήματος, στο οποίο ο συγγραφέας επιστρατεύει μία μνημονική, βιωματική αφήγηση με τεκμήρια της εποχής για να κρατηθεί η συνείδηση ζωντανή


* * *

Σκουζάκης Λάμπρος*

Πορθμείο για την ουσία της ύπαρξης
Γιώργος Ρωμανός, Καζαμπλάνκα καφέ, εκδ. Άγκυρα, σ. 203, 2008

Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας, η επιθυμία βίωσης των ουσιωδών στοιχείων της ζωής και η φυγή από τα προσωπικά αδιέξοδα προς μια ουδέτερη ζώνη ωθούν τον αυτοπρόσωπο αφηγητή του Καζαμπλάνκα καφέ, έναν συνηθισμένο άνδρα μέσης ηλικίας, στο αναμενόμενο: ένα μακρινό ταξίδι φυγής και περισυλλογής ως τους αντίποδες του κόσμου, από τη Μεσόγειο στον Περσικό και τον Νότιο Ειρηνικό μέχρι τα νότια της Νέας Ζηλανδίας. Στα πολλαπλά καταστρώματα της πλωτής πλέον καθημερινότητας ο άλλοτε εργάτης ορυχείων και νυν ειδικός βιβλιοθηκονόμος και γνώστης της παλαιάς τυπογραφίας επιθυμεί να βρεθεί στην άλλη πλευρά των πραγμάτων, να δει τον εαυτό του στην ολότητά του, να γίνει η θάλασσα το επιθυμητό «άγραφο χαρτί» της ζωής του.
Σε αυτό το «μόνον της ζωής του ταξείδιον» μετατρέπεται σταδιακά σε αδηφάγο εξερευνητή κάθε σπιθαμής του σώματος του πλοίου και αυτόπτη παρατηρητή οριακών ή μη καταστάσεων, σε μια απελπισμένη επιθυμία να ξεφύγει από τη μονομανία του θανάτου. Πιστεύει σε οτιδήποτε αποτελεί αντινομία στη φθορά και τον χλευάζει ως ένα «είκασμα της ανυπαρξίας». Αντιλαμβάνεται πως τα πιο απύθμενα βάθη δεν βρίσκονται στον πάτο των χρηματοκιβωτίων, της πολιτικής ή των ωκεανών, αλλά στο άπατο του κορμιού και της επιθυμίας. Με το «ξεχασμένο μάγμα των επιθυμιών του» έτοιμο για ηφαιστειακή έκρηξη, περιφέρει την υπερωκεάνια απόγνωσή του προς τον απώτατο τερματισμό της υπέρβασης των ασφυκτικών συνόρων του εαυτού του. Υφίσταται τις αλλαγές του τρόπου ζωής του «με τη φυσικότητα ενός φιδιού που αλλάζει πουκάμισα» και, έχοντας καταργήσει τον χρόνο, προσπαθεί να διατηρήσει το μεταίσθημα της αιθερικής του ανυπαρξίας μέσα σε έναν άδειο αδιάρθρωτο χώρο. Σε αυτή την περιπλάνηση οι δορυφορικά κινούμενοι γύρω από αυτόν ετερόκλιτοι χαρακτήρες, μια σπορά ανθρώπινων κορμιών πάνω σε έναν ου τόπο, αποτελούν σταθμούς παράλληλους με εκείνους του πλου ανά τον κόσμο, κατ' αντιστοιχία και με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς ενός φορητού ραδιοφώνου όπου συχνά καταφεύγει. Ποτέ άλλοτε ο κοσμοπολιτισμός δεν ήταν τόσο μοναχικός.
Καθώς τα πάντα μετεωρίζονται διαρκώς ανάμεσα στα άκρα πλείστων διπολισμών (διεθνή εξωτερικά ύδατα-μοναχικός εσωτερικός κόσμος, απόλυτη συναισθηματική αποφόρτιση-έντονη ερωτική διάθεση, φαινομενικό - διφορούμενο) ο ήρωας, ωτακουστής των ίδιων του των λόγων και χαυνωμένος στους φασματικούς ή πραγματικούς έρωτες, επιχειρεί να συλλάβει τις διαφορετικές και ταυτόχρονες εκδοχές μέσα στον χρόνο της πραγματικότητας ενός ανείκαστου κόσμου. Μήπως τελικά το σύνορο φαντασίας και πραγματικότητας δεν νοείται οριζοντίως, ως μια άλλη αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά καθέτως, τέμνοντας κατακόρυφα τον χώρο αλλά και τον εαυτό μας στη μέση;
Το τριπλής διαρρύθμισης συγγραφικό εργαστήρι του συγγραφέα, με χώρους διηγηματογράφησης (πέντε συλλογές), έκδοσης λογοτεχνικού περιοδικού (Πανδώρα) και διδασκαλίας συγγραφής διηγήματος και θεωρίας της λογοτεχνίας, σαφώς αντανακλά σε αυτή την επί ρευστού μυθοπλαστική περιπέτεια: τόσο κατά τη συμπληρωματική ή παραπληρωματική εξισορρόπηση των «ειδών» (νουάρ, ερωτογραφήματος, θρίλερ, φιλοσοφικής, αστυνομικής, ταξιδιωτικής, φανταστικής ή ενδοσκοπικής γραφής) όσο και στη γλώσσα. Οι λέξεις μοιάζουν να έχουν επιλεγεί με τη λαβίδα των γραμματοσήμων και ελεγχθεί με τον μεγεθυντικό φακό, εσωκλείοντας παρηχήσεις φθόγγων και αρμονίες ήχων. Η ποιητική της γλώσσας (γνώριμη εμμονή του συγγραφέα) ξεκινάει πάντοτε από την «απτή» πραγματικότητα και καταλήγει σε αρχικά ανεπαίσθητες νοηματικές και θεματικές υπερβάσεις, σαν να επιθυμεί να διαρρήξει τα όρια των αντιληπτών διαστάσεων του κόσμου μας. Οι λέξεις του γίνονται οι ίδιες θέμα μέσα στη φράση και η φράση θέμα μέσα στην κάθε ιστορία. Ο Ρωμανός δουλεύει τη γλώσσα σαν γλύπτης, φροντίζοντας τόσο το αποτέλεσμα όσο και την ίδια την ακουστικότητα του καλεμιού του.
Παρά την καταλυτική παρουσία του ερωτικού στοιχείου, η πλοήγηση του ανώνυμου πλοίου συγγενεύει περισσότερο με τον κατά Γκομπρόβιτς Υπερ-ατλαντικό, παρά τον εμπειρίκειο Μεγάλο Ανατολικό. Όμως είναι ακριβώς το «ετεροβίωμα» στο οποίο κατά καιρούς έχει αναφερθεί ο Ρωμανός (η διαφορά μεταξύ των κειμένων αυτοβιογραφικής έμπνευσης και των βιωμένων με συγγραφικές τεχνικές και παραμέτρους) που αναμφισβήτητα προσδίδει στο μυθιστόρημα έναν κατά κυριολεξία κοσμικό, οικουμενικό χαρακτήρα. Το πλοίο γίνεται το ίδιο μια θάλασσα διαμάχης ερωτισμού, διανοητικής επιβίωσης, φθοράς και αφθαρσίας, και ταυτόχρονης συνύπαρξης σκληρού ρεαλισμού και μαγικής ποιητικής προσώπων, καταστάσεων και εικόνων, που καταλήγουν στο δέλτα μιας πάντοτε εικαζόμενης «πραγματικότητας». Το ευρηματικότατο διπλό τέλος ουδόλως αναιρεί την απόλυτη επικράτηση του έρωτα πάνω στον θάνατο. Μόνον ο έρωτας αποτελεί το μοναδικό ατελεύτητο ταξίδι πέρα από το τέρμα κάθε προορισμού και ο ήρωας έχει πλέον μάθει να μετράει έναν έναν τους κόκκους της κλεψύδρας του έρωτα, να μην αφήσει κανέναν να πάει χαμένος.

*Ο Λάμπρος Σκουζάκης, είναι φιλόλογος, συγγραφέας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, Η Ελευθεροτυπία, Ένθετο Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009. Και στο:


***

Θεοχάρης Δημήτρης*

Μελέτη στο έργο του Γιώργου Ρωμανού

Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα ...Ένας άλλος Αλέξανδρος

Στον καθηγητή μου, κ. Σ. Φραγκουλίδη,
που με έμαθε να διαβάζω…


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Α

Ζωγράφε μου εξακουστέ,
περίφημε τεχνίτη,
της γραφικής το καύχημα,
του Παρισιού πολίτη,
σε στέλνω, δέξου, βάψε με
ετούτην την εικόνα
με χρώματ’ ανεξάλειπτα
εις όλον τον αιώνα. […][7]

Ήταν στα 1977, όταν ο Γιώργος Ρωμανός έκανε το πρώτο του συγγραφικό βήμα. Ένα βήμα, το οποίο δεν έμελλε να είναι καθόλου μετέωρο, καθώς ο καρποφόρος πελαργός της έμπνευσής του, του επιφύλασσε μια σειρά από δημιουργικά γεννήματα τα επόμενα χρόνια. [8]
Η δειλή, αλλά συνάμα φιλόδοξη προσπάθεια του στο στίβο του διηγήματος, που γεννήθηκε στη διάρκεια της πρώτης του συγγραφικής νιότης είχε ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης τη Θεσσαλονίκη, την πόλη και γενέτειρα του. Η συλλογή φέρει τον τίτλο: Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα. Τίτλος, περιεκτικός, μεστός, αλλά και ανοιχτός σε ερμηνείες, σχόλια και προβληματισμούς. Γιατί Αλέξανδρος; και όχι κάποιο άλλο όνομα από το πλούσιο ορθόδοξο συναξάρι μας; Τι θέλει να επιτύχει ο νεαρός διηγηματογράφος που φιλοδοξεί να ανέβει το πρώτο σκαλί στην τέχνη της ποιήσεως, όπως θα ’λεγε ο ποιητής; Σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά και σε αρκετά ακόμη θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από τις επόμενες γραμμές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ξεκινώντας από το λακωνικό τίτλο της συλλογής, το μοναδικό στοιχείο που μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως και επαρκώς είναι η λέξη ‘διηγήματα’. Λέξη, η οποία αποκαλύπτει το λογοτεχνικό πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί ο Γ. Ρωμανός, ενώ κατευθύνει το αισθητήριο και την εμπειρία των αναγνωστών σε ένα συγγραφικό είδος με συγκεκριμένους κανόνες και με μια μακραίωνη πορεία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Η επιλογή του ονόματος, ‘‘Αλέξανδρος’’ στον τίτλο του βιβλίου είναι ένας γρίφος, που εξάπτει την περιέργεια και τη φαντασία του αναγνώστη. Μοιάζει, κάποιες φορές, να τον ερεθίζει και να τον προκαλεί να αποκρυπτογραφήσει το σημαινόμενό του. Γρίφος συγγραφικός, ιστορικός ή απλά αισθητικός, ή και αδιάφορος, αλλά γρίφος.
Γιατί Αλέξανδρος, αναρωτιέται ο απλός αναγνώστης; Ίσως γιατί από τα οχτώ διηγήματα που περιλαμβάνει η συλλογή, στα πέντε ρητά πρωταγωνιστεί ένας Αλέξανδρος, ενώ στα υπόλοιπα τρία υποδηλώνεται η παρουσία του μέσω της ανωνυμίας. Ίσως γιατί το πρώτο διήγημα, το οποίο κατέχει θέση εισαγωγής φέρει τον τίτλο Αλέξανδρος, επικαλύπτοντας και συμπληρώνοντας νοηματικά και αφηγηματικά τα υπόλοιπα διηγήματα. Ίσως, γιατί ο συγγραφέας ως άλλος Ανδρόνικος ανακαλύπτει το συγγραφικό του Αλέξανδρο, το βασιλιά της έμπνευσής του, όπως ανακαλύπτει την ίδια ακριβώς περίοδο ο μεγάλος μας αρχαιολόγος τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων στη Βεργίνα.
Πέντε ήρωες λοιπόν φέρουν το όνομα Αλέξανδρος, και αν διαβάσουμε τους τίτλους των δυο πρώτων διηγημάτων σε μια πρόταση συνοψίζουν το επιχείρημα που προβάλλουν οι ‘σύγχρονοι βασιλείς’ για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. “Ο Αλέξανδρος. Ο δικός μας βασιλιάς’’.
Όσο και αν η παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση φαντάζει παράτολμη και ανυπόστατη, εντούτοις δεν παύει να ξυπνά τη δύναμη των συνειρμών, που πάντα θα αναζητεί ένα ιστορικό και διδακτικό τόνο, ακόμη και σε μια συλλογή διηγημάτων. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, σε καμία περίπτωση, η συνολική θεματολογία του βιβλίου δεν ενέχει κάποια ρητή ή υπόρητη παραπομπή με το ιστορικό πλαίσιο, που προσπαθήσαμε να θέσουμε. Θα λέγαμε, ότι η παραπάνω προσέγγιση οφείλεται περισσότερο στη συγχρονία της ιστορικής ανακάλυψης των τάφων των Μακεδών βασιλέων στη Βεργίνα με τη συγγραφή του Αλέξανδρου από το Γ. Ρωμανό.
Ας περάσουμε όμως στην ουσία του πράγματος, που δεν είναι άλλη από τα ίδια τα διηγήματα. Η συλλογή, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αποτελείται από οχτώ ιστορίες, οι οποίες αν και έχουν τη δική τους αυτοτέλεια, εντούτοις ισορροπούν στο ίδιο νοηματικό νήμα, παρουσιάζοντας την πορεία του Αλέξανδρου της γειτονίας, του πιτσιρικά της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης μέχρι την ενηλικίωσή του και την περίοδο της ωριμότητάς του.
Ειδικότερα, στο πρώτο από τα οκτώ διηγήματα, νοιώθουμε να ανασυστήνεται η εικόνα της παλιάς γειτονίας, μέσα από την περιγραφή των περιπετειών μιας παρέας μικρών παιδιών. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλέξανδρος, ο οποίος είναι και ο αρχηγός της παρέας. Η ιστορία χτίζεται γύρω από τις περιγραφές της γειτονιάς για να περάσει σιγά, σιγά στην σκιαγράφηση των μικρών ηρώων.
Ο συγγραφέας μπορεί να μιλάει σε τρίτο πρόσωπο και  να  αποστασιοποιείται, με αυτό τον τρόπο, αλλά σε καμία περίπτωση η αφήγηση δε στερείται αμεσότητας. Από την άλλη πλευρά, τα διαλογικά μέρη δραματοποιούν την πλοκή και μας μεταφέρουν στον πραγματικό τόπο και χρόνο των γεγονότων. Ο αναγνώστης μοιάζει σαν ένας καλά κρυμμένος παρατηρητής, ο οποίος κατασκοπεύει τους ήρωες και σχηματίζει ελεύθερος τη δική του άποψη για το χαρακτήρα τους.
Κυρίαρχο θέμα είναι η παράνομη επίσκεψη της παρέας σε έναν θερινό κινηματογράφο και η σύλληψή της. Παράλληλα και μέσα από το ίδιο πρίσμα παρακολουθούμε και την προσωπική περιπέτεια του κεντρικού ήρωα, του Αλέξανδρου, ο οποίος παρενοχλείται σεξουαλικά από τον φύλακα του κινηματογράφου. Όλα τα πρόσωπα της δράσης περιγράφονται διεξοδικά και με απόλυτη λεπτομέρεια. Τις περισσότερες φορές οι εξωτερικές περιγραφές των προσώπων στοιχειοθετούν κάτι από τον χαρακτήρα τους. Ενδεικτικό παράδειγμα μέσα στην ιστορία αποτελεί η νεφώδης απεικόνιση του φύλακα του κινηματογράφου, που αναδεικνύει και την παραβατική προσωπικότητά του.
Η χρήση αρκετών και παραστατικών περιγραφών είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρώτου διηγήματος. Το διακριτό αυτό συστατικό της πλοκής επανέρχεται συχνά, πυκνά και στη συνέχεια με αποκορύφωμα τις δυο τελευταίες ιστορίες, στις οποίες οι περιγραφές είναι περισσότερο συστηματικές και προσεγμένες. Επίσης, η αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της πόλης, η ειρωνεία της θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης και το ερωτικό στοιχείο είναι γνωρίσματα, τα οποία διατρέχουν όχι μόνο το προς εξέταση διήγημα, αλλά ολόκληρο το βιβλίο.
Ο δικός μας βασιλιάς, μοιάζει να αποτελεί συνέχεια του πρώτου διηγήματος, διατηρώντας όμως τον ιδιαίτερο τόνο και αυτονομία του. Η γειτονιά, οι περιπέτειες μιας παρέας μικρών παιδιών και ένας τρελός είναι τα βασικά πρόσωπα που στελεχώνουν τη δράση και αναδεικνύονται από τη δύναμη των περιγραφών. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, γεγονός που προσδίδει έναν έντονο βιωματικό τόνο, καθώς ο συγγραφέας ταυτίζεται με την παρέα και φαίνεται να θυμάται εκ νέου, τα χρόνια της παιδικής αθωότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι απουσιάζουν πλήρως τα διαλογικά μέρη.
Μπορεί η πλοκή εδώ να δομείται γύρω από την παρουσίαση ενός τρελού και αλαφροΐσκιωτου ανθρώπου, ο οποίος ντύνεται και συμπεριφέρεται σα βασιλιάς, εντούτοις όμως συνεχίζει στο ίδιο θεματικό και νοηματικό μοτίβο με το πρώτο διήγημα. Οι περιπέτειες της παρέας, η γειτονιά, το θρησκευτικό στοιχείο και η καθημερινότητα στην πόλη είναι στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό και αποτελούν το κορμό της ιστορίας, αλλά και την οργανική συνέχεια της με τον Αλέξανδρο. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει, ίσως το μικρόκοσμο των παιδικών του χρόνων και αναμνήσεων, μέσα από τα μάτια των ηρώων του.
Το σχολικό περιβάλλον αποτελεί το σκηνικό υπόβαθρο στο διήγημα η Κυρία Σάρα, που αποτελεί το τρίτη κατά σειρά ιστορία. Συγχρόνως, διατηρούνται αναλλοίωτα όλα τα χαρακτηριστικά της γειτονίας, καθώς αποτελεί και εδώ σημείο αναφοράς και δράσης. Εξάλλου η αναφορά στην γειτονιά του Προφήτη Ηλία έρχεται να μας υπενθυμίσει, αλλά και να διατηρήσει την ισορροπία μας στον ίδιο νοηματικό άξονα.
Κεντρικά πρόσωπα είναι: ο μικρός Αλέξανδρος, ο οποίος εξελίσσεται σε αρχηγό της παρέας και η θελκτική καθηγήτρια των ελληνικών, η Εβραία Σάρα. Η καθηγήτρια περιγράφεται με αδρά χαρακτηριστικά, γεγονός που θα αποτελέσει και την αιτία της υποφώσκουσας ερωτικής επιθυμίας των μαθητών, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ανακαλύψουν και να αισθανθούν τον αθώο έρωτα μέσα από την σεξουαλική του απόχρωση.
Η αφήγηση κυλά γρήγορα, καθώς ο αφηγητής είναι παντογνώστης και δίνει το ιστορικό πλαίσιο, ενώ τα διαλογικά μέρη κορυφώνουν τη δράση και δραματοποιούν τις καταστάσεις. Επίσης, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αφήγησης εναπόκεινται η γρήγορη εναλλαγή του τρίτου προσώπου, όταν μιλάει ο αφηγητής, με την πρώτο πρόσωπο, όταν μιλούν οι ήρωες. Στα διαλογικά μέρη, ο λόγος είναι πιο απλός και καθημερινός σε σχέση με τα κομμάτια στα οποία ακούμε τη φωνή του αφηγητή. Για παράδειγμα, ο αφηγητής αποκαλεί τον κεντρικό ήρωα Αλέξανδρο, ενώ στα διαλογικά μέρη τα παιδιά τον αποκαλούν Αλέκο. Η διαφορά αυτή σίγουρα δεν είναι τυχαία, καθώς συμβάλλει στην αμεσότητα και στη φυσικότητα των λόγων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ, όπως άλλωστε και στο σύνολο του έργου έχουν οι περιγραφές. Οι περιγραφές είναι εκτενείς και αρκετές φορές εστιάζονται σε ασήμαντα πράγματα, τα οποία επισύρουν την προσοχή του αναγνώστη. Τα κομμάτια αυτά κατέχουν θέση αφηγηματικού ιντερλουδίου μέσα στην αφήγηση, καθώς από τη μία αποφορτίζουν τη δράση και από την άλλη την κλιμακώνουν.
Τέλος, επανερχόμενα μοτίβα είναι η ψυχολογία των ανήλικων παιδιών, οι περιπέτειές τους, και το παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο στηλιτεύεται μέσω της ειρωνείας. Η αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο και η αποτύπωση της ερωτικής ψυχολογίας και διάθεσης των εφήβων, οι οποίοι εισάγονται σιγά, σιγά στον κόσμο των ‘μεγάλων’, κάνοντας τα πρώτα τους τσιγάρα και διεκδικώντας τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες τους αποτελούν στοιχεία που συνέχουν και συμπληρώνουν τη δράση.
Διήγημα σκιαγράφησης χαρακτήρων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Ο Τρελός. Η δράση εκτυλίσσεται και πάλι στους δρόμους μιας γειτονιάς και αποτυπώνει του βασικούς της χαρακτήρες, έχοντας ως επίκεντρο τα παθήματα και το τέλος του τρελού. Το διήγημα έχει αρκετές ομοιότητες νοηματικές με το, Ο δικός μας βασιλιάς. Ο χώρος είναι ο ίδιος, η παρέα φαίνεται πως είναι η ίδια, αν και εδώ δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακόμα η εικόνα και η παρουσία των δυο τρελών προσομοιάζουν σε αρκετά σημεία σε βαθμό που ο ένας ήρωας συμπληρώνει και ολοκληρώνει τον άλλο.
Ολόκληρο το διήγημα διατρέχεται από περιγραφές προσώπων, σκηνικών και καταστάσεων. Περιγραφές, που αναδεικνύουν τις λογοτεχνικές αρετές του συγγραφέα και μετουσιώνουν το διήγημα σε ποίηση μέσα από την δημιουργία εικόνων, αλλά και την πρόκληση συνειρμών στον αναγνώστη. Ο αφηγητής είναι παντογνώστης, αλλά την ίδια στιγμή κατορθώνει να διοχετεύσει την αμεσότητα μέσα από την παράθεση έντονων και παραστατικών περιγραφών. Τέλος, διαλογικά μέρη δεν υπάρχουν, αν και η δραματοποίηση των σκηνών ενυπάρχει και τροφοδοτεί την αφήγηση.
Στο πέμπτο κατά σειρά διήγημα με τον τίτλο, Μια απλή απόπτωση παρακολουθούμε το πρώτο στάδιο ενηλικίωσης του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος τώρα είναι ένας νέος ηλικίας δεκαοχτώ ετών και φοιτητής της Ιατρικής. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από μία απρόσμενη εγκυμοσύνη και τα προβλήματα που αυτή επιφέρει.
Ο συγγραφέας διηγείται μέσα από το στόμα του ήρωα, ο οποίος ίσως και να αποτελεί alter ego του, την γνωριμία του με μια νεαρή μαθήτρια, τον έρωτά τους και την παράνομη εγκυμοσύνη. Το αφηγηματικό στοιχείο, που δεσπόζει και εδώ είναι οι περιγραφές. Η διήγηση παρουσιάζει και αναδεικνύει με ακρίβεια και λεπτολογία, μέσα από τα μάτια του Αλέξανδρου, τα χαρακτηριστικά της νεαρής κοπέλας. Η περιγραφή φωτίζει τον εσώτερο κόσμο των συναισθημάτων του ήρωα, ενώ την ίδια στιγμή φωτογραφίζει και τον χαρακτήρα της νεαρής μαθήτριας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι περιγραφές στο ιατρείο του γυναικολόγου, με επίκεντρο τη διαδικασία της απόπτωσης, οι οποίες βρίθουν επιστημονικής ακρίβειας, γεγονός που οφείλεται στις ιατρικές σπουδές του συγγραφέα. Παράλληλα παρεμβάλλεται μια σύντομη μικρή ιστορία, ως ιντερλούδιο, η οποία και λειτουργεί στο ίδιο πλαίσιο με την κεντρική και έχοντας την ίδια θεματολογία. Η παρένθετη ιστορία, αφορά μια διαδικασία απόπτωσης από μια εμπειρική μαία με τραγική κατάληξη. Η παρεμβολή αυτή συμπληρώνει το βασικό κορμό της αφήγησης, ενώ εντείνει την αγωνία τόσο του ήρωα, όσο και των αναγνωστών. Η παρένθετη ιστορία μας οδηγεί και στο τέλος του διηγήματος, ένα τέλος ανοιχτό, που θυμίζει στις καλύτερες περιπτώσεις το τέλος ιταλικών νεορεαλιστικών ταινιών, των Β. Ντε Σίκα και Ρ. Ροσελίνι.[9]
Με το διήγημα αυτό έχουμε μια αιχμηρή ειρωνεία στην παραδοσιακή ηθική και ένα δριμύ σχόλιο για τις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες παρουσιάζονται μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις και τα προβλήματά τους.
Τέλος, η όλη αφήγηση δίνεται σε παρελθοντικό χρόνο, ενώ τα διαλογικά μέρη παρουσιάζουν, με τον καλύτερο τρόπο, την ένταση και την αγωνία των ηρώων. Η ιστορία δομείται πάνω στις αναμνήσεις του Αλέξανδρου Πέτρου, ενόσω αυτός περιμένει στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου. Παρά το γεγονός ότι η αφήγηση δε στερείται ρεαλισμού, γεγονός που αποτυπώνεται στα διαλογικά μέρη, εντούτοις, σε καμία περίπτωση, δεν απουσιάζουν οι κομψές περιγραφές, η έντονη χρήση επιθέτων και παρομοιώσεων.
Διαβάζοντας τον τίτλο Τσαϊράδα, ασφαλώς το λογοτεχνικό μας αισθητήριο και η φιλολογική μας γνώση, μας παραπέμπουν στο ομώνυμο ποίημα του Θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960). Δεν είναι βέβαιο αν ο Γ. Ρωμανός είχε κατά νου αυτό το ποίημα όταν έγραφε το διήγημα του, ασφαλώς όμως και γνώριζε το έργο του συντοπίτη του ποιητή.
Μια βόλτα στην εξοχή είναι η μετάφραση του τίτλου της ιστορίας και ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αυτή τη βόλτα, συνδυάζοντάς την με μια ερωτική περιπέτεια. Ήρωας και εδώ ο Αλέξανδρος, ο οποίος έχει ενηλικιωθεί και περιγράφει την ερωτική εμπειρία με μια άκρως εντυπωσιακή και ερωτική γυναίκα την Όλγα. Η αφήγηση και εδώ είναι σε παρελθοντικό χρόνο και σε τρίτο πρόσωπο.
Με μαεστρία αποδίδεται το ερωτικό πάθος, που προκαλεί στον Αλέξανδρο η πληθωρική γυναίκα, η οποία παρουσιάζεται με τα πιο ερωτικά χαρακτηριστικά. Η περιγραφή αυτή εξάπτει την περιέργεια και το πάθος του ήρωα και μεταβάλει τον αναγνώστη σε έναν απαιτητικό ηδονοβλεψία.
Οι περιγραφές έχουν και εδώ ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Αποκαλύπτουν την ερωτική ένταση του ήρωα, παρουσιάζουν με έξυπνο και προσεγμένο τρόπο τις ερωτικές σκηνές, ενώ αναδεικνύουν την θηλυκότητα της γυναίκας. Η θηλυκότητα όμως της Όλγας παρουσιάζεται και μέσα από την σύγκριση με την άλλη κοπέλα, την Αγνή, η οποία είναι παλαιότερη και ίσως η πρώτη ερωτική εμπειρία του Αλέξανδρου. Συμβολικά η σύγκριση εδώ κατευθύνεται και στο επίπεδο των ονομάτων, κάτι που αποδεικνύει ότι τίποτα δεν είναι τυχαία δοσμένο στο διηγηματικό κόσμο του Γ. Ρωμανού.
Τέλος, και εδώ παράλληλα με την προβολή του ερωτικού στοιχείου βλέπουμε και την κριτική στην εκκλησία, αλλά και μια ειρωνεία στην κοινωνική ηθική και προκατάληψη.
Προς περιφοράν, τιτλοφορείται το προτελευταίο διήγημα. Ο τίτλος δοσμένος στην καθαρεύουσα μοιάζει ειρωνικός, θέλοντας να στηλιτεύσει την ετοιμασία, αλλά και τον κοσμικό χαρακτήρα μιας τελετής περιφοράς επιταφίου.
Η θεματολογία του διηγήματος αυτού αποτελεί μια νοηματική παραφωνία στο σύνολο του βιβλίου. Ο αναγνώστης παρακολουθεί μέσα από τα μάτια του αφηγητή την τελετή της περιφοράς. Η δύναμη της περιγραφής εδώ αποθεώνεται, ενώ η αλληλουχία και η συνέπεια της πλοκής αμβλύνονται από την έντονη χρήση επιθέτων και παρομοιώσεων. Διαλογικά μέρη δεν υπάρχουν και η δράση χτίζεται με επίκεντρο την παρατηρητικότητα του αφηγητή. Παρουσιάζονται αναλυτικά οι ετοιμασίες για την περιφορά, την παράταξη των πιστών, των ιερέων, των στρατιωτών, της φιλαρμονικής και πλήθος άλλων, που συμμετέχουν σε αυτή την ιεροτελεστία. Θα λέγαμε ότι ο τόνος είναι μυστικιστικός, αλλά ενέχει ρεαλισμό και ειρωνεία. Μοιάζει να θίγει την τυπικότητα αυτών των τελετών και να επιζητεί την ουσία.
Σε κάθε περίπτωση το διήγημα εκτός από νοηματική παραφωνία αποτελεί και μια χαρακτηριστική και παραδοσιακή απεικόνιση της περιφοράς του επιταφίου, που επιτυγχάνεται μέσα από τις έντονες περιγραφές, που αμέσως μαγνητίζουν την προσοχή του αναγνώστη.
Με το Όνειρο, τελευταίο συγγραφικό καρπό της συλλογής επανερχόμαστε στον κυρίαρχο νοηματικό άξονα του βιβλίου. Ήρωες εδώ ένα ζευγάρι νεαρών εραστών, που παρουσιάζονται την στιγμή της ερωτικής τους πράξης. Ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός και ενδεικτικός της ιστορίας που θα ακολουθήσει, καθώς δομείται γύρω από τη θολή εικόνα του ονείρου, που βλέπει ο κεντρικός ήρωας. Στο όνειρο αυτό παρουσιάζεται η ερωτική πράξη δυο εντόμων. Η ζωηρή περιγραφή της εικόνας αυτής προκαλεί σύγχυση για το τι ανήκει στην πραγματικότητα και τι στη σφαίρα του ονείρου.
Η πρωτοτυπία της αφήγησης εκπλήσσει τον αναγνώστη, ο οποίος μονάχα στο τέλος αποσαφηνίζει πλήρως την παρεμβολή του ονείρου. Αυτή η μίξη ονείρου και πραγματικότητας, αποτελεί ένα αφηγηματικό τέχνασμα, προκειμένου να μιλήσει ο συγγραφέας αλληγορικά για τις ανθρώπινες σχέσεις και ειδικότερα για τη σχέση αρσενικού και θηλυκού. Στο γεγονός αυτό ίσως να οφείλεται και η ανωνυμία του ηρώων, προκειμένου να προσδώσει καθολικό χαρακτήρα στη κεντρική ιδέα του διηγήματος. Εξάλλου στο όνειρο το θηλυκό έντομο σκοτώνει το αρσενικό και την ίδια στιγμή ο ήρωας βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, δεμένος στο κρεβάτι με τη γυναίκα. Η περιγραφή της ερωτικής πράξης των εντόμων υπονοεί την ερωτική πράξη των δυο νέων, ενώ, συγχρόνως αποκαλύπτει και τα προβλήματα συμπεριφοράς στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις.
Αυτή η αρμονική και άκρως λογοτεχνική εναλλαγή ονείρου και πραγματικότητας μοιάζει να έχει το λογοτεχνικό της πρόγονο στο σατιρικό έργο Τρίχα του Δ. Σολωμού.[10][10] Στο έργο αυτό κατ’ εξοχήν η πραγματικότητα και το όνειρο ταυτίζονται και ισορροπούν στην αποσπασματική αφηγηματική ενότητα, που διέπει το σύνολο του σολωμικού έργου. Ο Γ. Ρωμανός συνειδητά ή ασύνειδα εντάσσει στο διήγημά του την ίδια τεχνική, στην οποία αφομοιώνει και διατηρεί τους λογοτεχνικούς παρανομαστές, ενώ αλλάζει τους αριθμητές της πλοκής προκειμένου να μιλήσει για ένα επίκαιρο και διαχρονικό θέμα, όπως είναι αυτό της συμβίωσης των δυο φύλων.

Διατρέχοντας το σύνολο της συλλογής των διηγημάτων του Γ. Ρωμανού, θα μπορούσαμε να πούμε συμπερασματικά, ότι προσαρμόζει στο έργο του τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν ένα διήγημα. Την ίδια στιγμή παρατηρούμε την εναγώνια προσπάθεια του να εξελίξει το είδος, κάτι το οποίο θα φανεί, πιο έντονα, και στα επόμενα έργα του με αποκορύφωμα την πιο ώριμη συλλογή διηγημάτων, Δέκα ροκ και ένα μπλουζ για τρεις.[11][11]
Βασικά χαρακτηριστικά του διηγήματος, όπως η συντομία, ο συνδυασμός λιτότητας και πυκνότητας, η εστίαση σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή σε ένα κεντρικό ήρωα, η μετάβαση από το ειδικό στο γενικό και από τον μικρόκοσμο του ήρωα στο μακρόκοσμο του έργου εναρμονίζονται με τα ιδιαίτερα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Χαρακτηριστικά, όπως η γρήγορη εναλλαγή προσώπων στην αφήγηση, η έντεχνη αξιοποίηση των αφηγηματικών μερών με περιγραφές, η προσεγμένη και ευφυής χρήση επιθέτων, ο ρεαλισμός και η φυσικότητα των διαλόγων και η αστείρευτη έμπνευση αποτελούν το βασικό κορμό δόμησης και σύνταξης των ιστοριών.
Θεματολογικά, ο συγγραφέας φαίνεται να αφομοιώνει την πλούσια λογοτεχνική παράδοση του είδους, αλλά συγχρόνως και να πρωτοτυπεί. Θέματα αντλημένα από την κοινωνία, την ιστορία, τη θρησκεία ενσωματώνονται στο έργο του Γ. Ρωμανού και εμπλουτίζονται από σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς, που έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο ως μέρος ενός συνόλου και τα προβλήματά που απορρέουν από την κοινωνία και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Ο Αλέξανδρος είναι το πρώτο και ενδεικτικό παράδειγμα των παραπάνω παρατηρήσεων. Αποτελεί, όμως μονάχα την αφετηρία ενός δρόμου, που ο συγγραφέας ξεκίνησε να περπατά στα 1977 και που ακόμα δεν έχει φτάσει στον προορισμό του. Σαν άλλος Οδυσσέας, περνώντας από Κύκλωπες και Συμπληγάδες, από Κίρκες και Σειρήνες αναζητεί την συγγραφική του Ιθάκη. Κλείνοντας τα αυτιά στην εμπορικότητα και επικαιρότητα της λογοτεχνίας του σήμερα αναζητεί την ουσία του λογοτεχνικού έργου, θυσιάζοντας στις Μούσες και στις Χάριτες.


*Ο Δημήτρης Θεοχάρης, είναι φιλόλογος, master, Πανεπιστημίου Κρήτης.



[1] Η έννοια αυτή επανέρχεται στο βιβλίο καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης.
[2] Ο Αντόνιο Γκράμσι, τόσο δημοφιλής ανάμεσα στην ελληνική «Νέα Αριστερά», είχε συχνά αναφερθεί σε ένα «θεώρημα των καθορισμένων αναλογιών», κατά το οποίο «κάθε αλλαγή σε ένα από τα μέρη καθορίζει την ανάγκη μιας νέας ισορροπίας με το όλο … κτλ».
[3] Βλ. Charles van Onselen, The Seed is Mine – The Life of Kas Maine, A South African Sharecropper, HILL AND WANG, New York, 1996.
[4] Bλ. Charles van Onselen, The Fox and the Flies, Vintage Books, London, 2007. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, σε αυτό το βιβλίο, ο κοινωνικός ιστορικός van Onselen κινείται στο όριο της λογοτεχνικής γραφής. Στην Ελλάδα, αυτοί που έχουν κυρίως διερευνήσει την ελληνική κοινωνική ιστορία είναι οι λογοτέχνες, όχι οι κοινωνιολόγοι ή οι «κοινωνικοί επιστήμονες». Ο Γιώργος Ρωμανός υποδεικνύει έναν από αυτούς τους λογοτέχνες, τον Δημήτρη Χατζή, και κυρίως το έργο του Το τέλος της μικρής μας πόλης.
[5] Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της οικογενειακής μονάδας στην Ελλάδα, όχι μόνο επειδή κυριαρχεί στο βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού –ιδιαίτερα η εβραϊκή οικογενειακή μονάδα– αλλά επίσης και επειδή έχει διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού – βλ., για παράδειγμα, την εισαγωγή του Σαμίρ Αμίν στο Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, του Κ. Βεργόπουλου, Εξάντας, 1975.
[6] Φυσικά, δεν εννοούμε την ανάγκη για οποιουσδήποτε «λαϊκούς ήρωες» που θα έσωζαν το έθνος. Γνωρίζουμε αρκετά καλά ότι, δεδομένης της παρούσας ελληνικής συγκυρίας, δεν μπορεί παρά να είναι στοιχεία της ελληνικής μεσαίας τάξης –αυτή η ίδια όντας θύμα της κρίσης– που μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να αναλάβουν ιστορικές πρωτοβουλίες ώστε να «διαχειριστούν» κάπως και να «υπερβούν» την κρίση χωρίς την περαιτέρω διαίρεση των Ελλήνων.
[7] Αθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικά επιμ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Αθήνα, ΝΕΒ, 2006.
[8] Αναφέρω με χρονολογική σειρά τις συλλογές διηγημάτων: Ένα μιικρούτσικο δόντι (1999), Το μαλλί της γριάς (2000), Κατακόκκινο… σχεδόν θηλυκό (2000), Δέκα ροκ κι ένα μπλουζ για τρεις (2004). Επίσης, στα συγγραφικά πονήματα του Γ. Ρωμανού συγκαταλέγονται η μελέτη Το Ρόπτρο (1981), η μετάφραση του Dylan Thomas, Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σαν νεαρού σκύλου (1980) και την πιο πρόσφατη αναμέτρησή του με το μυθιστόρημα Καζαμπλάνκα καφέ (2008).
[9] David Cook, A History of Narrative film, w.w. Norton & Company, New York, 1996, pp. 422 – 438.
[10] Στο έργο του εθνικού μας ποιητή συμμετέχουν τρία πρόσωπα: ο αφηγητής, ο δόχτορας ( ένας νεαρός δικηγόρος) και ο φλάρης ( ένας καθολικός καλόγερος και προσωποποίηση του διαβόλου). Η πλοκή του ποιήματος περιστρέφεται γύρω από ένα όνειρο του αφηγητή, στο οποίο βλέπει το φλάρη (χάρτινο ομοίωμα του βαρομέτρου) και το δόχτορα. Μέσα στην αποσπασματικότητα του ονείρου εμφανίζεται μια άγνωστη μορφή και πετά στα πόδια του φλάρη ερωτικές επιστολές, οι οποίες ανήκουν στην μητέρα του δόχτορα. Ανάμεσα σε αυτές τις επιστολές ο φλάρης ανακαλύπτει μια τρίχα Στη συνέχεια ο φλάρης αμφισβητώντας τις δικανικές ικανότητες του νεαρού δόχταρα, βάζει τον δόχτορα σε μια ζυγαριά με αντίβαρο την τρίχα, αλλά η ζυγαριά γέρνει προς το δόχτορα. Ο φλάρης αιφνιδιάζεται και διαπιστώνει ότι στο δίσκο με το δόχτορα έχει πέσει μια ψόφια μύγα, την αφαιρεί και στη συνέχεια το ζύγισμα γέρνει προς την τρίχα. Ο αφηγητής ταυτίζεται με το όνειρο και τρομοκρατούμενος μη πάθει και εκείνος τα ίδια βάζει τις φωνές , πιάνει τη διαβολική μορφή από το λαιμό, αλλά εκείνη τη στιγμή ξυπνά και βλέπει το χάρτινο φλάρη στη θέση του και ο δόχτορας με τη ζυγαριά έχουν εξαφανιστεί. Ο αφηγήτης έχοντας ξυπνήσει βλέπει τις επιστολές και τις τρίχες στο πάτωμα . Πηγή: Δημήτρης Δημηρούλης, Διονύσιος Σολωμός. Έργα. Ποιήματα και πεζά, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003.
[11] Γιώργος Ρωμανός, Δέκα ροκ και ένα μπλουζ για τρεις, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003.